Ανέστης Ταρπάγκος
Οι πρόσφατες συγκεντρώσεις και πορείες με αφορμή τα φετινά εγκαίνια της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης, ανέδειξαν μια ιδιαίτερη αντιφατικότητα που χαρακτηρίζει την σημερινή συγκυρία της αντιμνημονιακής παρέμβασης και της παρουσίας της εργατικής τάξης.
Από τη μια πλευρά, το αριστερό κίνημα, παρά την πολυδιάσπασή του, ανέδειξε τρεις ξεχωριστές πορείες διαμαρτυρίας, που κατέγραψαν μια σχετική συμμετοχή, δηλαδή του ΠΑΜΕ στην Πλατεία Αριστοτέλους, Πρωτοβάθμιων Σωματείων στην Καμάρα και της Λαϊκής Ενότητας στο Άγαλμα Βενιζέλου. Απεναντίας η συγκέντρωση του θεσμικού συνδικαλισμού των ΓΣΕΕ, ΑΔΕΔΥ και ΕΚΘ, όπου κυριαρχούν οι δυνάμεις του εργοδοτικού και κυβερνητικού συνδικαλισμού, ήταν εντελώς αποψιλωμένη, με την παρουσία ολιγοπρόσωπων αντιπροσωπειών από ελάχιστους συνδικαλιστικούς χώρους. Εντούτοις οι τρεις πορείες των δυνάμεων της Αριστεράς, δεν συσπείρωναν ουσιαστικά παρά ένα πολιτικό δυναμικό. Ο κύριος όγκος των δυνάμεων της μισθωτής εργασίας, της ανεργίας, των συνταξιούχων, που είχαν πλαισιώσει το πεδίο της εκλογικής ανόδου και επικράτησης του ΣΥΡΙΖΑ «απουσίαζε»: Εμφανίζει δηλαδή χαρακτηριστικά πρόσκαιρης «απόσυρσης» από το προσκήνιο, πράγμα που εγκαλεί σε μια σε βάθος πολιτικό – κοινωνική ανάλυση και διερεύνηση.
Από τη μια πλευρά, το αριστερό κίνημα, παρά την πολυδιάσπασή του, ανέδειξε τρεις ξεχωριστές πορείες διαμαρτυρίας, που κατέγραψαν μια σχετική συμμετοχή, δηλαδή του ΠΑΜΕ στην Πλατεία Αριστοτέλους, Πρωτοβάθμιων Σωματείων στην Καμάρα και της Λαϊκής Ενότητας στο Άγαλμα Βενιζέλου. Απεναντίας η συγκέντρωση του θεσμικού συνδικαλισμού των ΓΣΕΕ, ΑΔΕΔΥ και ΕΚΘ, όπου κυριαρχούν οι δυνάμεις του εργοδοτικού και κυβερνητικού συνδικαλισμού, ήταν εντελώς αποψιλωμένη, με την παρουσία ολιγοπρόσωπων αντιπροσωπειών από ελάχιστους συνδικαλιστικούς χώρους. Εντούτοις οι τρεις πορείες των δυνάμεων της Αριστεράς, δεν συσπείρωναν ουσιαστικά παρά ένα πολιτικό δυναμικό. Ο κύριος όγκος των δυνάμεων της μισθωτής εργασίας, της ανεργίας, των συνταξιούχων, που είχαν πλαισιώσει το πεδίο της εκλογικής ανόδου και επικράτησης του ΣΥΡΙΖΑ «απουσίαζε»: Εμφανίζει δηλαδή χαρακτηριστικά πρόσκαιρης «απόσυρσης» από το προσκήνιο, πράγμα που εγκαλεί σε μια σε βάθος πολιτικό – κοινωνική ανάλυση και διερεύνηση.
Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της περιόδου που διανύουμε που σημαδεύεται από την κρίση υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου και την πολιτική των μνημονίων, είναι η πολύμορφη αποδυνάμωση, μέχρι σχεδόν εξαφάνισης, της εργατικής ταξικής υποκειμενικότητας, που στις προηγούμενες δεκαετίες της μεταπολιτευτικής διαδρομής της χώρας, διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη της πάλης των τάξεων. Βέβαια αυτή δεν υπάρχει ανεξάρτητα από τις κοινωνικές εξελίξεις, αλλά είναι προϊόν της ίδιας της ταξικής διαπάλης και της κίνησης των εργαζομένων απέναντι στις διάφορες εκφάνσεις της αστικής πολιτικής. Η παρατεταμένη καπιταλιστική κρίση εδώ και μια οκταετία, και η διαρκής άσκηση των μνημονιακών πολιτικών, έχουν επιφέρει σταδιακά την αποδόμηση της υποκειμενικότητας του εργατικού κινήματος με τα αλλεπάλληλα πλήγματα που έχουν προκαλέσει στην απασχόληση, στις αποδοχές, στα συνδικαλιστικά δικαιώματα κλπ. Η τελευταία μνημονιακή μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ, που ήταν πολιτικός αποδέκτης των εργατικών επιδιώξεων, έχει επιφέρει το τελειωτικό πλήγμα στον μισθωτό εργαζόμενο κόσμο.
Η ορατή μορφή αυτής της αποδυνάμωσης της εργατικής ταξικής υποκειμενικότητας αποτυπώνεται στην παντελή αποδιάρθρωση των εργατικών συλλογικοτήτων στην ιδιωτική καπιταλιστική οικονομία με διάφορες μορφές: Με την υπερμεγέθη ανεργία που ουσιαστικά παραλύει το ένα τρίτο της εργατικής τάξης (άνεργοι + αδήλωτοι εργαζόμενοι), και που θέτει αυτό το εργατικό δυναμικό ουσιαστικά εκτός ενεργού συνδικαλιστικού κινήματος. – Με την απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων, την εκ περιτροπής εργασία, την απασχόληση ορισμένου χρόνου ή μειωμένης διάρκειας, που παρεμποδίζει την ταξική συγκρότηση αυτού του εργατικού τμήματος, που είναι και το περισσότερο ευάλωτο στον εργοδοτικό δεσποτισμό. Με την διάλυση, ή αδρανοποίηση, ή εργοδοτική μετάλλαξη σωματείων της καπιταλιστικής παραγωγής, κλαδικού ή επιχειρησιακού χαρακτήρα, εξ αιτίας της παραλυτικής επίδρασης της ανεργίας και της ισχύος του διευθυντικού δικαιώματος του κεφαλαίου κλπ.
Η αποδιάρθρωση αυτή του εργατικού συνδικαλιστικού ιστού είναι μόνον μία πλευρά της αποψίλωσης της εργατικής ταξικής υποκειμενικότητας, εφόσον οι συνέπειές της στο ιδεολογικό και πολιτικό επίπεδο είναι καθοριστικές. Στο επίπεδο της ιδεολογίας έχουν υποχωρήσει οι πολιτικές που περιελάμβαναν ως θεμελιώδη σταθερά την προαγωγή και ικανοποίηση των άμεσων συμφερόντων και των επιδιώξεων χειραφέτησης της εργατικής τάξης, έχοντας δώσει τη θέση τους είτε στους μύθους του νεοφιλελευθερισμού, είτε στην αναζήτηση προσωπικών «διεξόδων» στις δυσχερέστατες συνθήκες επιβίωσης των μισθωτών εργαζομένων. Στο πεδίο της πολιτικής, και σ’ ό,τι αφορά το αριστερό κίνημα, η όποια χαμηλή συσπειρωτική δυναμική λίγη σχέση έχει πλέον σήμερα με την διαμόρφωση οργανισμών δεσμών αλληλεπίδρασης πολιτικών υποκειμένων και μισθωτής εργασίας.
Ο πολιτικός λόγος της Αριστεράς εκφωνείται σε μεγάλο βαθμό μέσα σε «κοινωνικό κενό», όπου γίνεται μια ορισμένη αναφορά στα εργατικά συμφέροντα, χωρίς να λειτουργούν ουσιαστικές αντιστοιχήσεις πολιτικού και κοινωνικού. Μ’ αυτή την έννοια αυτός ο αριστερός πολιτικός λόγος, ακόμη και αν έχει ριζοσπαστικά και αντικαπιταλιστικά χαρακτηριστικά δεν έχει «ειδικό βάρος», εφόσον δεν συνοδεύεται από μια αντίστοιχη κοινωνική κινηματική δυναμική. Έτσι λ.χ. η πλήρης αφλογιστία των μορφών του εργατικού συνδικαλισμού απέναντι στην ψήφιση των τριών νόμων – πυλώνων του τρίτου μνημονίου, στη διάρκεια του περασμένου Μαΐου 2016, αφήνει στο κενό την αντιμνημονιακή κριτική των αριστερών σχηματισμών, μια και δεν έχει ισχυρό κοινωνικό υπόβαθρο.
Από μια γενική άποψη και στις σημερινές συνθήκες η Αριστερά είτε επιδιώκει να «εκπροσωπήσει» πολιτικά (και κυρίως εκλογικά) την εργατική τάξη, είτε να την «καθοδηγήσει» σε μια εκ των προτέρων δεδομένη πολιτική κατεύθυνση, είτε κάνει κατά καιρούς λόγο για «λαϊκά ξεσπάσματα», που ωστόσο δεν εμφανίζονται από μόνα τους, που εφόσον εκδηλωθούν θα δημιουργήσουν το πρόσφορο έδαφος για την αποτύπωση της ηγεμονίας της. Σ’ όλες αυτές τις περιπτώσεις η Αριστερά καταγράφεται ως μια «εξωτερικότητα» σε σχέση με τη μισθωτή εργασία και ευρύτερα τις δυνάμεις του λαϊκού συνασπισμού. Μάλιστα σε συνθήκες όπως οι σημερινές όπου έχει αποδιαρθρωθεί ο συλλογικός ιστός του εργατικού συνδικαλισμού στην καπιταλιστική οικονομία, τέτοιου είδους «εκκλήσεις» πέφτουν στο κενό, είτε αγγίζουν εξαιρετικά περιορισμένα εργατικά στρώματα.
Η πολιτική και κυρίως εκλογική εκπροσώπηση των εργαζομένων, ανέργων, συνταξιούχων κατ’ αυτό τον τρόπο, έγινε μόνον μία φορά στην πρόσφατη περίοδο, αυτή που αφορούσε την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ, όπου επενδύθηκαν λαϊκές αντιμνημονιακές προσδοκίες, οι οποίες και στη συνέχεια ακυρώθηκαν, χωρίς να έχουν δημιουργηθεί ούτε στο ελάχιστο οργανικές σχέσεις μεταξύ εργατικής τάξης και ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος συνέχιζε να αποτελεί πολιτικό σχηματισμό όπου ηγεμόνευαν τα μικροαστικά στρώματα της διανοητικής εργασίας (μηχανικών, πανεπιστημιακών, δικηγόρων κλπ.). Απεναντίας, στην προηγούμενη ιστορική περίπτωση, αυτήν της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας, στο μεταίχμιο του 1980, οι πλειοψηφικές εργατικές εκπροσωπήσεις του ΠΑΣΟΚ αντιστοιχούσαν σε οργανικές σχέσεις μεταξύ εργοστασιακών σωματείων, ομοσπονδιών κοινής ωφέλειας κλπ. και του κινήματος.
Το αποτέλεσμα είναι ότι σήμερα, μετά μια τετραετία αδρανοποίησης του εργατικού κινήματος, αφού είχε εξαντληθεί η πανεργατική απεργιακή δυναμική της περιόδου 2010 -12, η «παρουσία» της εργατικής τάξης έχει αφανισθεί όχι μόνον από το πεδίο των συνδικαλιστικών αναφορών, αλλά και άλλα επίπεδα της κοινωνικής ζωής και της ιδεολογίας. Το εργατικό κίνημα και ακόμη περισσότερο η κοινωνική συλλογικότητα δεν αντιπροσωπεύει έστω μια παράμετρο των εξελίξεων στην ίδια τη σκέψη και συλλογιστική των λαϊκών τάξεων. Το ίδιο συμβαίνει και στο πεδίο της καλλιτεχνικής δημιουργίας, όπου σημαντικές, κατά τα άλλα, νεοελληνικές ταινίες, ανατέμνουν πλευρές της σύγχρονης πραγματικότητας, αποφεύγοντας ωστόσο την αναφορά στο εκρηκτικό ταξικό κοινωνικό ζήτημα. Π.χ. το «Αν» του Παπακαλιάτη για την σύγκρουση έρωτα και ρατσιστικής κτηνωδίας, ο «Νοτιάς» του Μπουλμέτη για την καλλιτεχνική δημιουργία, ο «Αστακός» του Λάνθιμου για την βαθειά αντίθεση ανάμεσα στον αστικό οικογενειακό θεσμό και συμβατικότητα και στον έρωτα μεταξύ των ανθρώπων. Χρειάζεται να ανατρέχει κανείς σε κινηματογραφικές αναφορές του ΚενΛόουτζ, ή σε σπάνιες περιπτώσεις προλεταριακών μυθιστορημάτων (όπως το πρόσφατο του Β. Τσιράκη για «Τα χρόνια ανάμεσα», Τόπος 2016). Στις λαϊκές συνειδήσεις κυριαρχούν από κοινωνική άποψη κατηγορίες όπως οι ευρωπαϊκοί θεσμοί, η κυβέρνηση, οι επιχειρηματίες κλπ., ενώ η παρουσία της εργατικής συλλογικότητας είναι εξαιρετικά περιορισμένη.
Η επανεμφάνιση της εργατικής ταξικής υποκειμενικότητας δεν μπορεί παρά να είναι αποτέλεσμα της ίδιας της εξέλιξης της πάλης των τάξεων, με κυρίαρχο αντικείμενο σήμερα τα μέτρα των μνημονιακών πολιτικών και οι ολέθριες επιπτώσεις της καπιταλιστικής κρίσης. Βέβαια μια τέτοια ανάταξη στις τρέχουσες συνθήκες είναι εξαιρετικά δυσχερής, ιδιαίτερα στην ιδιωτική οικονομία, σε σχέση με τον δημόσιο τομέα που διαθέτει ευνοϊκότερες προϋποθέσεις (μονιμότητα απασχόλησης, λειτουργία συνδικαλιστικών ελευθεριών, απουσία εργοδοτικού δεσποτισμού κλπ.). Αυτή η δυσχέρεια προέρχεται πλέον από την παραλυτική επίδραση της υπερμεγέθους ανεργίας και αδήλωτης εργασίας (περί το ένα τρίτο αθροιστικά του συνολικού εργατικού πληθυσμού), καθώς και από την εισοδηματική αποψίλωση που έχει επιβληθεί με τα συνεχόμενα μνημόνια. Σε αντίστοιχες αντικειμενικές συνθήκες (λιτότητα, εργοδοτική αυθαιρεσία, νόμος 330 / 1976 κλπ.), η εργατική τάξη είχε αντιδράσει μεταπολιτευτικά κατά τρόπο ρηξικέλευθο, με το κίνημα των επιχειρησιακών σωματείων, γιατί η ανεργία βρίσκονταν στα χαμηλά επίπεδα του 3% - 4%, δηλαδή ήταν απλά ανεργία «τριβής».
Κατά συνέπεια, η επαναθεμελίωση της εργατικής ταξικής υποκειμενικότητας, και πέρα από τη συμβολή των περιορισμένων και διάσπαρτων ριζοσπαστικών συνδικαλιστικών δυνάμεων (κι’ αυτών κυρίως στο δημόσιο τομέα εκπαίδευσης, αυτοδιοίκησης, νοσηλευτικού συστήματος), έχει ως προϋπόθεση την υπηρέτησή της από τις δυνάμεις της Αριστεράς που κινούνται στην τροχιά της επιδίωξης της καθολικής λαϊκής χειραφέτησης. Χωρίς μια τέτοια υποστηρικτική παρέμβαση με σταθερά χαρακτηριστικά και κεντρικό χαρακτήρα, δύσκολα μπορεί να δει κανείς πώς θα επανεμφανιστεί η εργατική υποκειμενικότητα στο πολιτικό προσκήνιο. Το κρίσιμο ζήτημα δεν είναι, ούτε να επιχειρείς να «εκπροσωπήσεις» εκλογικά τον εργαζόμενο κόσμο, αφού έχει αποδιαρθρωθεί ο συνδικαλιστικός ιστός, ούτε προφανώς να «καθοδηγήσεις» την κίνηση της εργατικής τάξης, τη στιγμή που άλλωστε είναι σχετικά αδρανοποιημένη. Η προτεραιότητα του πολιτικού υποκειμενισμού δεν συμβάλλει σε μια τέτοια διαδικασία κοινωνικής ανάταξης. Χρειάζεται αυτές οι αριστερές ριζοσπαστικές δυνάμεις να θέσουν τον εαυτό τους στην υπηρεσία ενός τέτοιου στόχου, γιατί άλλωστε διαφορετικά και αυτές θα παραμείνουν ατροφικές.
Σε κάθε περίπτωση, πώς μπορεί να νοήσει κανείς την οποιαδήποτε κοινωνική αλλαγή, που να μην εδράζεται στην παρουσία και στον ενεργό ρόλο της ταξικής υποκειμενικότητας των εργαζομένων ; Στην αντίθετη περίπτωση αυτή θα καταλήξει, όπως και συμβαίνει γενικότερα, να αποτελεί έναν διακηρυκτισμό, πολιτικού ή ιδεολογικού χαρακτήρα, που δεν θα έχει καμία αποτελεσματικότητα. Οι πολιτικοί σχηματισμοί της Αριστεράς, ιδιαίτερα στην σημερινή περίοδο, δεν υπάρχουν για να αναπαράγουν ή να υπηρετήσουν τον εαυτό τους, αλλά για να τον θέσουν στην υπηρεσία αυτής της εργατικής συλλογικής ανασύνταξης. Και βέβαια σε μια τέτοια περίπτωση δεν μπορούν να τίθενται προκαθορισμένα πλαίσια και κατευθύνσεις, που εφόσον επιχειρείται να επιβληθούν, περιορίζουν σημαντικά το εύρος και την αποτελεσματικότητα.
Σε κάθε περίπτωση, μετά την μνημονιακή μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ και την μετατόπισή του στο πεδίο της νεοφιλελεύθερης κεντροαριστεράς, η πολιτική εμβέλεια της Αριστεράς έχει επανέλθει στο επί δεκαετίες ιστορικό της επίπεδο του 10% περίπου (ΚΚΕ, Λαϊκή Ενότητα, Ανταρσύα, Πλεύση Ελευθερίας). Αυτό σημαίνει ότι οποιαδήποτε προώθηση του αριστερού κινήματος στην κατεύθυνση της ριζοσπαστικής αντιμνημονιακής πολιτικής, δεν μπορεί να γίνει με μονοδιάστατους όρους πολιτικού «υποκειμενισμού»: Εκφώνησης ενός πολιτικού λόγου, και αναμονής λαϊκής συσπείρωσης στη βάση αυτού του λόγου, ακόμη και αν έχει αυθεντικά αντικαπιταλιστικά χαρακτηριστικά. Η αλλαγή του συσχετισμού των δυνάμεων και η διεύρυνση της εμβέλειας της όποιας μορφής της υπάρχουσας Αριστεράς, δεν μπορεί να γίνει παρά με την ανάδειξη στο προσκήνιο του εργατικού κοινωνικού παράγοντα. Αυτό ακριβώς συνέβη στο διάστημα μεταξύ Οκτωβρίου 2009 και Ιανουαρίου 2015, όπου το πανελλαδικό απεργιακό κίνημα καθώς και εκείνο των πλατειών, κατέστησε τον ΣΥΡΙΖΑ αξιωματική αντιπολίτευση και τελικά τον εκτόξευσε στην πολιτική διακυβέρνηση της χώρας. Γι’ αυτό ακριβώς καμιά αποτελεσματικότητα και προοπτική δεν μπορεί να υπάρξει στη διαπάλη της ελληνικής Αριστεράς με τις μνημονιακές ρυθμίσεις, τις συνέπειες της κρίσης υπερσυσσώρευσης και τις ευρωπαϊκές υπαγορεύσεις, αν δεν διαμεσολαβηθεί από την ανασύσταση της εργατικής ταξικής υποκειμενικότητας. Και επειδή αυτό δεν μπορεί να γίνει σήμερα μόνον με τις ριζοσπαστικές εργατικές δυνάμεις που έχουν απομείνει, μέσα σε συνθήκες υπερμεγέθους ανεργίας και αδήλωτης εργασίας, και διάψευσης των λαϊκών προσδοκιών από το κυβερνητικό εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ, τότε η πρωταρχική προτεραιότητα για την κάθε μορφής αριστερή υποκειμενικότητα είναι να θέσει τον εαυτό της στην υπηρεσία της ανασυγκρότησης του εργατικού λαϊκού παράγοντα. Διαφορετικά η θέση των αριστερών δυνάμεων στο σύνολό τους, και με τις ποικιλόμορφες διαφοροποιήσεις τους, θα παραμείνει στο περιθώριο, εκεί που την ωθεί η διπολική αντιπαράθεση νεοφιλελεύθερης κεντροαριστεράς και νεοσυντηρητικής κεντροδεξιάς.
Πηγή : rproject
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου