Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 2016

Επανεμφάνιση Στο Προσκήνιο Της Εργατικής Ταξικής Υποκειμενικότητας

Ανέστης Ταρπάγκος

Οι πρόσφατες συγκεντρώσεις και πορείες με αφορμή τα φετινά εγκαίνια της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης, ανέδειξαν μια ιδιαίτερη αντιφατικότητα που χαρακτηρίζει την σημερινή συγκυρία της αντιμνημονιακής παρέμβασης και της παρουσίας της εργατικής τάξης.

Από τη μια πλευ­ρά, το αρι­στε­ρό κί­νη­μα, παρά την πο­λυ­διά­σπα­σή του, ανέ­δει­ξε τρεις ξε­χω­ρι­στές πο­ρεί­ες δια­μαρ­τυ­ρί­ας, που κα­τέ­γρα­ψαν μια σχε­τι­κή συμ­με­το­χή, δη­λα­δή του ΠΑΜΕ στην Πλα­τεία Αρι­στο­τέ­λους, Πρω­το­βάθ­μιων Σω­μα­τεί­ων στην Κα­μά­ρα και της Λαϊ­κής Ενό­τη­τας στο Άγαλ­μα Βε­νι­ζέ­λου. Απε­να­ντί­ας η συ­γκέ­ντρω­ση του θε­σμι­κού συν­δι­κα­λι­σμού των ΓΣΕΕ, ΑΔΕΔΥ και ΕΚΘ, όπου κυ­ριαρ­χούν οι δυ­νά­μεις του ερ­γο­δο­τι­κού και κυ­βερ­νη­τι­κού συν­δι­κα­λι­σμού, ήταν εντε­λώς απο­ψι­λω­μέ­νη, με την πα­ρου­σία ολι­γο­πρό­σω­πων αντι­προ­σω­πειών από ελά­χι­στους συν­δι­κα­λι­στι­κούς χώ­ρους. Εντού­τοις οι τρεις πο­ρεί­ες των δυ­νά­με­ων της Αρι­στε­ράς, δεν συ­σπεί­ρω­ναν ου­σια­στι­κά παρά ένα πο­λι­τι­κό δυ­να­μι­κό. Ο κύ­ριος όγκος των δυ­νά­με­ων της μι­σθω­τής ερ­γα­σί­ας, της ανερ­γί­ας, των συ­ντα­ξιού­χων, που είχαν πλαι­σιώ­σει το πεδίο της εκλο­γι­κής ανό­δου και επι­κρά­τη­σης του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ «απου­σί­α­ζε»: Εμ­φα­νί­ζει δη­λα­δή χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά πρό­σκαι­ρης «από­συρ­σης» από το προ­σκή­νιο, πράγ­μα που εγκα­λεί σε μια σε βάθος πο­λι­τι­κό – κοι­νω­νι­κή ανά­λυ­ση και διε­ρεύ­νη­ση.

Ένα από τα κύρια χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της πε­ριό­δου που δια­νύ­ου­με που ση­μα­δεύ­ε­ται από την κρίση υπερ­συσ­σώ­ρευ­σης του κε­φα­λαί­ου και την πο­λι­τι­κή των μνη­μο­νί­ων, είναι η πο­λύ­μορ­φη απο­δυ­νά­μω­ση, μέχρι σχε­δόν εξα­φά­νι­σης, της ερ­γα­τι­κής τα­ξι­κής υπο­κει­με­νι­κό­τη­τας, που στις προη­γού­με­νες δε­κα­ε­τί­ες της με­τα­πο­λι­τευ­τι­κής δια­δρο­μής της χώρας, δια­δρα­μά­τι­σε κα­θο­ρι­στι­κό ρόλο στην εξέ­λι­ξη της πάλης των τά­ξε­ων. Βέ­βαια αυτή δεν υπάρ­χει ανε­ξάρ­τη­τα από τις κοι­νω­νι­κές εξε­λί­ξεις, αλλά είναι προ­ϊ­όν της ίδιας της τα­ξι­κής δια­πά­λης και της κί­νη­σης των ερ­γα­ζο­μέ­νων απέ­να­ντι στις διά­φο­ρες εκ­φάν­σεις της αστι­κής πο­λι­τι­κής. Η πα­ρα­τε­τα­μέ­νη κα­πι­τα­λι­στι­κή κρίση εδώ και μια οκτα­ε­τία, και η διαρ­κής άσκη­ση των μνη­μο­νια­κών πο­λι­τι­κών, έχουν επι­φέ­ρει στα­δια­κά την απο­δό­μη­ση της υπο­κει­με­νι­κό­τη­τας του ερ­γα­τι­κού κι­νή­μα­τος με τα αλ­λε­πάλ­λη­λα πλήγ­μα­τα που έχουν προ­κα­λέ­σει στην απα­σχό­λη­ση, στις απο­δο­χές, στα συν­δι­κα­λι­στι­κά δι­καιώ­μα­τα κλπ. Η τε­λευ­ταία μνη­μο­νια­κή με­τάλ­λα­ξη του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, που ήταν πο­λι­τι­κός απο­δέ­κτης των ερ­γα­τι­κών επι­διώ­ξε­ων, έχει επι­φέ­ρει το τε­λειω­τι­κό πλήγ­μα στον μι­σθω­τό ερ­γα­ζό­με­νο κόσμο.

Η ορατή μορφή αυτής της απο­δυ­νά­μω­σης της ερ­γα­τι­κής τα­ξι­κής υπο­κει­με­νι­κό­τη­τας απο­τυ­πώ­νε­ται στην πα­ντε­λή απο­διάρ­θρω­ση των ερ­γα­τι­κών συλ­λο­γι­κο­τή­των στην ιδιω­τι­κή κα­πι­τα­λι­στι­κή οι­κο­νο­μία με διά­φο­ρες μορ­φές: Με την υπερ­με­γέ­θη ανερ­γία που ου­σια­στι­κά πα­ρα­λύ­ει το ένα τρίτο της ερ­γα­τι­κής τάξης (άνερ­γοι + αδή­λω­τοι ερ­γα­ζό­με­νοι), και που θέτει αυτό το ερ­γα­τι­κό δυ­να­μι­κό ου­σια­στι­κά εκτός ενερ­γού συν­δι­κα­λι­στι­κού κι­νή­μα­τος. – Με την απορ­ρύθ­μι­ση των ερ­γα­σια­κών σχέ­σε­ων, την εκ πε­ρι­τρο­πής ερ­γα­σία, την απα­σχό­λη­ση ορι­σμέ­νου χρό­νου ή μειω­μέ­νης διάρ­κειας, που πα­ρε­μπο­δί­ζει την τα­ξι­κή συ­γκρό­τη­ση αυτού του ερ­γα­τι­κού τμή­μα­τος, που είναι και το πε­ρισ­σό­τε­ρο ευά­λω­το στον ερ­γο­δο­τι­κό δε­σπο­τι­σμό. Με την διά­λυ­ση, ή αδρα­νο­ποί­η­ση, ή ερ­γο­δο­τι­κή με­τάλ­λα­ξη σω­μα­τεί­ων της κα­πι­τα­λι­στι­κής πα­ρα­γω­γής, κλα­δι­κού ή επι­χει­ρη­σια­κού χα­ρα­κτή­ρα, εξ αι­τί­ας της πα­ρα­λυ­τι­κής επί­δρα­σης της ανερ­γί­ας και της ισχύ­ος του διευ­θυ­ντι­κού δι­καιώ­μα­τος του κε­φα­λαί­ου κλπ.

Η απο­διάρ­θρω­ση αυτή του ερ­γα­τι­κού συν­δι­κα­λι­στι­κού ιστού είναι μόνον μία πλευ­ρά της απο­ψί­λω­σης της ερ­γα­τι­κής τα­ξι­κής υπο­κει­με­νι­κό­τη­τας, εφό­σον οι συ­νέ­πειές της στο ιδε­ο­λο­γι­κό και πο­λι­τι­κό επί­πε­δο είναι κα­θο­ρι­στι­κές. Στο επί­πε­δο της ιδε­ο­λο­γί­ας έχουν υπο­χω­ρή­σει οι πο­λι­τι­κές που πε­ριε­λάμ­βα­ναν ως θε­με­λιώ­δη στα­θε­ρά την προ­α­γω­γή και ικα­νο­ποί­η­ση των άμε­σων συμ­φε­ρό­ντων και των επι­διώ­ξε­ων χει­ρα­φέ­τη­σης της ερ­γα­τι­κής τάξης, έχο­ντας δώσει τη θέση τους είτε στους μύ­θους του νε­ο­φι­λε­λευ­θε­ρι­σμού, είτε στην ανα­ζή­τη­ση προ­σω­πι­κών «διε­ξό­δων» στις δυ­σχε­ρέ­στα­τες συν­θή­κες επι­βί­ω­σης των μι­σθω­τών ερ­γα­ζο­μέ­νων. Στο πεδίο της πο­λι­τι­κής, και σ’ ό,τι αφορά το αρι­στε­ρό κί­νη­μα, η όποια χα­μη­λή συ­σπει­ρω­τι­κή δυ­να­μι­κή λίγη σχέση έχει πλέον σή­με­ρα με την δια­μόρ­φω­ση ορ­γα­νι­σμών δε­σμών αλ­λη­λε­πί­δρα­σης πο­λι­τι­κών υπο­κει­μέ­νων και μι­σθω­τής ερ­γα­σί­ας.

Ο πο­λι­τι­κός λόγος της Αρι­στε­ράς εκ­φω­νεί­ται σε με­γά­λο βαθμό μέσα σε «κοι­νω­νι­κό κενό», όπου γί­νε­ται μια ορι­σμέ­νη ανα­φο­ρά στα ερ­γα­τι­κά συμ­φέ­ρο­ντα, χωρίς να λει­τουρ­γούν ου­σια­στι­κές αντι­στοι­χή­σεις πο­λι­τι­κού και κοι­νω­νι­κού. Μ’ αυτή την έν­νοια αυτός ο αρι­στε­ρός πο­λι­τι­κός λόγος, ακόμη και αν έχει ρι­ζο­σπα­στι­κά και αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά δεν έχει «ει­δι­κό βάρος», εφό­σον δεν συ­νο­δεύ­ε­ται από μια αντί­στοι­χη κοι­νω­νι­κή κι­νη­μα­τι­κή δυ­να­μι­κή. Έτσι λ.χ. η πλή­ρης αφλο­γι­στία των μορ­φών του ερ­γα­τι­κού συν­δι­κα­λι­σμού απέ­να­ντι στην ψή­φι­ση των τριών νόμων – πυ­λώ­νων του τρί­του μνη­μο­νί­ου, στη διάρ­κεια του πε­ρα­σμέ­νου Μαΐου 2016, αφή­νει στο κενό την αντι­μνη­μο­νια­κή κρι­τι­κή των αρι­στε­ρών σχη­μα­τι­σμών, μια και δεν έχει ισχυ­ρό κοι­νω­νι­κό υπό­βα­θρο.

Από μια γε­νι­κή άποψη και στις ση­με­ρι­νές συν­θή­κες η Αρι­στε­ρά είτε επι­διώ­κει να «εκ­προ­σω­πή­σει» πο­λι­τι­κά (και κυ­ρί­ως εκλο­γι­κά) την ερ­γα­τι­κή τάξη, είτε να την «κα­θο­δη­γή­σει» σε μια εκ των προ­τέ­ρων δε­δο­μέ­νη πο­λι­τι­κή κα­τεύ­θυν­ση, είτε κάνει κατά και­ρούς λόγο για «λαϊκά ξε­σπά­σμα­τα», που ωστό­σο δεν εμ­φα­νί­ζο­νται από μόνα τους, που εφό­σον εκ­δη­λω­θούν θα δη­μιουρ­γή­σουν το πρό­σφο­ρο έδα­φος για την απο­τύ­πω­ση της ηγε­μο­νί­ας της. Σ’ όλες αυτές τις πε­ρι­πτώ­σεις η Αρι­στε­ρά κα­τα­γρά­φε­ται ως μια «εξω­τε­ρι­κό­τη­τα» σε σχέση με τη μι­σθω­τή ερ­γα­σία και ευ­ρύ­τε­ρα τις δυ­νά­μεις του λαϊ­κού συ­να­σπι­σμού. Μά­λι­στα σε συν­θή­κες όπως οι ση­με­ρι­νές όπου έχει απο­διαρ­θρω­θεί ο συλ­λο­γι­κός ιστός του ερ­γα­τι­κού συν­δι­κα­λι­σμού στην κα­πι­τα­λι­στι­κή οι­κο­νο­μία, τέ­τοιου εί­δους «εκ­κλή­σεις» πέ­φτουν στο κενό, είτε αγ­γί­ζουν εξαι­ρε­τι­κά πε­ριο­ρι­σμέ­να ερ­γα­τι­κά στρώ­μα­τα.

Η πο­λι­τι­κή και κυ­ρί­ως εκλο­γι­κή εκ­προ­σώ­πη­ση των ερ­γα­ζο­μέ­νων, ανέρ­γων, συ­ντα­ξιού­χων κατ’ αυτό τον τρόπο, έγινε μόνον μία φορά στην πρό­σφα­τη πε­ρί­ο­δο, αυτή που αφο­ρού­σε την άνοδο του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, όπου επεν­δύ­θη­καν λαϊ­κές αντι­μνη­μο­νια­κές προσ­δο­κί­ες, οι οποί­ες και στη συ­νέ­χεια ακυ­ρώ­θη­καν, χωρίς να έχουν δη­μιουρ­γη­θεί ούτε στο ελά­χι­στο ορ­γα­νι­κές σχέ­σεις με­τα­ξύ ερ­γα­τι­κής τάξης και ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, ο οποί­ος συ­νέ­χι­ζε να απο­τε­λεί πο­λι­τι­κό σχη­μα­τι­σμό όπου ηγε­μό­νευαν τα μι­κρο­α­στι­κά στρώ­μα­τα της δια­νοη­τι­κής ερ­γα­σί­ας (μη­χα­νι­κών, πα­νε­πι­στη­μια­κών, δι­κη­γό­ρων κλπ.). Απε­να­ντί­ας, στην προη­γού­με­νη ιστο­ρι­κή πε­ρί­πτω­ση, αυτήν της ελ­λη­νι­κής σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τί­ας, στο με­ταίχ­μιο του 1980, οι πλειο­ψη­φι­κές ερ­γα­τι­κές εκ­προ­σω­πή­σεις του ΠΑΣΟΚ αντι­στοι­χού­σαν σε ορ­γα­νι­κές σχέ­σεις με­τα­ξύ ερ­γο­στα­σια­κών σω­μα­τεί­ων, ομο­σπον­διών κοι­νής ωφέ­λειας κλπ. και του κι­νή­μα­τος.

Το απο­τέ­λε­σμα είναι ότι σή­με­ρα, μετά μια τε­τρα­ε­τία αδρα­νο­ποί­η­σης του ερ­γα­τι­κού κι­νή­μα­τος, αφού είχε εξα­ντλη­θεί η πα­νερ­γα­τι­κή απερ­για­κή δυ­να­μι­κή της πε­ριό­δου 2010 -12, η «πα­ρου­σία» της ερ­γα­τι­κής τάξης έχει αφα­νι­σθεί όχι μόνον από το πεδίο των συν­δι­κα­λι­στι­κών ανα­φο­ρών, αλλά και άλλα επί­πε­δα της κοι­νω­νι­κής ζωής και της ιδε­ο­λο­γί­ας. Το ερ­γα­τι­κό κί­νη­μα και ακόμη πε­ρισ­σό­τε­ρο η κοι­νω­νι­κή συλ­λο­γι­κό­τη­τα δεν αντι­προ­σω­πεύ­ει έστω μια πα­ρά­με­τρο των εξε­λί­ξε­ων στην ίδια τη σκέψη και συλ­λο­γι­στι­κή των λαϊ­κών τά­ξε­ων. Το ίδιο συμ­βαί­νει και στο πεδίο της καλ­λι­τε­χνι­κής δη­μιουρ­γί­ας, όπου ση­μα­ντι­κές, κατά τα άλλα, νε­ο­ελ­λη­νι­κές ται­νί­ες, ανα­τέ­μνουν πλευ­ρές της σύγ­χρο­νης πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, απο­φεύ­γο­ντας ωστό­σο την ανα­φο­ρά στο εκρη­κτι­κό τα­ξι­κό κοι­νω­νι­κό ζή­τη­μα. Π.χ. το «Αν» του Πα­πα­κα­λιά­τη για την σύ­γκρου­ση έρωτα και ρα­τσι­στι­κής κτη­νω­δί­ας, ο «Νο­τιάς» του Μπουλ­μέ­τη για την καλ­λι­τε­χνι­κή δη­μιουρ­γία, ο «Αστα­κός» του Λάν­θι­μου για την βα­θειά αντί­θε­ση ανά­με­σα στον αστι­κό οι­κο­γε­νεια­κό θεσμό και συμ­βα­τι­κό­τη­τα και στον έρωτα με­τα­ξύ των αν­θρώ­πων. Χρειά­ζε­ται να ανα­τρέ­χει κα­νείς σε κι­νη­μα­το­γρα­φι­κές ανα­φο­ρές του Κεν­Λό­ουτζ, ή σε σπά­νιες πε­ρι­πτώ­σεις προ­λε­τα­ρια­κών μυ­θι­στο­ρη­μά­των (όπως το πρό­σφα­το του Β. Τσι­ρά­κη για «Τα χρό­νια ανά­με­σα», Τόπος 2016). Στις λαϊ­κές συ­νει­δή­σεις κυ­ριαρ­χούν από κοι­νω­νι­κή άποψη κα­τη­γο­ρί­ες όπως οι ευ­ρω­παϊ­κοί θε­σμοί, η κυ­βέρ­νη­ση, οι επι­χει­ρη­μα­τί­ες κλπ., ενώ η πα­ρου­σία της ερ­γα­τι­κής συλ­λο­γι­κό­τη­τας είναι εξαι­ρε­τι­κά πε­ριο­ρι­σμέ­νη.

Η επα­νεμ­φά­νι­ση της ερ­γα­τι­κής τα­ξι­κής υπο­κει­με­νι­κό­τη­τας δεν μπο­ρεί παρά να είναι απο­τέ­λε­σμα της ίδιας της εξέ­λι­ξης της πάλης των τά­ξε­ων, με κυ­ρί­αρ­χο αντι­κεί­με­νο σή­με­ρα τα μέτρα των μνη­μο­νια­κών πο­λι­τι­κών και οι ολέ­θριες επι­πτώ­σεις της κα­πι­τα­λι­στι­κής κρί­σης. Βέ­βαια μια τέ­τοια ανά­τα­ξη στις τρέ­χου­σες συν­θή­κες είναι εξαι­ρε­τι­κά δυ­σχε­ρής, ιδιαί­τε­ρα στην ιδιω­τι­κή οι­κο­νο­μία, σε σχέση με τον δη­μό­σιο τομέα που δια­θέ­τει ευ­νοϊ­κό­τε­ρες προ­ϋ­πο­θέ­σεις (μο­νι­μό­τη­τα απα­σχό­λη­σης, λει­τουρ­γία συν­δι­κα­λι­στι­κών ελευ­θε­ριών, απου­σία ερ­γο­δο­τι­κού δε­σπο­τι­σμού κλπ.). Αυτή η δυ­σχέ­ρεια προ­έρ­χε­ται πλέον από την πα­ρα­λυ­τι­κή επί­δρα­ση της υπερ­με­γέ­θους ανερ­γί­ας και αδή­λω­της ερ­γα­σί­ας (περί το ένα τρίτο αθροι­στι­κά του συ­νο­λι­κού ερ­γα­τι­κού πλη­θυ­σμού), καθώς και από την ει­σο­δη­μα­τι­κή απο­ψί­λω­ση που έχει επι­βλη­θεί με τα συ­νε­χό­με­να μνη­μό­νια. Σε αντί­στοι­χες αντι­κει­με­νι­κές συν­θή­κες (λι­τό­τη­τα, ερ­γο­δο­τι­κή αυ­θαι­ρε­σία, νόμος 330 / 1976 κλπ.), η ερ­γα­τι­κή τάξη είχε αντι­δρά­σει με­τα­πο­λι­τευ­τι­κά κατά τρόπο ρη­ξι­κέ­λευ­θο, με το κί­νη­μα των επι­χει­ρη­σια­κών σω­μα­τεί­ων, γιατί η ανερ­γία βρί­σκο­νταν στα χα­μη­λά επί­πε­δα του 3% - 4%, δη­λα­δή ήταν απλά ανερ­γία «τρι­βής».

Κατά συ­νέ­πεια, η επα­να­θε­με­λί­ω­ση της ερ­γα­τι­κής τα­ξι­κής υπο­κει­με­νι­κό­τη­τας, και πέρα από τη συμ­βο­λή των πε­ριο­ρι­σμέ­νων και διά­σπαρ­των ρι­ζο­σπα­στι­κών συν­δι­κα­λι­στι­κών δυ­νά­με­ων (κι’ αυτών κυ­ρί­ως στο δη­μό­σιο τομέα εκ­παί­δευ­σης, αυ­το­διοί­κη­σης, νο­ση­λευ­τι­κού συ­στή­μα­τος), έχει ως προ­ϋ­πό­θε­ση την υπη­ρέ­τη­σή της από τις δυ­νά­μεις της Αρι­στε­ράς που κι­νού­νται στην τρο­χιά της επι­δί­ω­ξης της κα­θο­λι­κής λαϊ­κής χει­ρα­φέ­τη­σης. Χωρίς μια τέ­τοια υπο­στη­ρι­κτι­κή πα­ρέμ­βα­ση με στα­θε­ρά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά και κε­ντρι­κό χα­ρα­κτή­ρα, δύ­σκο­λα μπο­ρεί να δει κα­νείς πώς θα επα­νεμ­φα­νι­στεί η ερ­γα­τι­κή υπο­κει­με­νι­κό­τη­τα στο πο­λι­τι­κό προ­σκή­νιο. Το κρί­σι­μο ζή­τη­μα δεν είναι, ούτε να επι­χει­ρείς να «εκ­προ­σω­πή­σεις» εκλο­γι­κά τον ερ­γα­ζό­με­νο κόσμο, αφού έχει απο­διαρ­θρω­θεί ο συν­δι­κα­λι­στι­κός ιστός, ούτε προ­φα­νώς να «κα­θο­δη­γή­σεις» την κί­νη­ση της ερ­γα­τι­κής τάξης, τη στιγ­μή που άλ­λω­στε είναι σχε­τι­κά αδρα­νο­ποι­η­μέ­νη. Η προ­τε­ραιό­τη­τα του πο­λι­τι­κού υπο­κει­με­νι­σμού δεν συμ­βάλ­λει σε μια τέ­τοια δια­δι­κα­σία κοι­νω­νι­κής ανά­τα­ξης. Χρειά­ζε­ται αυτές οι αρι­στε­ρές ρι­ζο­σπα­στι­κές δυ­νά­μεις να θέ­σουν τον εαυτό τους στην υπη­ρε­σία ενός τέ­τοιου στό­χου, γιατί άλ­λω­στε δια­φο­ρε­τι­κά και αυτές θα πα­ρα­μεί­νουν ατρο­φι­κές.

Σε κάθε πε­ρί­πτω­ση, πώς μπο­ρεί να νο­ή­σει κα­νείς την οποια­δή­πο­τε κοι­νω­νι­κή αλ­λα­γή, που να μην εδρά­ζε­ται στην πα­ρου­σία και στον ενερ­γό ρόλο της τα­ξι­κής υπο­κει­με­νι­κό­τη­τας των ερ­γα­ζο­μέ­νων ; Στην αντί­θε­τη πε­ρί­πτω­ση αυτή θα κα­τα­λή­ξει, όπως και συμ­βαί­νει γε­νι­κό­τε­ρα, να απο­τε­λεί έναν δια­κη­ρυ­κτι­σμό, πο­λι­τι­κού ή ιδε­ο­λο­γι­κού χα­ρα­κτή­ρα, που δεν θα έχει καμία απο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα. Οι πο­λι­τι­κοί σχη­μα­τι­σμοί της Αρι­στε­ράς, ιδιαί­τε­ρα στην ση­με­ρι­νή πε­ρί­ο­δο, δεν υπάρ­χουν για να ανα­πα­ρά­γουν ή να υπη­ρε­τή­σουν τον εαυτό τους, αλλά για να τον θέ­σουν στην υπη­ρε­σία αυτής της ερ­γα­τι­κής συλ­λο­γι­κής ανα­σύ­ντα­ξης. Και βέ­βαια σε μια τέ­τοια πε­ρί­πτω­ση δεν μπο­ρούν να τί­θε­νται προ­κα­θο­ρι­σμέ­να πλαί­σια και κα­τευ­θύν­σεις, που εφό­σον επι­χει­ρεί­ται να επι­βλη­θούν, πε­ριο­ρί­ζουν ση­μα­ντι­κά το εύρος και την απο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα.

Σε κάθε πε­ρί­πτω­ση, μετά την μνη­μο­νια­κή με­τάλ­λα­ξη του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ και την με­τα­τό­πι­σή του στο πεδίο της νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρης κε­ντρο­α­ρι­στε­ράς, η πο­λι­τι­κή εμ­βέ­λεια της Αρι­στε­ράς έχει επα­νέλ­θει στο επί δε­κα­ε­τί­ες ιστο­ρι­κό της επί­πε­δο του 10% πε­ρί­που (ΚΚΕ, Λαϊκή Ενό­τη­τα, Ανταρ­σύα, Πλεύ­ση Ελευ­θε­ρί­ας). Αυτό ση­μαί­νει ότι οποια­δή­πο­τε προ­ώ­θη­ση του αρι­στε­ρού κι­νή­μα­τος στην κα­τεύ­θυν­ση της ρι­ζο­σπα­στι­κής αντι­μνη­μο­νια­κής πο­λι­τι­κής, δεν μπο­ρεί να γίνει με μο­νο­διά­στα­τους όρους πο­λι­τι­κού «υπο­κει­με­νι­σμού»: Εκ­φώ­νη­σης ενός πο­λι­τι­κού λόγου, και ανα­μο­νής λαϊ­κής συ­σπεί­ρω­σης στη βάση αυτού του λόγου, ακόμη και αν έχει αυ­θε­ντι­κά αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά. Η αλ­λα­γή του συ­σχε­τι­σμού των δυ­νά­με­ων και η διεύ­ρυν­ση της εμ­βέ­λειας της όποιας μορ­φής της υπάρ­χου­σας Αρι­στε­ράς, δεν μπο­ρεί να γίνει παρά με την ανά­δει­ξη στο προ­σκή­νιο του ερ­γα­τι­κού κοι­νω­νι­κού πα­ρά­γο­ντα. Αυτό ακρι­βώς συ­νέ­βη στο διά­στη­μα με­τα­ξύ Οκτω­βρί­ου 2009 και Ια­νουα­ρί­ου 2015, όπου το πα­νελ­λα­δι­κό απερ­για­κό κί­νη­μα καθώς και εκεί­νο των πλα­τειών, κα­τέ­στη­σε τον ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ αξιω­μα­τι­κή αντι­πο­λί­τευ­ση και τε­λι­κά τον εκτό­ξευ­σε στην πο­λι­τι­κή δια­κυ­βέρ­νη­ση της χώρας. Γι’ αυτό ακρι­βώς καμιά απο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα και προ­ο­πτι­κή δεν μπο­ρεί να υπάρ­ξει στη δια­πά­λη της ελ­λη­νι­κής Αρι­στε­ράς με τις μνη­μο­νια­κές ρυθ­μί­σεις, τις συ­νέ­πειες της κρί­σης υπερ­συσ­σώ­ρευ­σης και τις ευ­ρω­παϊ­κές υπα­γο­ρεύ­σεις, αν δεν δια­με­σο­λα­βη­θεί από την ανα­σύ­στα­ση της ερ­γα­τι­κής τα­ξι­κής υπο­κει­με­νι­κό­τη­τας. Και επει­δή αυτό δεν μπο­ρεί να γίνει σή­με­ρα μόνον με τις ρι­ζο­σπα­στι­κές ερ­γα­τι­κές δυ­νά­μεις που έχουν απο­μεί­νει, μέσα σε συν­θή­κες υπερ­με­γέ­θους ανερ­γί­ας και αδή­λω­της ερ­γα­σί­ας, και διά­ψευ­σης των λαϊ­κών προσ­δο­κιών από το κυ­βερ­νη­τι­κό εγ­χεί­ρη­μα του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, τότε η πρω­ταρ­χι­κή προ­τε­ραιό­τη­τα για την κάθε μορ­φής αρι­στε­ρή υπο­κει­με­νι­κό­τη­τα είναι να θέσει τον εαυτό της στην υπη­ρε­σία της ανα­συ­γκρό­τη­σης του ερ­γα­τι­κού λαϊ­κού πα­ρά­γο­ντα. Δια­φο­ρε­τι­κά η θέση των αρι­στε­ρών δυ­νά­με­ων στο σύ­νο­λό τους, και με τις ποι­κι­λό­μορ­φες δια­φο­ρο­ποι­ή­σεις τους, θα πα­ρα­μεί­νει στο πε­ρι­θώ­ριο, εκεί που την ωθεί η δι­πο­λι­κή αντι­πα­ρά­θε­ση νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρης κε­ντρο­α­ρι­στε­ράς και νε­ο­συ­ντη­ρη­τι­κής κε­ντρο­δε­ξιάς.

Πηγή : rproject

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου