Γ. Δελαστίκ |
Καθημερινή, 22 Οκτωβρίου 2022
Θα έπρεπε να έχει γραφτεί από την περασμένη Πέμπτη αυτό το κείμενο, αλλά τα χέρια ήταν βαριά. Μπερδεύονται τα πλήκτρα, θολώνει η οθόνη όταν καλείσαι να μιλήσεις για την αμετάκλητη απώλεια ενός ανθρώπου με τον οποίο μοιράστηκες χαρές, λύπες, όνειρα και προσπάθειες για τρεις δεκαετίες.
Ο Γιώργος Δελαστίκ εκπροσωπούσε μια σπάνια δημοσιογραφική ράτσα. Όποιος έμπαινε στο γραφείο του, αισθανόταν ότι όπου να’ ναι θα πέσουν να τον πλακώσουν οι ντάνες με τη FAZ, τη Le Monde, την El Pais, τη La Repubblica, τον Guardian κι άλλες εφημερίδες, γραμμένες στις καμιά δεκαριά, και βάλε, γλώσσες που μιλούσε. Στο σπίτι του Γιώργου και της Ελένης, τα βιβλία- πολιτικά, ιστορικά και οικονομικά δοκίμια, ταξιδιωτικοί οδηγοί και χάρτες, λεξικά, λογοτεχνία, μαζί με τον αγαπημένο των παιδικών του χρόνων Αστερίξ και το γαλατικό χωριό του- γέμιζαν τοίχους, διαδρόμους, ράφια και πατάρια.
Με την ευρυμάθεια, το πολιτικό του δαιμόνιο και την ποιότητα της γραφίδας του, ξεχώρισε όπου κι αν δούλεψε- σε αριστερές εφημερίδες γνώμης, όπως ο Ριζοσπάστης, η Πρώτη και το ΠΡΙΝ ή σε αστικά μέσα μεγάλης επιρροής, όπως η Καθημερινή και το Έθνος, το MEGA και ο ΑΝΤ1. Κέρδισε τον σεβασμό και την εκτίμηση ανθρώπων που δεν συμμερίζονταν την πολιτική του οπτική, αλλά είχαν πάντα να κερδίσουν, σε γνώση και απόλαυση, από τα γραπτά του. Όσοι ευτύχησαν να τον γνωρίσουν στη Σωκράτους κι ύστερα στο Φάληρο, έχουν να λένε για την έμφυτη ευγένεια και τη γενναιοδωρία του, ιδιαίτερα απέναντι στους νεώτερους συναδέλφους. Κάποιοι δεν θα βρισκόμαστε εδώ που είμαστε σήμερα χωρίς το διαβατήριο των καλών του συστάσεων και δίχως τις διακριτικές συμβουλές του.
Παιδί λαϊκής οικογένειας, που κατάφερε με πολύ μόχθο να ξεπεράσει τους ταξικούς φραγμούς και να πετάξει πάνω από τις γειτονιές του κόσμου, ο Γιώργος ήταν μέσα στα νερά του σε οποιοδήποτε κοινωνικό περιβάλλον. Τη μια μέρα μπορεί να έτρωγε με ένα- δυο φίλους στο σουβλατζίδικο του Φίλιππα, Γ’ Σεπτεμβρίου και Καποδιστρίου, την άλλη να βρισκόταν σε ένα εστιατόριο του Στρασβούργου ή των Βρυξελλών, στο ίδιο τραπέζι με έναν ομότεχνό του, ανταποκριτή βρετανικής εφημερίδας, ονόματι Μπόρις Τζόνσον.
Για όσους τον γνωρίσαμε πιο βαθιά, ο Γιώργος Δελαστίκ ήταν το αρχέτυπο του πιστού ανθρώπου. Πιστός στον έρωτα της ζωής του, πιστός στους φίλους του, πιστός στους πνευματικούς του γονείς, τα επαναστατικά όνειρα της νιότης του. Το «Αχ, που΄σαι νιότη που΄δειχνες πως θα γινόμουν άλλος» δεν γράφτηκε για ανθρώπους της δικής του πάστας. Άτομα με το ένα δέκατο των προσόντων του κατάφεραν να εξαργυρώσουν το παρελθόν τους σε χρήμα και εξουσία. Ο Γιώργος προτίμησε να πληρώσει το τίμημα των επιλογών του. Δεν απέκτησε ποτέ ΙΧ, έμενε στο νοίκι, στον Περισσό, έστειλε την Άννα- Λίζα και τον Έκτορα σε δημόσια σχολεία και τους καμάρωσε να τελειώνουν την Ιατρική και το Μετσόβειο. Χάρη σ’ εκείνο το σκληρό μέταλλο που είχε μέσα του, κατάφερε να φτιάξει μια άτυπη, αλλά πολύ παραγωγική σχολή νεώτερων, αριστερών δημοσιογράφων που κουβαλάνε κάτι από τις αξίες και το ήθος του. Δεν είναι τυχαίο που, λες και είμαστε συντονισμένοι από κάποια αόρατη δύναμη, η πρώτη λέξη που μας ήρθε αβίαστα, στα social media, μετά το «αντίο», ήταν το «δάσκαλε».
Πολιτικοί και συνάδελφοι που τον γνώρισαν, αποχαιρέτισαν αυτές τις μέρες τον εξαιρετικό γραφιά και διανοούμενο. Ο κόσμος της ριζοσπαστικής Αριστεράς, έναν ακριβό σύντροφο. Οι φίλοι του, πενθούμε για έναν θάνατο μέσα στην οικογένεια. Την αποδεκατισμένη, γεμάτη καβγάδες (αλλά υπάρχει οικογένεια χωρίς καβγάδες;) φαμίλια εκείνων που, αν δεν κατάφεραν να αλλάξουν τον κόσμο κατά πως το φαντάζονταν, πάντως δεν εννοούν να αφήσουν αυτόν τον κόσμο να τους κάνει σαν τα μούτρα του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου