Μαρξιστικό Δελτίο

Το Μαρξιστικό Δελτίο έχει σκοπό να διαδώσει την επαναστατική θεωρία και να παρουσιάσει τον διάλογο των επαναστατικών ιδεών * Από τους κλασσικούς μέχρι τους σύγχρονους επαναστάτες διανοούμενους και αγωνιστές * Τίποτα το ανθρώπινο δεν μου είναι ξένο (Κ. Μαρξ) * thanasis.ane@gmail.com * Τα άρθρα δεν εκφράζουν και την ιστοσελίδα *

Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2019

Ο Λούκατς Για Τον Φασισμό Και Τη Φασιστικοποίηση

Χρήστος Κεφαλής*
 
Το πολύπλευρο έργο του Γκέοργκ Λούκατς περιλαμβάνει σειρά αναλύσεων για τον φασισμό αλλά και για την προπαρασκευή του από τις κυρίαρχες τάξεις. Ενα ζωτικό μέρος τους θα βρεθεί στις «Θέσεις του Μπλουμ», τις οποίες ο Λούκατς παρουσίασε στα 1928 ως μια εναλλακτική πλατφόρμα για το Κ.Κ. της Ουγγαρίας απέναντι στις σεκταριστικές σταλινικές κατευθύνσεις της περιόδου.



Οι «Θέσεις του Μπλουμ» (από το τότε κομματικό ψευδώνυμο του Λούκατς) απορρίφθηκαν ομόφωνα ως «ρεβιζιονιστικές» από το Κ.Κ. της Ουγγαρίας και την Κομιντέρν. Δεν παύουν όμως να είναι ένα σημαντικό κείμενο με διεισδυτικές ενοράσεις όχι μόνο στις τότε εξελίξεις, αλλά και στις μακροχρόνιες τάσεις του καπιταλισμού.

Με αφορμή την πρόσφατη έκδοση των κείμενων του Λούκατς της δεκαετίας του 1920, μαζί και των «Θέσεων»(1), θα αναφερθούμε στις εξαιρετικά επίκαιρες αυτές επεξεργασίες του, ιδιαίτερα σε σύνδεση με τη θεμελιώδη προβληματική του της φασιστικοποίησης, η οποία θίγει τον πυρήνα ανάλογων διαδικασιών στις δυτικές καπιταλιστικές κοινωνίες των ημερών μας.
Τρότσκι, Γκράμσι και Λούκατς: μαρξιστικές αναλύσεις του φασισμού απέναντι στη σταλινική πολιτική

Οι «Θέσεις του Μπλουμ» αποτελούν ένα από τα βασικά μαρξιστικά κείμενα για τον φασισμό στην περίοδο του Μεσοπολέμου. Ως τέτοιες συγκρίνονται ευνοϊκά με τις αναλύσεις των Τρότσκι και Γκράμσι, περιλαμβάνοντας τόσο μια έμμεση κριτική των σταλινικών πολιτικών όσο και μια θετική προσέγγιση των καθηκόντων του αντιφασιστικού αγώνα.

Η σταλινική πολιτική της περιόδου βασιζόταν σε μια λαθεμένη εκτίμηση της κατάστασης, σύμφωνα με την οποία η οξυνόμενη καπιταλιστική κρίση και η παγκόσμια ύφεση του 1929 έθετε άμεσα στην ημερήσια διάταξη τη σοσιαλιστική επανάσταση. Σε αυτό το πλαίσιο το 6ο Συνέδριο της Κομιντέρν (1928) διατύπωσε τη σεκταριστική γραμμή «τάξη ενάντια σε τάξη», αναγορεύοντας σε «κύριο κίνδυνο» τη σοσιαλδημοκρατία ως το εμπόδιο που συγκρατούσε τις μάζες από την επανάσταση.

Αυτές οι εξωπραγματικές εκτιμήσεις παγιώθηκαν στο γνωστό σχήμα του σοσιαλφασισμού, την εξίσωση του φασισμού και της σοσιαλδημοκρατίας, διατυπωμένη ήδη στα 1924 από τον ίδιο τον Στάλιν. Στην πράξη, στα χρόνια της ανόδου του Χίτλερ, οδήγησαν σε επιλογές όπως η άρνηση του ενιαίου μετώπου, η αποχώρηση από τα υπάρχοντα συνδικάτα κ.ο.κ., καταδικάζοντας το Κ.Κ. Γερμανίας στην απομόνωση και τη συντριβή.

Στα κείμενά του για τη γερμανική κρίση του 1929-33 ο Τρότσκι κριτίκαρε με οξυδέρκεια τα λάθη της σταλινικής πολιτικής. Εδειξε ότι το Κ.Κ. Γερμανίας ήταν αντιμέτωπο με βασικά αμυντικά καθήκοντα σε μια συγκυρία που όχι μόνο δεν ήταν επαναστατική, αλλά ευνοούσε την άνοδο του φασισμού. Επαναφέροντας τις επεξεργασίες των πρώτων συνεδρίων της Κομιντέρν για το ενιαίο μέτωπο, υπογράμμισε ότι αυτό δεν έπρεπε να αφορά μόνο τη βάση, αλλά και την ηγεσία της σοσιαλδημοκρατίας.

Η άρνησή του και η τελεσιγραφική απαίτηση για εκ των προτέρων αποδοχή της κομμουνιστικής ηγεσίας από τις μάζες δεν ήταν παρά η άλλη όψη της γραφειοκρατικής δειλίας απέναντι στον Χίτλερ και της αδυναμίας των σταλινικών αρχηγών να κατακτήσουν την εμπιστοσύνη των μαζών. Ανάλογη ήταν η προσέγγιση των καθηκόντων του αντιφασιστικού αγώνα από τον Γκράμσι, αν και χωρίς αναφορά στον σταλινισμό, καθώς η δική του ανάλυση, διατυπωμένη στα 1926 στις «Θέσεις της Λιόν», προηγήθηκε χρονικά.

Οι «Θέσεις του Μπλουμ» ακολουθούν την ίδια κατεύθυνση. Ο Λού­κατς υπογραμμίζει εκεί τον αρνητικό συσχετισμό δυνάμεων, συνδέοντάς τον με την αποσύνθεση του οργανωμένου συνδικαλιστικού κινήματος που είχε προωθήσει η σοσιαλδημοκρατική γραφειοκρατία και ότι μόνο ένα ευρύ μαζικό κίνημα θα μπορούσε να τον αναστρέψει. Αν και η ανάλυσή του αναφέρεται στην Ουγγαρία εντοπίζει τάσεις που λίγο-πολύ κυριαρχούσαν σε όλη την καπιταλιστικά αναπτυγμένη δυτική Ευρώπη: «Η πλειοψηφία της ουγγρικής εργατικής δύναμης είναι σήμερα αποδιοργανωμένη. Ο αγώνας ενάντια στον φασισμό μπορεί να είναι επιτυχής μόνο αν μπορέσει να φέρει… τις αποδιοργανωμένες μάζες πίσω στις οργανώσεις της ταξικής πάλης».

Σε αυτή τη βάση απορρίπτει ρητά τα δύο κύρια γνωρίσματα της σταλι­νικής πολιτικής, την άρνηση του αγώνα για τα δημοκρατικά δικαιώματα και τη διά­σπαση των συνδικάτων: «Οι εργάτες πρέπει να αναλάβουν δράση ενάντια στον μηδενισμό στο ζήτημα της αστικής δημοκρατίας… ο αγώνας πρέπει να δώσει έμφαση στην πρακτική σπουδαιότητα όλων των δημοκρατικών ελευθε­ριών… δεν επιτρέπεται κατά κανένα τρόπο να εργαζόμαστε για τη διάσπαση των συνδικάτων»(2).

Φασιστικοποίηση: η προετοιμασία του 
 φασισμού

Μια κομβική πλευρά της σταλινικής πολιτικής ήταν η εξίσωση της αστικής δημοκρατίας και του φασισμού, συνοψισμένη στο σύνθημα «Ο φασισμός είναι ήδη εδώ» και ότι ο Χίτλερ δεν θα έφερνε κάτι νέο ή θα άνοιγε μάλιστα τον δρόμο στους κομμουνιστές.

Ο Τρότσκι επέκρινε έντονα αυτή τη λογική. Εδειξε ότι η ουσία του φασισμού ήταν η καταστροφή των εργατικών οργανώσεων και ότι η εξίσωση της κατάστασης πριν από τη μάχη και μετά τη νίκη του Χίτλερ ισοδυναμούσε με αναγνώριση της φασιστικής νίκης ως αναπόφευκτης. Ταυτόχρονα όμως ο Τρότσκι ανέλυσε τις αντιδραστικές μεταλλαγές που συντελούνταν στο πλαίσιο της αστικής δημοκρατίας, όπως η στροφή των κυρίαρχων τάξεων στον αυταρχισμό, τα καταναγκαστικά διατάγματα κ.ο.κ., που προετοίμαζαν την παράδοση της εξουσίας στους ναζί. Αναφερόμενος στις ασταθείς κυβερνήσεις των Μπρίνινγκ, φον Πάπεν και Σλάιχερ, που προηγήθηκαν της ανόδου του Χίτλερ στην εξουσία, τις χαρακτήρισε ως μια ενδιάμεση, βοναπαρτιστική φάση ανάμεσα στον ομαλό κοινοβουλευτισμό και τον φασισμό.

Στις «Θέσεις του Μπλουμ» ο Λούκατς επιχειρεί παρόμοια να αναδείξει τις συνθήκες και τα αίτια της φασιστικής εκτροπής, η οποία δεν εμφανίζεται ως κεραυνός εν αιθρία, αλλά προπαρασκευάζεται από μοριακές, «ποσοτικές» αλλαγές στο αστικό σύστημα. Για τον λόγο αυτό επεκτείνει την παραπάνω ανάλυση στο κοινωνικό και οικονομικό πεδίο. Εδώ φέρνει μια αντιπαράθεση ανάμεσα στην κατάσταση στις ΗΠΑ, όπου ο καπιταλισμός είχε αρκετά περιθώρια ελιγμών χάρη «στο μέγεθος και τη γρήγορη αύξηση των υπερκερδών», και σε εκείνη στις χώρες της Ευρώπης, όπου «η βάση μιας τέτοιας ανάπτυξης είναι πολύ στενή»(3). Αυτή η διαφορά καθόριζε τη στροφή των κυρίαρχων τάξεων σε μια βαθμιαία αναίρεση βασικών δημοκρατικών δικαιωμάτων, όπως η απεργία και η συνένωση, η ελευθερία του Τύπου κ.λπ., που ο Λούκατς ορίζει ως φασιστικοποίηση.

Ο Λούκατς αντιλαμβάνεται τη φασιστικοποίηση ως μια διαδικασία εν τω γίγνεσθαι με τελική κατάληξη τη φασιστική εκτροπή· αναφέρεται π.χ. στην «προετοιμασία των βάσεων της φασιστικοποίησης», τη «φασιστικοποίηση που πλησιάζει»­. Ενώ η φασιστικοποίηση προωθείται σε όλους τους τομείς, εντοπίζει ως κομβικό κρίκο της την απόσπαση της σοσιαλδημοκρατικής ηγεσίας των συνδικάτων από την εργατική βάση, που διασφαλίζει την επιβολή των κατευθύνσεών της στο ερ­γατικό κίνημα, ωθώντας σε απολιτικοποίηση και αποδιοργάνωση πλατιά λαϊκά στρώματα. Αυτός είναι ταυτόχρονα ο αδύναμος κρίκος της φασιστικοποίησης, το σημείο όπου μπορεί να σπάσει, αν η διαδικασία αντιστραφεί. ­Σε αυτή τη σύνδεση ο Λούκατς αποτιμά τους αυθόρμητους, ασυντόνιστους εργατικούς αγώνες ως μια ενστικτώδη αντίδραση στη φασιστικοποίηση και συζητά τις αντι­φάσεις στη θέση της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας που θα επιστρέψουν το πλά­τεμά τους σε ένα ισχυρό αντιφασιστικό κίνημα και τη διάλυση της επιρροής του ρεφορμισμού(4).

Ο Λούκατς υπογραμμίζει τους παράγοντες που ενίσχυαν τις αντιδραστικές τάσεις, ιδιαίτερα τη σταθεροποίηση του καπιταλισμού στα 1924-28 και υποκείμενές της διαδικασίες όπως η ορθολογικοποίηση, η εντατικοποίηση της εργασίας κ.ο.κ., αλλά και οι χειραγωγητικές δυνατότητες που παρέχουν τα μέσα ενημέρωσης. Εδώ διακρίνει δύο τύπους φασιστικοποίησης, τον ιταλικό, που προχωρά με τον ερχομό στο προσκήνιο των παρακρατικών φασιστικών ομάδων, και τον αγγλογαλλικό, όπου οι ίδιες διαδικασίες προωθούνται χωρίς να αναιρείται άμεσα η τυπική αστική δημοκρατία(5). Αν και αστοχεί σε συγκεκριμένες προβλέψεις του -για παράδειγμα ότι η εξέλιξη στην Ουγγαρία θα ακολουθούσε τον αγγλογαλλικό τύπο, οδηγώντας μακροχρόνια σε μια επίθεση ενός συνασπισμού Αγγλίας, Γαλλίας και κεντροευρωπαϊκών χωρών ενάντια στην ΕΣΣΔ- και αγνοεί τις συνέπειες της καπιταλιστικής κρίσης που θα ξεσπούσε ένα χρόνο μετά, δεν παύει να συλλαμβάνει σωστά τις γενικές κατευθύνσεις της ανάπτυξης.

Το τελικό του συμπέρασμα υποδεικνύει τη δυνατότητα μιας φασιστικής ανόδου στην Ευρώπη: «Οι συνθήκες στην Ευρώπη πρέπει να είναι πιο ασταθείς από τις αμερικάνικες, και συνεπώς καμιά αστική τάξη δεν θα εγκατα­λείψει εντελώς την πιθανότητα του “κλασικού” (ιταλικού) τύπου του φασισμού: θα διατηρήσει επίσης ανοικτή αυτή τη δυνατότητα για την περίπτωση μιας έντασης του ταξικού αγώνα, ενός διαχωρισμού των μαζών από την αστική τάξη»(6).
Ο αντιφασιστικός αγώνας χθες και σήμερα

Ο Λούκατς δεν περιορίζεται σε μια ανάλυση του φασισμού και της προετοιμασίας του από τις κυρίαρχες τάξεις. Επιχειρεί επίσης να αποσαφηνίσει τους όρους μιας αποτελεσματικής απάντησης από τη μεριά του κομμουνιστικού κινήματος. Εδώ εντοπίζει πρώτα και κύρια τον κίνδυνο του σεκταρισμού ως τον παράγοντα που μπορεί να υψώσει «από τα μέσα» ένα αξεπέραστο εμπόδιο στον αντιφασιστικό αγώνα:

«Ο πιο επιτακτικός κίνδυνος στο ουγγρικό εργατικό κίνημα συνδέεται με αυτό: τον κατατεμαχισμό σε μικρές, μερικές φορές τύπου σέκτας οργανώσεις, που δεν έχουν συνδέσεις μεταξύ τους. Αυτός ο κατατεμαχισμός μπορεί να επιφέρει απολιτικοποίηση και, όπως κάθε απολιτικοποίηση, να συνδεθεί με μια ιδεολογική προσέγγιση στον φασισμό»(7).

Η υπέρβαση του σεκταρισμού προϋποθέτει ασφαλώς τη συνένωση του κινήματος πάνω σε μια σωστή επαναστατική και αντιφασιστική στρατηγική. Σε αυτή τη σύνδεση ο Λούκατς επαναφέρει την αντίληψη του Λένιν για τη «δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς».

Υποστηρίζει δηλαδή ότι η κινητοποίηση ενάντια στον φασισμό δεν θα γινόταν άμεσα κάτω από τη σημαία της σοσιαλιστικής επανάστασης ούτε θα οδηγούσε εξαρχής στην κατάκτηση της εξουσίας από την εργατική τάξη, αλλά σε μια κατάσταση αντίστοιχη εκείνης στη Ρωσία μετά την ανατροπή του τσαρισμού τον Φεβρουάριο του 1917 ως το μεταβατικό πλαίσιο ενός παραπέρα αγώνα για τη μετατροπή της δημοκρατικής επανάστασης σε σοσιαλιστική:

«Η δημοκρατική δικτα­τορία είναι έτσι, ακόμα και αν δεν πάει στο άμεσο, συγκεκριμένο περιεχόμενό της πέρα από την αστική κοινωνία, μια μορφή διαλεκτικής μετάβασης προς την προλεταριακή επανάσταση – ή την αντεπανάσταση. Το να παραμείνει κανείς στη δημο­κρατική δικτατορία, νοημένη ως μια σταθερά τοποθετημένη, “συνταγματικά παγιω­μένη” περίοδο της ανάπτυξης θα σήμαινε αναγκαία τη νίκη της αντεπανάστασης»(8). ­

Αυτή η στρατηγική προβληματική υποκινήθηκε ασφαλώς από τις ιδιαίτερες συνθήκες της Ουγγαρίας, όπου μετά τη συντριβή της σοβιετικής επανάστασης το 1920 είχε επιβληθεί ένα καθεστώς μισο-δικτατορίας, χωρίς καθολικό δικαίωμα ψήφου και με το κομμουνιστικό κόμμα παράνομο και υπό συνεχείς διώξεις. Οπωσδήποτε όμως ο Λούκατς διαβλέπει εδώ σωστά τη λογική της εξέλιξης, η οποία παρουσιάστηκε σε όλες λίγο-πολύ τις μετέπειτα επαναστάσεις.

Η τελική έκβασή τους κρίθηκε από το αν υπήρχε μια ηγεσία αποφασισμένη και ικανή να εκπληρώσει το πέρασμα από τα δημοκρατικά στα σοσιαλιστικά καθήκοντα κατακτώντας την εξουσία (τυπικά παραδείγματα παρέχουν η Γιουγκοσλαβία και αργότερα η Κίνα και η Κούβα) ή αν η ηγεσία παραιτήθηκε από αυτή την προοπτική (όπως ήταν ο κανόνας με τις σταλινικές ηγεσίες, πιο χαρακτηριστικά στην Ελλάδα με τη γραμμή του Λίβανου και της Βάρκιζας).

Ο ίδιος ο Λούκατς αργότερα συνόψισε σε αυτό το πνεύμα το νόημα των «Θέσεων του Μπλουμ» ως μια «δράση… οπισθοφυλα­κής εναντίον του σεκταρισμού της “Τρίτης Περιόδου”, ο οποίος υποστήριζε ότι η δημοκρατία και ο φασισμός ήταν δίδυμα αδέλφια… Αναβιώνοντας και προσαρ­μόζοντας το σύνθημα του Λένιν του 1905 -η δημοκρατική δικτατορία των εργατών και των αγροτών- προσπάθησα να βρω μια διαφυγή από τη γραμμή του 6ου Συνε­δρίου της Κομιντέρν, μέσω της οποίας θα μπορούσα να φέρω το Ουγγρικό Κόμμα σε μια πιο ρεαλιστική πολιτική. Η περίοδος 1945-48 στην Ουγγαρία ήταν η συγκεκριμένη πραγματοποίηση της δημο­κρατικής δικτατορίας των εργατών και των αγροτών που υποστήριζα το 1929»(9).

Οι αναλύσεις του Λούκατς για τον φασισμό δεν περιορίζονται σε αυτές τις επεξεργασίες. Περιλαμβάνουν επίσης μια συστηματική πραγμάτευση, ιδιαίτερα στην Καταστροφή του Λογικού, της ιδεολογικής προπαρασκευής του φασισμού, με την άνοδο του ανορθολογικού ρεύματος στο εσωτερικό της αστικής ιδεολογίας μετά την αντισοσιαλιστική στροφή της αστικής τάξης και τις ανακατατάξεις που αυτή σηματοδότησε, καθώς και μια ανάλυση των πιο σύγχρονων, εκλεπτυσμένων μορφών χειραγώγησης της αμερικανικής εποχής σε μεταπολεμικά έργα του. Αναδεικνύοντας αυτές τις συνδέσεις αλλά και τον καταστροφικό ρόλο του σταλινισμού, ο Λούκατς προσδιόρισε το κεντρικό καθήκον του κομμουνιστικού κινήματος στην εποχή μας ως «ένα διμέτωπο αγώνα ενάντια στον αμερικανισμό και στο σταλινισμό»(10). Η ίδια η Ιστορία κατέδειξε τη διορατικότητα των θέσεών του.

*Μέλος της Σ.Ε. της «Μαρξιστικής Σκέψης»
Σημειώσεις
1. Γκ. Λούκατς, «Θέσεις του Μπλουμ», στο «Κείμενα της Δεκαετίας του 1920», εκδόσεις Τόπος, Αθήνα 2019, σελ. 325-381.
2. Γκ. Λούκατς, ό.π., σελ. 365, 355, 362, 367 κ.λπ.
3. Στο ίδιο, σελ. 360.
4. Στο ίδιο, σελ. 343, 364, 365 κ.λπ.
5. Βλέπε στο ίδιο, σελ. 358-359.
6. Στο ίδιο, σελ. 360.
7. Στο ίδιο, σελ. 346.
8. Στο ίδιο, σελ. 356.
9. Γκ. Λούκατς, Record of a Life, An Autobiographical Sketch, Verso Editions, Λονδίνο 1983, σελ. 178.
10. Γκ. Λούκατς, «Ο σοσιαλισμός σαν φάση ριζικής κριτικής ανάπλασης», στο «Μαρξισμός και Σταλινισμός», εκδ. Γράμματα, Αθήνα 1978, σελ. 205.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου