Γιάννης Ταμτάκος |
Ο Γιάννης Ταμτάκος ήταν αγωνιστής αρχικά του τροτσκισμού και μετέπειτα του αναρχισμού που έζησε και δραστηριοποιήθηκε στην Ελλάδα. Για την δράση του διώχτηκε τόσο από το κράτος όσο και από τους σταλινικούς. Ήταν ο τελευταίος επιζών ηγέτης της μεγάλης απεργίας του 1936 στη Θεσσαλονίκη.
Γεννήθηκε το 1908 στις Φώκιες. Πρόσφυγας από τη Μικρά Ασία το 1914, επέστρεψε το 1914 στην πόλη που γεννήθηκε για να την αφήσει οριστικά το 1922. Από 6 ετών άρχισε να εργάζεται πουλώντας κουλούρια και ως λούστρος. Το 1918 – 1919, σε ηλικία 11 ετών, συμμετείχε για πρώτη φορά σε μια εργατική συγκέντρωση για την Εργατική Πρωτομαγιά στη συνοικία της Eυαγγελίστριας της Θεσσαλονίκης. Πλησιάστηκε από τους υποστηρικτές του αρχειομαρξισμού το 1924.
Πήρε μέρος σ’ όλους τους εργατικούς αγώνες της Θεσσαλονίκης, ως τσαγκάρης με την ιδιότητα του εκλεγμένου συμβούλου (1926-1927) και σαν γραμματέας του σωματείου των υποδηματεργατών Θεσσαλονίκης (1928-1929), ενώ αργότερα δραστηριοποιήθηκε μέσα από το σωματείο των ανέργων. Το 1931, όντας στην πρώτη γραμμή μιας διαδήλωσης ανέργων στην πλατεία Συντριβανίου της Θεσσαλονίκης, δέχτηκε την επίθεση μιας ομάδας χωροφυλάκων με επικεφαλής τον ανιψιό του Αστυνομικού Διευθυντή, που τον πυροβόλησε στο μάγουλο και του έκοψε τη γλώσσα. Χάρη στις επανειλημμένες χειρουργικές επεμβάσεις δεν έχασε τη φωνή του.
Το 1936, μετά τη βίαιη κατάπνιξη της εργατικής εξέγερσης, καταδικάστηκε ερήμην από το Κακουργιοδικείο Έδεσσας μαζί με 52 εργάτες ως ένας από τους υποκινητές της απεργίας στην Θεσσαλονίκη το Μάιο του 1936. Έμεινε στην εξορία και στη φυλακή, βάσει του ιδιώνυμου, από το 1937 έως το 1942. Φεύγοντας, η κυβέρνηση Τσουδερού τους άφησε εξόριστους στην Γαύδο και τους παρέδωσε στους Γερμανούς. Πολλοί από τους συνεξόριστους και συγκρατούμενούς του στη Γαύδο εκτελέστηκαν στην Καισαριανή και στο Νεζερό της Λαμίας – ανάμεσά τους και ο πρώην γραμματέας του ΚΚΕ και μετέπειτα επικεφαλής της τροτσκιστικής τάσης Παντελής Πουλιόπουλος. Ο Ταμτάκος γλύτωσε την εκτέλεση, μετά από απόδραση από το Τμήμα Μεταγωγών Πειραιά ενώ στη συνέχεια βγήκε στην παρανομία.
Αναγνωρίζοντας τον εαυτό του σαν επαναστάτη σοσιαλιστή, δεν πήρε μέρος στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο γιατί θεωρούσε το κίνημα του ΕΑΜ σαν εξάρτημα του επιτελείου της Μέσης Ανατολής, για την απελευθέρωση της ελληνικής αστικής τάξης. Το 1942 γνώρισε τον Κορνήλιο Καστοριάδη και υιοθέτησε τις απόψεις που ο δεύτερος είχε εκφράσει σχετικά με τη γραφειοκρατικοποίηση των Κομμουνιστικών Κομμάτων. Με βάση τις θέσεις αυτές, το 1947 απομακρύνεται οριστικά από τον τροτσκισμό. Μαζί με τους συντρόφους του Άγι Στίνα, Δημοσθένη Βουρσούκη, Μακρή, Κρόκο, Καστοριάδη και άλλους, πίστευε στις αρχές του ντεφαιτισμού και του επαναστατικού διεθνισμού προτάσσοντας μια αυτόνομη, αυτοδιαχειριζόμενη κοινωνία και διακηρύσσοντας την συναδέλφωση των εμπόλεμων στρατιωτών. Για τη στάση τους αυτή, ο Ταμτάκος και οι σύντροφοί του, καταδιώχθηκαν από τους Γερμανούς, τους Χίτες και τους σταλινικούς. Δεν ήταν λίγες οι φορές που ξέφυγε από τη δολοφονική δράση της Ο.Π.Λ.Α ενώ την περίοδο των εκκαθαρίσεων κυκλοφορούσε με διάφορες ταυτότητες και ψευδώνυμα.
Το 1951 φεύγει με πρόσκληση να εργαστεί ως μετανάστης στην Αυστραλία, όπου δούλεψε στο εργοστάσιο της General Motors. Στη Θεσσαλονίκη επέστρεψε το 1966 όπου έζησε την υπόλοιπη ζωή του.
Από τη δεκαετία του 1980 συνδέθηκε ιδεολογικά και πολιτικά με τον αντιεξουσιαστικό χώρο της Θεσσαλονίκης. Συμμετείχε, παρά την προχωρημένη ηλικία του, σε όλες τις εκδηλώσεις του εργατικού κινήματος της πόλης.
Πέθανε στις 4 Ιανουαρίου 2008, λίγες μέρες πριν κλείσει τα 100 του χρόνια και κηδεύτηκε την επόμενη μέρα στο νεκροταφείο της Μαλακοπής.
Πηγή : sinialo
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου