Μαρξιστικό Δελτίο

Το Μαρξιστικό Δελτίο έχει σκοπό να διαδώσει την επαναστατική θεωρία και να παρουσιάσει τον διάλογο των επαναστατικών ιδεών * Από τους κλασσικούς μέχρι τους σύγχρονους επαναστάτες διανοούμενους και αγωνιστές * Τίποτα το ανθρώπινο δεν μου είναι ξένο (Κ. Μαρξ) * thanasis.ane@gmail.com * Τα άρθρα δεν εκφράζουν και την ιστοσελίδα *

Τετάρτη 23 Μαρτίου 2016

ΣΥΝΔΙΚΑΤΑ ΚΑΙ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΗ ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΑ

  Ζέττα Μελαμπιανάκη 
Παντελής Αυθίνος

Το τελευταίο διάστημα, μετά την επιτυχίας της Γενικής Απεργίας της 4/2, αλλά και μπροστά στη μάχη του ασφαλιστικού, έχει έρθει με ιδιαίτερη ένταση στο προσκήνιο η συζήτηση για τα συνδικάτα και το ρόλο τους. Η συζήτηση αυτή, πολλές φορές παίρνει τη μορφή της αντιπαράθεσης για την αναγκαιότητα όχι μόνο πολιτικού, αλλά και όπου είναι δυνατόν οργανωτικού διαχωρισμού από τις συνδικαλιστικές ηγεσίες των ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ με χωριστές απεργιακές συγκεντρώσεις. Η αντιπαράθεση αυτή πήρε έντονο χαρακτήρα μέσα στην Αντικαπιταλιστική Αριστερά, όταν στις 4/2, ένα τμήμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ αλλά και ένα τμήμα των Παρεμβάσεων-Κινήσεων –Συσπειρώσεων συμμετείχαν και στη συγκέντρωση που κάλεσαν οι ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ στην Κλαυθμώνος.

Ο λεγόμενος «χωροταξικός» διαχωρισμός, αν δηλαδή στις Γενικές Απεργίες κάνουμε χωριστή συγκέντρωση ή όχι, αν διαδηλώνουμε στην Κλαυθμώνος ή στο Μουσείο στην Αθήνα και στο Άγαλμα Βενιζέλου ή στην Καμάρα στη Θεσσαλονίκη (αλλού συνήθως δεν υπάρχει λόγω μικρών δυνάμεων της αντικαπιταλιστικής αριστεράς) είναι παλιά συζήτηση. Η άποψη της ανεξάρτητης ταξικής συγκέντρωσης (που συνήθως πάει μαζί με το ανεξάρτητο κέντρο αγώνα) πάει πολύ πίσω στο χρόνο.

Μια ιστορική αναδρομή

Η πρώτη υλοποίηση της «ανεξάρτητης συγκέντρωσης και πορείας» έγινε στην απεργία στις 10 Δεκέμβρη του 2008, όταν η ΓΣΕΕ ακύρωσε τη διαδήλωση φοβούμενη το ξέσπασμα της οργής για τη δολοφονία του Α. Γρηγορόπουλου. Η Αντικαπιταλιστική Αριστερά ανέλαβε τότε την πραγματοποίηση της απεργιακής διαδήλωσης ξεκινώντας από το Μουσείο με τεράστια επιτυχία.

Στις Πρωτομαγιές από το 2008 και μετά οι συγκεντρώσεις είναι χωριστές, εφόσον οι ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ-ΕΚΑ «γιορτάζουν» με συναυλίες στην Κλαυθμώνος και η Αντικαπιταλιστική Αριστερά και τα Πρωτοβάθμια Σωματεία καλούν σε διαδήλωση από το Πεδίο του Άρεως.

Η πρώτη απεργιακή συγκέντρωση στην οποία πραγματοποιείται ο διαχωρισμός είναι στην εποχή των μνημονίων στις11 Μαρτίου του 2010. Μέχρι τότε, το Μουσείο είχε λειτουργήσει ως προσυγκέντρωση- σε επαφή με τη συγκέντρωση του Πεδίου του Άρεως.

Για την ιστορία, στη σύσκεψη Πρωτοβάθμιων Σωματείων Δημόσιου και Ιδιωτικού τομέα στις 9 Μάρτη 2010, το βασικό επίδικο είναι το στήσιμο ξεχωριστής μικροφωνικής στο Μουσείο (και άρα απόπειρα ξεχωριστής συγκέντρωσης) καθώς επίσης και η εξασφάλιση δέσμευσης ότι θα υπάρχει ενιαίο μπλοκ των Πρωτοβάθμιων Σωματείων στη διαδήλωση της 11 Μάρτη. Εμφανίζονται δύο τάσεις. Η μια είναι με τη λογική του διακριτού μπλοκ και διακριτής χωριστής συγκέντρωσης και η άλλη με τη λογική της προσυγκέντρωσης και κοινής διαδήλωσης με τα υπόλοιπα συνδικάτα και τις Ομοσπονδίες. Η συνάντηση δεν καταλήγει σε ενιαία στάση των Πρωτοβάθμιων Σωματείων. Στις 11 Μάρτη 2010 στήνεται μικροφωνική από το ΣΜΤ στο Μουσείο, όμως, ο κόσμος είναι πολύς και πρακτικά ενοποιείται το Μουσείο και το Πεδίο του Άρεως. Στο Μουσείο υπάρχουν πολλά σωματεία που δεν έχουν σχέση με το Συντονισμό. Στην έναρξη της διαδήλωσης, όταν τα πανό από το πεδίο του Άρεως στρίβουν από την Ιουλιανού για να βρεθεί η ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ επικεφαλής της διαδήλωσης, το πανό του Συντονισμού μαζί με το πανό της ΟΛΜΕ και της ΔΟΕ και κάποια Πρωτοβάθμια, κατεβαίνουν στην Γ Σεπτεμβρίου και μπαίνουν στο μπλοκ της ΓΣΕΕ. Οι υπόλοιποι δεν ακολουθούν και στη συνέχεια, το εναπομείναν κομμάτι του Μουσείου δέχεται επίθεση από την αστυνομία η οποία επιχειρεί να το παρεμποδίσει για να διασφαλίσει ότι η ΓΣΕΕ θα βρεθεί το κεφάλι της διαδήλωσης. Στο σημείο εκείνο την επίθεση δέχτηκαν πολλά σωματεία άσχετα με το συντονισμό (σωματείο Τυφλών). Ο Συντονισμός των Πρωτοβάθμιων Σωματείων δεν αντιμετωπίζει με ενιαίο τρόπο την κατάσταση που δημιουργήθηκε.

Παρά τις υπάρχουσες διαφωνίες όμως, οι απεργιακές κινητοποιήσεις που ακολούθησαν, ήταν αποτέλεσμα τόσο της αγανάκτησης του κόσμου όσο και της οργανωμένης δουλειάς των δυνάμεων της αντικαπιταλιστικής αριστεράς. Η συγκρότηση και η έντονη δραστηριότητα του Συντονισμού των Πρωτοβάθμιων Σωματείων Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα,η οργανωμένη προσπάθεια που έγινε μέσα στους κλάδους όπου έχουν δύναμη οι Παρεμβάσεις –Κινήσεις-Συσπειρώσεις έφερνε πολλές απεργιακές αποφάσεις πιέζοντας τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία. Η Γενική Απεργία στις 5 του Μάη 2010, ήταν σταθμός για το εργατικό κίνημα στην Ελλάδα. Ακολούθησε μια σειρά απόγενικές απεργίες, το κίνημα των πλατειών, ο καυτός Οκτώβριος του 2011, οι καταλήψεις δημόσιων χώρων, το ξέσπασμα τον Φλεβάρη του 2012.

Μέχρι το Φλεβάρη του 2012, το κίνημα είναι σε ανοδική πορεία και πρακτικά «ενώνει» τις χωριστές συγκεντρώσεις και τις χωριστές πλατείες. Μετά τις εκλογές του 2012, η εικόνα των χρόνων της κυβέρνησης Σαμαρά είναι διαφορετική. Διαδοχικοί κλάδοι προσπαθούν να βγουν σε απεργίες με στόχο να σπάσουν στους χώρους τους την πολιτική της κυβέρνησης και της Τρόικας χωρίς να υπάρχει γενίκευση. Οι ΟΤΑ το Δεκέμβρη του 2012 επιστρατεύονται. Οι ναυτεργάτες καθώς και οι εργαζόμενοι στο Μετρό το ίδιο, αφού τους αφήνουν μόνους οι συνδικαλιστικές ηγεσίες των υπόλοιπων κλάδων των συγκοινωνιών. Οι καθηγητές, στις γενικές συνελεύσεις τον Μάιο του 2013, αποφασίζουν απεργία την περίοδο των πανελλαδικών εξετάσεων κόντρα στην επιστράτευση, αλλά, στο Δ.Σ. της ΟΛΜΕ (και στην ΕΕ της ΑΔΕΔΥ), η ΠΑΣΚΕ, η ΔΑΚΕ, το ΠΑΜΕ και η Αυτόνομη Παρέμβαση αποφασίζουν ότι δεν υπάρχουν προϋποθέσεις για πραγματοποίηση της απεργίας. Η ΕΡΤ τελικά σπάει την τρομοκρατία και αχρηστεύει το όπλο των επιστρατεύσεων με την κατάληψη που κράτησε πέντε μήνες και κλόνισε την τρικομματική κυβέρνηση υποχρεώνοντας τη ΔΗΜΑΡ να αποχωρήσει. Η ΕΡΤ έμεινε όμως μόνη της αφού οι ηγεσίες της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ δεν γενίκευσαν τον αγώνα με Γενική Απεργία και χάθηκε έτσι η ευκαιρία να ανατραπεί η κυβέρνηση Σαμαρά. Μόνη της έμεινε και η απεργία διαρκείας των Διοικητικών των Πανεπιστημίων ενάντια στις διαθεσιμότητες-απολύσεις που ξεκίνησε το φθινόπωρο του 2013, παρά τις δυνατότητες και την εσωτερική δυναμική της.

Η εμπειρία των διαρκών ξεπουλημάτων της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, ξανανοίγει τη συζήτηση για τα συνδικάτα και το ρόλο τους, με όρους “διαχωρισμού”. Η επανέναρξη της συζήτησης συμπίπτει με την πτώση του κινήματος και την αδρανοποίηση του Συντονισμού των Πρωτοβάθμιων Σωματείων (η αιτία της αδρανοποίησης είναι αντικείμενο ιδιαίτερης ανάλυσης).

Το καλοκαίρι του 2014, οι κινητοποιήσεις των εκπαιδευτικών σε διαθεσιμότητα, και το εκπληκτικό κύμα ανυπακοής στην αξιολόγηση του Μητσοτάκη σε όλο στο Δημόσιο αναγκάζει την ΕΕ της ΑΔΕΔΥ να καλύπτει διαρκώς με αποφάσεις την κινητοποίηση, να πραγματοποιεί συνελεύσεις Σωματείων και Ομοσπονδιών, να στηρίζει συνελεύσεις σε χώρους δουλειάς, τροφοδοτώντας και επεκτείνοντας το κίνημα. Η υποχώρηση της κυβέρνησης στη αξιολόγηση στο Δημόσιο και η νίκη που επιτυγχάνεται αυξάνει το κύρος της ΑΔΕΔΥ στους εργαζόμενους και τη διαφοροποιεί από τη ΓΣΕΕ. Όμως καιη ΑΔΕΔΥ, παρά τη στήριξη που δίνει σε κινήματα, κινητοποιήσεις και διωκόμενους αγωνιστές σε καμιά περίπτωση δεν ήταν δυνατόν να μετατραπεί σε βραχίονα ανάκαμψης του εργατικού κινήματος.

Η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση ρίχνει τις ηγεσίες των συνδικάτων σε «χειμερία νάρκη». Από αυτήν, ξυπνάει η ηγεσία της ΓΣΕΕ τον Ιούλη του 2015 για να πάρει θέση για «ΝΑΙ» στο δημοψήφισμα, ξεσηκώνοντας κύματα δίκαιης αγανάκτησης και οργής. Η στάση της «εμπλουτίζει» τα επιχειρήματα της άποψης για διαχωρισμό από την YES-EE (ΓΣΕΕ) και τη δημιουργία Ανεξάρτητου Κέντρου Αγώνα. Μάλιστα αυτός ο στόχος, τίθεται από ορισμένα στελέχη της Αντικαπιταλιστικής Αριστεράς ως προϋπόθεση για την ανάκαμψη του εργατικού κινήματος και την οργάνωση νικηφόρων αγώνων. Για να εξετάσουμε αν αυτός ο ισχυρισμός ευσταθεί θα πρέπει να εξετάσουμε σε βάθος την φύση της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας

Η αντιφατική εικόνα

της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας


Η ύπαρξη και η δράση της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας (δηλαδή του ιδιαίτερου εκείνου στρώματος της ηγεσίας των συνδικάτων) παρουσιάζει πολλά και αντιφατικά χαρακτηριστικά. Η ηγεσία της Δ.Ο.Ε. το 2006 ήταν επικεφαλής μιας απεργίας διαρκείας έξη εβδομάδων αλλά δεν έγινε η ΔΟΕ το «επαναστατικό» συνδικάτο. Η ηγεσία της ΠΟΕ-ΟΤΑ έχει ηγηθεί πολλές φορές σε απεργίες διαρκείας, πήρε θέση για «ΟΧΙ» στο δημοψήφισμα της 5/7/2015 αλλά ταυτόχρονα αρνείται να γράψει πλήρη μέλη της τους συμβασιούχους. Η ηγεσία της ΟΛΜΕ έχει οργανώσει πολλές απεργίες διαρκείας επίσης αλλά αυτό δεν την εμπόδισε να ξεπουλήσει την κρίσιμη στιγμή την σημαντική απεργία στις εξετάσεις την άνοιξη του 2013. Η ηγεσία της Γ.Σ.Ε.Ε. είναι ίσως η χειρότερη όλων. Η ηγεσία της ΑΔΕΔΥ όμως κάποιες φορές πιέζεται περισσότερο από τους συσχετισμούς στο κίνημα. Τι συμβαίνει τελικά με τα Συνδικάτα και τις ηγεσίες τους;

Με το να μιλήσει κανείς απλά για «πολιτικές σκοπιμότητες» και «κομματικά παιχνίδια» στο εσωτερικό της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας που εκφράζονται με αυτές τις διαφοροποιήσεις, ή το να κάνει απλοϊκές καταγγελίες για «πουλημένους εργατοπατέρες» τους οποίους αρκεί να «ξεσκεπάσει» στα μάτια της εργατικής βάσης για να«καθαρίσει» μαζί τους, δεν προσφέρει ουσιαστικές απαντήσεις στα βασικά ερωτήματα που είναι:

Γιατί οι γραφειοκρατικές συνδικαλιστικές ηγεσίες εξακολουθούν να ασκούν επιρροή μέσα στο εργατικό κίνημα; Γιατί είναι απαραίτητη η δική τους απόφαση ώστε να υπάρξει οποιαδήποτε εργατική κινητοποίηση;

Οι απαντήσεις βρίσκονται στην κατανόηση της φύσης των συνδικάτων και της κατάστασης της συνείδησης και της αυτοπεποίθησης τους εργατικού κινήματος.

Τα συνδικάτα

και ο συνδικαλιστικός αγώνας


Για τους κλασικούς του μαρξισμού τα συνδικάτα και ο συνδικαλιστικός αγώνας αποτελούν τον τρόπο οργάνωσης και δράσης της εργατικής τάξης σαν κυριαρχούμενη τάξη μέσα στον καπιταλισμό.

Για τον Λένιν «…το μόνο που πετυχαίνουν τα συνδικάτα είναι να εκπαιδεύουν τους πωλητές της εργατικής δύναμης να πουλούν το «εμπόρευμα» τους με ποιο επωφελείς όρους και να παλεύουν με τους αγοραστές στο πεδίο μιας καθαρά οικονομικής πράξης.» (από το «Τι να κάνουμε»).

Η Λούξεμπουργκ έχει μια παρόμοια ανάλυση: «Ο συνδικαλιστικός αγώνας περιλαμβάνει τα τωρινά συμφέροντα, ο σοσιαλδημοκρατικός αγώνας τα μελλοντικά συμφέροντα του εργατικού κινήματος… Ο κοινοβουλευτικός αγώνας, ταίρι και συμπλήρωμα του συνδικαλιστικού, είναι ακριβώς όπως και αυτός, ένας αγώνας αποκλειστικά μέσα στα πλαίσια της αστικής κοινωνικής τάξης πραγμάτων… ο συνδικαλιστικός αγώνας είναι μια δουλειά οικονομικής μεταρρύθμισης.» (από το «Μαζική απεργία, κόμμα, συνδικάτα»)

Αυτός που έδωσε όμως την πιο ολοκληρωμένη ανάλυση για την γέννηση και την κυριαρχία της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας μέσα στο εργατικό κίνημα είναι ο Γκράμσι: «Τα ομοιοεπαγγελματικά συνδικάτα, τα εργατικά κέντρα, οι βιομηχανικές ομοσπονδίες και η Γενική Συνομοσπονδία Εργασίας αποτελούν τους ειδικούς τύπους προλεταριακής οργάνωσης για την ιστορική εκείνη περίοδο που κυρίαρχος είναι το κεφάλαιο… οι εργάτες… έχουν προσλάβει από τα έξω ή έχουν δημιουργήσει μέσα στους κόλπους τους ένα έμπιστο διοικητικό προσωπικό, ειδικευμένο σ’ αυτού του είδους τους χειρισμούς, κατάλληλο να κυριαρχεί στις συνθήκες της αγοράς και ικανό να συνομολογεί συμβάσεις, να αξιολογεί επιχειρησιακούς κινδύνους και να εισάγει χρήσιμες οικονομικά αναλύσεις. Η ουσιαστική φύση του συνδικάτου, είναι ανταγωνιστική, δεν είναι κομμουνιστική. Ωστόσο αυτό μπορεί να προσφέρει στο προλεταριάτο έμπειρους γραφειοκράτες και τεχνικούς εμπειρογνώμονες για τα βιομηχανικά ζητήματα γενικού χαρακτήρα, αλλά δεν μπορεί να αποτελέσει την βάση της προλεταριακής εξουσίας» («Συνδικάτα και Συμβούλια» από «Τα Εργοστασιακά Συμβούλια» εκδόσεις Στοχαστής).

«Η εκλογή των συνδικαλιστών δεν γίνεται ποτέ με κριτήριο την βιομηχανική ικανότητα τους, αλλά με μοναδικό κριτήριο την νομική γραφειοκρατική, και δημαγωγική ικανότητα τους. Και όσο περισσότερο οι οργανώσεις μεγάλωναν σε μέγεθος, όσο περισσότερο συχνή ήταν η παρέμβασή τους στην ταξική πάλη και όσο περισσότερο πλατειά και βαθιά ήταν η δράση τους, άλλο τόσο πιο αναγκαίο έγινε να μετατραπεί το καθοδηγητικό λειτούργημα σε καθαρά διοικητικό και λογιστικό και άλλο τόσο η τεχνική βιομηχανική ικανότητα έγινε μη-αξία και απόκτησε την υπεροχή η γραφειοκρατική και εμπορική ικανότητα. Συγκροτήθηκε έτσι μια πραγματική και ξεχωριστή κάστα υπαλλήλων και δημοσιογράφων συνδικαλιστών, με μια ψυχολογία κάστας που είναι σε απόλυτη αντίθεση με την ψυχολογία των εργατών, κάστα που κατέληξε να πάρει σε σύγκριση με την εργατική μάζα, την ίδια θέση που έχει η κυβερνητική γραφειοκρατία σε σχέση με το κοινοβουλευτικό κράτος: Είναι η γραφειοκρατία που βασιλεύει και κυβερνά.» («Τα Συνδικάτα και η Δικτατορία» από «Τα Εργοστασιακά Συμβούλια» εκδόσεις Στοχαστής)

Αυτό που καθορίζει την γραφειοκρατία είναι η τήρηση της «βιομηχανικής νομιμότητας», δηλαδή την τήρηση των κανόνων που επιβάλλει το συνδικάτο πάνω στον καπιταλιστή στις σχέσεις του με τους εργάτες και η οποία, σύμφωνα με τον Γκράμσι, αποτελεί κατάκτηση του κινήματος, αφού αντικαθιστά την ασύδοτη εργοδοτική αυθαιρεσία. Όμως η τήρηση αυτής της νομιμότητας «είναι πάντα σε εξάρτηση από την εμπιστοσύνη που έχει ο επιχειρηματίας στην φερεγγυότητα του συνδικάτου… και την ικανότητα του να πετυχαίνει τον σεβασμό από μέρους των εργατικών μαζών στις συμβατικές τους υποχρεώσεις… Το συνδικάτο είναι υπεύθυνο απέναντι στους βιομηχάνους…. Το συνδικάτο χάρη στον γραφειοκρατικό του χαρακτήρα τείνει να μην αφήσει να ξεσπάσει η ταξική πάλη.» («Συνδικάτα και Συμβούλια» από «Τα Εργοστασιακά Συμβούλια» εκδόσεις Στοχαστής)

Συνεπώς για τους κλασικούς του μαρξισμού, η γέννηση και η κυριαρχία της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας παράγεται από την ίδια την φύση των συνδικαλιστικών οργανώσεων, από την κατάσταση της εργατικής τάξης μέσα στον καπιταλισμό, μέσα στην μη επαναστατική καθημερινότητα της σαν κυριαρχούμενη τάξη. Δεν αποτελεί έναν παράγοντα που εισάγεται «από τα έξω», από την άρχουσα τάξη, και η επιρροή του δεν στηρίζεται σε ένα μικρό στρώμα καλοπληρωμένων εργατών ξεκομμένων από την εργατική μάζα, αλλά έχει ρίζες στην κατάσταση της μεγάλης πλειοψηφίας της τάξης. Γι’ αυτό και δεν μπορούμε να απαλλαγούμε από αυτήν, καταγγέλλοντας την απλά σαν ένα «εργατοπατερικό» στρώμα, ξένο προς την μεγάλη πλειοψηφία των εργαζομένων.

Ο ρόλος των συνδικάτων είναι να υπερασπίσουν τα εργατικά συμφέροντα στα πλαίσια των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, να βελτιώσουν τους όρους εκμετάλλευσης και όχι να καταργήσουν την εκμετάλλευση. Εκεί έχει τις ρίζες της η ύπαρξη της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, δημιουργείται ένας καταμερισμός εργασίας ανάμεσα στην πλειοψηφία των εργαζομένων και τους συνδικαλιστές ηγέτες, που εγκαθίστανται στα γραφεία και ασχολούνται με διαρκείς διαπραγματεύσεις. Αυτή η λειτουργία τους απομακρύνει από τους υπόλοιπους εργάτες, από την εργασιακή καθημερινότητα και τους μετακινεί σε ένα κοινωνικά ασφαλέστερο περιβάλλον, ανάμεσα στους εργάτες και τους καπιταλιστές, διαμορφώνοντας ένα στρώμα μεσαζόντων. Πολλές φορές, η κοινωνική άνοδος φτάνει μέχρι του σημείου να ενσωματωθεί αυτό το στρώμα στην καπιταλιστική διαχείριση, μέσα από τις διαδικασίες της συνδιαχείρισης των επιχειρήσεων. Ακόμα όμως και αν δεν γίνει αυτό, το εισόδημα και η εργασία του δεν εξαρτώνται πια από τα ανεβοκατεβάσματα της καπιταλιστικής παραγωγής, αλλά από την διαιώνιση της θέσης του σαν μεσάζοντας ανάμεσα στους εργάτες και τους καπιταλιστές.

Αυτό όμως έχει και μια άλλη πλευρά. Αν οι γραφειοκράτες περάσουν απόλυτα με την πλευρά της άρχουσας τάξης, τότε χάνουν τελείως την εμπιστοσύνη των εργατών και άρα το προνόμιο της εργατικής εκπροσώπησης, που αποτελεί την κοινωνική τους δύναμη. Άρα η συνδικαλιστική γραφειοκρατία είναι υποχρεωμένη να δουλεύει για την διατήρηση των συνδικαλιστικών οργανώσεων. Οι γραφειοκράτες, επιπλέον δέχονται συνεχείς πιέσεις από την εργατική βάση των συνδικάτων. Οι πιέσεις αυτές προκαλούν διασπάσεις στην γραφειοκρατία οι οποίες είναι δυνατόν να αξιοποιηθούν, για να υπονομευτεί ο έλεγχός της πάνω στις εργατικές οργανώσεις. Πολλές φορές όταν οι πιέσεις της εργατικής βάσης γίνουν ισχυρές, υποχρεώνουν τους γραφειοκράτες να εγκαταλείψουν την ασφάλεια των γραφείων τους και να προχωρήσουν σε κινητοποιήσεις. Και αυτές οι κινητοποιήσεις «από τα πάνω» είναι η μεγάλη ευκαιρία κάθε φορά, να οργανωθεί η κίνηση της τάξης «από τα κάτω», από τους αγωνιστές της βάσης και να αμφισβητηθεί στην πράξη ο γραφειοκρατικός έλεγχος.

Όσο περισσότερες νίκες σημειώνει η εργατική τάξη, μέσα στους αγώνες, τόσο αυξάνεται η αυτοπεποίθηση της, τόσο αυξάνονται οι εμπειρίες αυτοοργάνωσης της βάσης, τόσο δυναμώνει και η συνδικαλιστική οργάνωση. Αποδεικνύεται έτσι, ότι πραγματικά τα συνδικάτα, αποτελούν τα απαραίτητα για το προλεταριάτο όργανα ταξικής πάλης στα πλαίσια της καπιταλιστικής καθημερινότητας.

Σε «κανονικές συνθήκες» η εργατική τάξη δεν χαρακτηρίζεται από καμιά ομοιογένεια. Συνυπάρχουν μέσα στα συνδικάτα –και στην ηγεσία τους ακόμα και εθνικιστικές και ρατσιστικές και θρησκευτικές αντιλήψεις. Γιατί τα συνδικάτα ενώνουν –ή θα πρέπει να ενώνουν το σύνολο της τάξης για τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων της –και όχι μόνο την πρωτοπορία. Η δύναμή των συνδικάτων είναι η μαζικότητα και η δυνατότητα να κινήσουν το σύνολο της τάξης. Γι αυτό αποτελούν και την πρωταρχική μορφή ενιαίου μετώπου.

Σε περιόδους επαναστατικής κατάστασης, η μεγάλη πλειοψηφία της εργατικής τάξης θα συνδικαλιστεί, αφού όλο και περισσότερες εργατικές μάζες που προηγούμενα κρατούσαν παθητική στάση, θα συμμετέχουν στον αγώνα και θα ενδιαφέρονται για την πολιτική. Όμως δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι τα συνδικάτα θα αποτελέσουν τον ηγετικό πυρήνα των νέων οργάνων της μαζικής επαναστατικής δράσης. Αντίθετα σε επαναστατικές καταστάσεις, η ιστορική εμπειρία έχει δείξει ότι τα εργοστασιακά συμβούλια και τα σοβιέτ θα αποτελέσουν τα νέα όργανα επαναστατικής δράσης των μαζών.

Αυτό βέβαια, σε καμία περίπτωση δεν μειώνει την σημασία της δουλειάς που πρέπει να κάνουν οι επαναστάτες μαρξιστές μέσα στα συνδικάτα. Γιατί οι επαναστατικές συνθήκες δεν εμφανίζονται από τον ουρανό αλλά είναι αποτέλεσμα και προϊόν της ταξικής πάλης.

Η αποχή από τα συνδικάτα είναι λανθασμένη. Είτε προβάλλεται σαν εναλλακτική πρόταση για την «υπέρβαση» των πραγματικών συνδικαλιστικών αγώνων με συμβολικές δράσεις της πρωτοπορίας, είτε ως δημιουργία «κόκκινων επαναστατικών συνδικάτων». Και είναι λαθεμένη γιατί αυτή η γραφειοκρατία, όσο πουλημένη κι αν είναι έχει δυνατότητα να βάζει σε κίνηση τα κομμάτια της εργατικής τάξης. Αν αγνοήσει κανένας αυτή την πραγματικότητα, δεν μπορεί να ερμηνεύσει γιατί όταν η εργατική τάξη αρχίζει να κινείται «φουσκώνουν» οι «επίσημες» συγκεντρώσεις των συνδικάτων.

Στην δράση τους μέσα στα συνδικάτα οι αγωνιστές της Αντικαπιταλιστικής Αριστεράς πρέπει να παίρνουν υπόψη τους τα εξής:

Α) Η βασική αντίθεση μέσα στον καπιταλισμό είναι πάντα ανάμεσα στο προλεταριάτο και την αστική τάξη.

Β) Μια επιπλέον σημαντική αντίθεση είναι αυτή ανάμεσα στην βάση των συνδικάτων και την συνδικαλιστική γραφειοκρατία, που πολλές φορές εμφανίζεται έντονα όταν οξύνεται η ταξική πάλη. Μια τρίτη αντίθεση που μπορεί να αξιοποιηθεί είναι ανάμεσα σε διαφορετικές πτέρυγες της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, εξ’ αιτίας της διπλής πίεσης που δέχεται από τους καπιταλιστές και τους εργάτες.

Γ) Οι επαναστάτες μαρξιστές είναι, σύμφωνα με την Λούξεμπουργκ, οι πιο συνεπείς αγωνιστές για την κατάκτηση μεταρρυθμίσεων. Οι ρεφορμιστές υποστηρίζουν τις μεταρρυθμίσεις, μόνο όμως στις περιόδους άνθησης του καπιταλισμού. Σε περιόδους κρίσης αντίθετα, είναι διατεθειμένοι να προχωρήσουν και σε εγκατάλειψη προηγούμενων κατακτήσεων. Οι επαναστάτες μαρξιστές παλεύουν πάντα για κατακτήσεις, ανεξάρτητα από την κατάσταση του καπιταλισμού και την διάθεση των καπιταλιστών να ικανοποιήσουν τα αιτήματα, γιατί έχουν σαν στόχο την ανατροπή του συστήματος.

Δ) Αυτό που δένει τα μερικά αιτήματα με την προοπτική της επανάστασης, είναι η πολιτική γενίκευση και η πολιτικοποίηση των αγώνων, η σύνδεση των μερικών αιτημάτων με την γενική κατάσταση και την πορεία του καπιταλισμού, η προβολή των σοσιαλιστικών ιδεών και το κέρδισμα των πρωτοποριών που παράγουν αυτοί οι αγώνες στις ιδέες της επανάστασης.

Ε) Είναι βασικό κομμάτι της δουλειάς στα συνδικάτα ο αγώνας για την ανεξαρτησία τους από το κράτος και την εργοδοσία. Βασικό κομμάτι δουλειάς είναι επίσης ο αγώνας για δημοκρατία στα συνδικάτα, με έμφαση στις διαδικασίες βάσης, και τον περιορισμό της δύναμης και των αρμοδιοτήτων της γραφειοκρατίας. Η αύξηση της δύναμης της εργατικής βάσης σημαίνει πάλη για εσωτερική δημοκρατία, προτάσεις που θα υποσκάπτουν την παντοδυναμία της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, όπως συχνές εκλογές, ανακλητότητα, αντιπαράθεση με τα συνδικαλιστικά προνόμια και ανελέητη πολεμική στη διαφθορά τμημάτων της συνδικαλιστικής ηγεσίας.

Ε) Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να προωθούνται αιτήματα, μορφές πάλης και οργανωτικές δομές, που συγκινούν τις μάζες των εργαζομένων την δεδομένη στιγμή, τους ενοποιούν, ανεβάζουν την δράση τους, αυξάνουν την αυτοοργάνωση και την αυτοπεποίθηση τους. Κεντρικό κριτήριο για κάθε επιλογή και πρόταση πρέπει να είναι η μαζική δραστηριοποίηση της βάσης του συνδικάτου.

Στόχος είναι η συμβολή στην κινητοποίηση της εργατικής τάξης και στην νικηφόρα εξέλιξη του κινήματος. Σαν αποτέλεσμα, αυξάνεται η αυτοπεποίθηση και η εμπιστοσύνη στην αποτελεσματικότητα της ταξικής πάλης, παράγοντας κρίσιμος για την παραγωγή και το ιδεολογικό ξεκαθάρισμα της εργατικής πρωτοπορίας.

Τα συνδικάτα κυριαρχούνται από ρεφορμιστές ακριβώς γιατί «ο συνδικαλιστικός αγώνας είναι μια δουλειά οικονομικής μεταρρύθμισης.». Αν οι αγωνιστές της αντικαπιταλιστικής αριστεράς το ξεχάσουν αυτό, τότε μπορεί να παρασυρθούν σε προπαγανδιστική καταγγελιολογία, πιστεύοντας αφελώς, πως απλά «αποκαλύπτοντας» τις προδοσίες της γραφειοκρατίας θα την αντικαταστήσουν σαν μια «συνεπής επαναστατική ηγεσία» των σημερινών συνδικάτων, ή ακόμα χειρότερα ότι με το διαχωρισμό των «δικών τους» «κόκκινων» - «καθαρών» συνδικάτων τα οποία δεν θα «μολύνουν» οι «πουλημένες ηγεσίες», εκπληρώνεται η προϋπόθεση για την επανάκαμψη του εργατικού κινήματος.

Στην εποχή της κρίσης.

Ποια είναι λοιπόν η παρέμβαση την οποία η Αντικαπιταλιστική Αριστερά πρέπει να έχει στο εργατικό κίνημα και με τι στόχους;

Η παρέμβαση στο εργατικό κίνημα έχει τρία σκέλη.

Α) Την οικοδόμηση των σωματείων: αναζωογόνηση και μαζικοποίηση των υπαρχόντων σωματείων ή ίδρυση νέων. Ιδιαίτερα στον ιδιωτικό τομέα, η διάλυση των εργασιακών σχέσεων και η κατάργηση δικαιωμάτων έχει σημάνει την ευθεία επίθεση στις συνδικαλιστικές ελευθερίες. Η ίδρυση και η οικοδόμηση πραγματικών μαζικών σωματείων, η οργάνωση της λεγόμενης «νέας εργατικής βάρδιας» των ελαστικών σχέσεων εργασίας και της εργασιακής περιπλάνησης, είναι ένα κρίσιμο στοίχημα που πρέπει να κερδηθεί, και αφορά το μέλλον. Σε αυτή τη μάχη, θα βρεθούμε σε αντιπαράθεση με τις συνδικαλιστικές γραφειοκρατία της ΓΣΕΕ η οποία έχει την απόλυτη ευθύνη γιατί ο ιδιωτικός τομέας (πλην των πρώην ΔΕΚΟ) έχει βρεθεί χωρίς συνδικάτα, αλλά και με τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία της ΑΔΕΔΥ (και Ομοσπονδιών) η οποία συνεχίζει να αρνείται να γράψει στη δύναμή της τις ελαστικές σχέσεις εργασίας. Θα βρεθούμε όμως σε σύγκρουση και με τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία του ΠΑΜΕ η οποία ενδιαφέρεται να στηρίξει μόνο ό,τι ελέγχει.

Β) Την οικοδόμηση ενός δικτύου αγωνιστών της βάσης, που, 1. θα οργανώνει ενωτικά τους αγώνες και θα ασκεί πίεση (με όλους τους κινηματικούς τρόπους) πάνω στην συνδικαλιστική γραφειοκρατία προκειμένου να προχωρά σε αγωνιστικές κινητοποιήσεις, 2. θα δημιουργεί τους όρους ώστε οι κινητοποιήσεις να βρίσκονται κάτω από τον έλεγχο των ίδιων των εργαζομένων, 3. θα συγκροτεί και θα παλεύει σε κάθε χώρο ένα πρόγραμμα δράσης με ριζοσπαστικά αιτήματα και μορφές πάλης, ένα πρόγραμμα εργατικής αντίστασης και αντεπίθεσης. Η καρδιά ενός τέτοιου δικτύου είναι τα αυτόνομα σχήματα και συσπειρώσεις που ήδη υπάρχουν σε μια σειρά από μαζικούς χώρους.

Γ) Τη συστηματική συμπαράσταση και ταξική αλληλεγγύη στους εργατικούς και κοινωνικούς αγώνες, με ενεργοποίηση των υπαρκτών δικτύων των αντικαπιταλιστικών σχημάτων σε εργατικούς χώρους γειτονιές και σχολές, για πολιτικοποίηση και γενίκευση των ζητημάτων, με συμβολή στην ενότητα της τάξης. Η συμπαράσταση σε διωκόμενους –απολυμένους αγωνιστές/τριες, η συμπαράσταση σε μια μεγάλη απεργία (πχ στους απεργούς της Χαλυβουργίας), η συμπαράσταση και δουλειά με μετανάστες και πρόσφυγες– η αλληλεγγύη, η διεκδίκηση ίσων δικαιωμάτων και ανοιχτών συνόρων για τους εργάτες- είναι ένα παράδειγμα αυτής της λογικής.

Δ) Σε αυτό το πλαίσιο, είναι απαραίτητο εργαλείο ο Συντονισμός Πρωτοβάθμιων Σωματείων τα οποία συσπειρώνονται πάνω σε συγκεκριμένα ζητήματα δράσης και με κινηματικού χαρακτήρα πρωτοβουλίες στοχεύουν να υποχρεώσουν τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία των Ομοσπονδιών-Συνομοσπονδιών να κινηθεί απεργιακά.

Ο συνδιασμός αυτών των μεθόδων πρέπει να έχει σαν στόχο την ανακατάληψη των συνδικάτων -της ίδιας της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ- από ενα πλατύ μαζικό κίνημα βάσης. Μια ανακατάληψη που δεν πρέπει να την αντιλαμβανόμαστε σαν ένα ζήτημα που περνάει αποκλειστικά από την «ανατροπή των συσχετισμών» στις διοικήσεις των συνδικάτων -δηλαδή κυρίως μέσα από την εκλογική διαδικασία. Αντίθετα βασικό πεδίο ανάπτυξης αυτού του κινήματος ανακατάλυψης είναι οι ίδιες οι κινητοποιήσεις που διοργανώνει η συνδικαλιστική γραφειοκρατία.

Η διεκδίκηση και η κατάκτηση της κεφαλής των διαδηλώσεων το 2010-2012 από το μπλόκ του Μουσείου είναι ένα παράδειγμα αυτής της κατάκτησης της ηγεμονίας που πρέπει να συνεχιστεί και σήμερα παίρνοντας την ηγεμονία από την ηγεσία της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ και χρωματίζοντας την διαδήλωση με τα συνθήματα και το πολιτικό μήνυμα των ταξικών σωματείων. Η κατάληψη των γραφείων της ΓΣΕΕ τον Δεκέμβρη του 2008 είναι το άλλο παράδειγμα αυτής της έμπρακτης διεκδίκησης της ηγεμονίας.

Το εργατικό κίνημα δεν χρειάζεται άλλη μια περιχαρακωμένη «τακτοποίηση» της πολιτικής επιροής μέσα στα συνδικάτα. Δεν πρέπει οι ΓΣΕΕ - ΑΔΕΔΥ να αφεθούν μόνες και ανενόχλητες με τον κόσμο που τις ακολουθεί, ούτε το ΠΑΜΕ να δικαιώνει τις διασπαστικές επιλογές του. Αυτό που χρειαζόμαστε είναι μια ενωτική λογική που συσπειρώνει την εργατική τάξη και «ανακατώνει» την γραφειοκρατική τακτοποίηση πέρνοντας την ηγεμονία από την γραφειοκρατία μέσα στις δικές της κινητοπιήσεις -στα «δικά της χωράφια».
Πηγή : elaliberta

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου