Γράφτηκε από τον/την Παναγιώτης Κολοβός
Μια ανάλυση για τη φύση της Ευρωπαικής Ένωσης και την αναγκαία εναλλακτική πρόταση της Αριστεράς.
Το ζήτημα της Ευρωπαϊκής ενοποίησης, ήλθε στο ιστορικό προσκήνιο σαν μια προοπτική με σάρκα και οστά στις αρχές της δεκαετίας του 1950 με την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα, που μετεξελίχθηκε με τη συνθήκη της Ρώμης το 1957 σε ΕΟΚ. Ωστόσο είχε τεθεί από τους πιο διορατικούς εκπροσώπους της αστικής τάξης πολύ νωρίτερα, ήδη από τις αρχές του 20ού αιώνα, δηλαδή με το πέρασμα του καπιταλισμού στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο, όπου κυρίαρχα χαρακτηριστικά έγιναν η εξαγωγή κεφαλαίου, η σύμφυση του εθνικού κράτους με τα μονοπώλια και οι επιθετικοί ανταγωνισμοί μεταξύ κρατών για το μοίρασμα και την κυριαρχία των αγορών.
Εκείνη την περίοδο φαινομενικά αποτελούσαν ισχυρό εμπόδιο οι μεγάλες μοναρχίες, (Αυστροουγγρική, Τσαρική και Γερμανική) που εξισορροπούσαν τα συμφέροντα της εδραιωμένης πια αστικής τάξης, με τα συμφέροντα των φεουδαρχών γαιοκτημόνων που επιβίωναν και επιδίωκαν μια προστατευτική πολιτική «κλειστής αγοράς». Οι σοσιαλδημοκράτες ηγέτες της Β’ Διεθνούς τότε, έτρεφαν συμπάθεια για το σύνθημα της Ενωμένης Ευρώπης, που φαινόταν ένα σύνθημα πολέμου ενάντια στις 3 αυτοκρατορίες, για την ολοκλήρωση της αστικοδημοκρατικής επανάστασης. Γαλουχημένοι με τη λογική των δύο σταδίων και του μίνιμουμ και μάξιμουμ προγράμματος, δεν εξέταζαν τι θα σήμαινε το σύνθημα αυτό από οικονομική σκοπιά και αν ήταν πραγματοποιήσιμο σε συνθήκες ιμπεριαλισμού. Ο Λένιν τότε, άσκησε έντονη κριτική σε αυτό το σύνθημα, εξηγώντας ότι η ενοποίηση της Ευρώπης σε καπιταλιστικά πλαίσια είναι αδύνατη, γιατί ο καπιταλισμός αν και τείνει να ξεπεράσει το έθνος κράτος με τη δημιουργία της παγκόσμιας αγοράς, ποτέ δεν μπορεί να το ξεπεράσει πραγματικά, αλλά και αντιδραστική από ιστορική σκοπιά, γιατί αν ποτέ πραγματοποιούνταν, αυτό θα γινόταν για να διευκολυνθεί η εκμετάλλευση των αποικιών και η καταπίεση της εργατικής τάξης στο εσωτερικό. Έτσι χαρακτήρισε αυτό το σύνθημα μια αντιδραστική ουτοπία σε καπιταλιστική βάση. Την ίδια περίοδο ο κατοπινός συναρχηγός της Οκτωβριανής επανάστασης Λέον Τρότσκι, συμφωνώντας πλήρως με τον Λένιν στον αντιδραστικό χαρακτήρα της καπιταλιστικά ενοποιημένης Ευρώπης, υποστήριζε, ότι το καθήκον της ενοποίησης της Ευρώπης είναι ένα από τα ιστορικά καθήκοντα του προλεταριάτου και της σοσιαλιστικής του επανάστασης και αδιαχώριστο από την ανατροπή του καπιταλισμού στις βασικές Ευρωπαϊκές χώρες. Με αυτή τη λογική υιοθετήθηκε το 1923 από την Κομμουνιστική Διεθνή το σύνθημα των Ενωμένων Σοσιαλιστικών Πολιτειών της Ευρώπης.
Από τότε, η Ευρωπαϊκή ενοποίηση σε καπιταλιστική βάση έχει προχωρήσει σημαντικά, με τη δημιουργία και της Νομισματικής Ένωσης και την απόπειρα δημιουργίας Ευρωσυντάγματος, και παρ’ όλο που έχει δείξει στην πράξη τα αντιδραστικά της χαρακτηριστικά, δυστυχώς έχει καταφέρει να κερδίσει την υποστήριξη (της πλειοψηφίας) της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, με όρους πολύ χειρότερους από τη λογική της Β’ Διεθνούς.
Η θέση του Λένιν και η πρώτη φάση της ενοποίησης
Ο καπιταλισμός, με τη συγκέντρωση της παραγωγής δημιούργησε στην αρχή την εθνική αγορά, σπάζοντας τους παλιούς φεουδαρχικούς περιορισμούς, τα τοπικά σύνορα και δασμούς, τις συντεχνίες κλπ. Αυτό επέτρεψε μια περαιτέρω ανάπτυξη και συγκέντρωση της παραγωγής, με αποτέλεσμα τα εθνικά σύνορα να αποτελούν νέους περιορισμούς στην ιστορική εξέλιξη. Η μεγάλη συγκέντρωση της παραγωγής οδήγησε στη δημιουργία υπερεθνικών μονοπωλίων, έδωσε νέα σημασία στο διεθνές εμπόριο και επέφερε το μοίρασμα του κόσμου από τα μεγάλα ιμπεριαλιστικά κράτη. Η ίδια η δημιουργία της Παγκόσμιας αγοράς απέδειξε, ότι το εθνικό κράτος είναι πια ιστορικά ξεπερασμένο.
Ωστόσο, ο καπιταλισμός με το πέρασμα στο νέο ιμπεριαλιστικό του στάδιο, σταμάτησε να παίζει προοδευτικό ρόλο για την ανθρωπότητα. Με αυτή την έννοια δεν μπορεί να ξεπεράσει ολοκληρωτικά το έθνος κράτος, καθώς αυτό συνεχίζει να αποτελεί για αυτόν αναγκαία ιστορικά μορφή. Ο λόγος είναι ότι ακριβώς επειδή συνεχίζει να υπάρχει η ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, ο ανταγωνισμός μεταξύ των μονοπωλίων και των κρατών δεν μπορεί να ξεπεραστεί και να δώσει τη θέση του σε ένα Παγκόσμιο μονοπώλιο και ένα παγκόσμιο κράτος (όπως υποστήριζε ο Κάουτσκι στο πλαίσιο της θεωρίας του «υπερ-ιμπεριαλισμού» κ.α). Αντίθετα, ο ανταγωνισμός για το κέρδος είναι το μοναδικό κίνητρο για την ανάπτυξη των μέσων παραγωγής στον καπιταλισμό, χωρίς την ύπαρξη του οποίου, το σύστημα θα παρέλυε. Επειδή όμως ταυτόχρονα πρόκειται για ένα σύστημα που στηρίζεται στην αναρχία στην παραγωγή, δεν μπορούν να αποφευχθούν οι κρίσεις υπερπαραγωγής, που στενεύουν τα όρια της αγοράς, δίνουν νέα ένταση στους ανταγωνισμούς και οδηγούν σε εθνικές συγκρούσεις και πολέμους. Για αυτόν ακριβώς το λόγο, η δημιουργία ενός ενιαίου Ευρωπαϊκού κράτους ήταν και παραμένει ουτοπική μέσα σε αυτό το σύστημα.
Βεβαίως όπως εξήγησε ο Λένιν αυτό δεν αποκλείει την ύπαρξη προσωρινών συμφωνιών μεταξύ ιμπεριαλιστών και τη δημιουργία διακρατικών μπλοκ (εμπορικών, διπλωματικών κ.α). Ένα τέτοιο μπλοκ είναι στην ουσία και η ΕΕ. Τέτοιες συμφωνίες και μπλοκ όμως μπορούν να έχουν σε τελική ανάλυση μόνο προσωρινό χαρακτήρα και να αντανακλούν τον Διεθνή συσχετισμό δύναμης. Επίσης αναγκαστικά θα περιέχουν εσωτερικές αντιφάσεις και συγκρούσεις, καθώς κάθε ιμπεριαλιστική χώρα θέλει για τον εαυτό της την κυριαρχία πάνω στους συμμάχους της σε ένα τέτοιο μπλοκ και διατηρεί τα συμφέροντά της. Αποτελούν «συμφωνίες κυρίων» για τη ληστεία των αγορών και των λαών και μπορούν να είναι μόνο λυκοφιλίες, όπου ο ένας θα είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμος να φάει τον άλλο.
Βεβαίως πρέπει να παραδεχτούμε πως η καπιταλιστική Ευρωπαϊκή ενοποίηση έχει προχωρήσει πολύ περισσότερο απ’ ότι περίμεναν οι Μαρξιστές. Αυτό δεν σημαίνει ότι αναιρέθηκε η βασική θέση του Λένιν. Προχώρησε για πολύ συγκεκριμένους ιστορικούς λόγους, τους οποίους θα εξηγήσουμε στη συνέχεια του άρθρου, ωστόσο η ολοκλήρωσή της ήταν και παραμένει ουτοπία και σήμερα ο στόχος μιας πλήρους ενοποίησης απομακρύνεται περισσότερο από κάθε άλλη φορά.
Όταν έγραφε ο Λένιν για το ζήτημα της καπιταλιστικής Ενωμένης Ευρώπης, οι ΗΠΑ και η Ιαπωνία δεν μπορούσαν να διεκδικήσουν ακόμα τον κυρίαρχο ρόλο στον Παγκόσμιο ανταγωνισμό. Αντίθετα, οι κυρίαρχες δυνάμεις παγκόσμια ήταν η Αγγλία, η Γαλλία και η Γερμανία και ο ανταγωνισμός ήταν οξυμένος μεταξύ τους στην πάλη για τις αποικίες. Δεν είχαν λόγο να συνεργαστούν, καθώς η μία αποτελούσε τον κυριότερο εχθρό της άλλης και τα συμφέροντά τους συγκρούονταν άμεσα. Αυτό αποδείχτηκε περίτρανα με τους δύο παγκοσμίους πολέμους. Η μόνη περίοδος που το μεγαλύτερο κομμάτι της Ευρώπης βρέθηκε ενωμένο σε καπιταλιστική βάση, ήταν κάτω από τη μπότα του ναζισμού και απαραίτητο γι’ αυτό, ήταν μία από τις καπιταλιστικές χώρες να τσακίσει τους αντιπάλους της και όχι να συνεργαστεί μαζί τους. Βέβαια δεν χρειάζεται εξήγηση για το πόσο αντιδραστικό χαρακτήρα είχε μια τέτοια ενοποίηση.
Ήδη όμως από την περίοδο του μεσοπολέμου, το κέντρο βάρους του παγκόσμιου καπιταλισμού άρχισε να μεταφέρεται στις ΗΠΑ. Με το πέρασμα δύο Παγκοσμίων Πολέμων από πάνω της, η Ευρώπη βρέθηκε τσακισμένη, η βιομηχανία της συντετριμμένη, οι λαοί της εξαθλιωμένοι, τα χρέη της τεράστια, απέναντι σε μια ΕΣΣΔ δυνατότερη από ποτέ και με ένα επαναστατικό κύμα να σαρώνει τη μία χώρα μετά την άλλη. Οι ΗΠΑ σε αυτές τις συνθήκες ξεπέρασαν σε όλα τα επίπεδα τους λαβωμένους ευρωπαίους ανταγωνιστές τους και έγιναν εγγυητής της επιβίωσης του καπιταλισμού (οικονομικά και στρατιωτικά) με το σχέδιο Μάρσαλ και το ΝΑΤΟ. Η Ιαπωνία βγήκε επίσης ενισχυμένη στη διεθνή αγορά.
Σε αυτές τις νέες συνθήκες ήταν επιβεβλημένη μια συνεργασία μεταξύ των ανταγωνιζόμενων καπιταλιστικών δυνάμεων της Ευρώπης για να μπορέσουν να προστατέψουν τις αγορές τους από τους Αμερικάνους και Γιαπωνέζους ιμπεριαλιστές, να ανταπεξέλθουν στον Διεθνή ανταγωνισμό και να τσακίσουν το ανήσυχο εργατικό κίνημα. Χρειάζονταν τον περιορισμό των δασμών μεταξύ τους και την από κοινού εκμετάλλευση των πρώτων υλών, για να αναπτύξουν μια κοινή αγορά μεγάλης επικράτειας ώστε να αναπτύξουν ξανά τις παραγωγικές δυνάμεις τους και να ανοικοδομήσουν τις κατεστραμμένες υποδομές τους. Επίσης χρειάζονταν μια στρατιωτική συνεργασία και μια κοινή εξωτερική πολιτική ενάντια στην ΕΣΣΔ, που ο στρατός της είχε προελάσει στις μισές σφαίρες επιρροής τους. Για αυτούς τους λόγους δημιούργησαν μια τελωνειακή και νομισματική ένωση και έτσι η ευρωπαϊκή ενοποίηση σε καπιταλιστική βάση φάνηκε ξαφνικά λιγότερο ουτοπική.
Βεβαίως όλα αυτά έγιναν δυνατά μόνο πάνω στο έδαφος της τεράστιας οικονομικής ανάπτυξης που ήρθε χάρη στη μεταπολεμική ανοικοδόμηση. Με λίγα λόγια, η πίτα ήταν τεράστια και όλο και διευρυνόμενη και συνεπώς ήταν πιο εύκολο να την μοιράσουν, δηλ. οι ανταγωνισμοί μεταξύ τους υποχώρησαν προσωρινά.
Ανακεφαλαιωτικά οι λόγοι για τους οποίους έγινε εν μέρει εφικτή η Ευρωπαϊκή ενοποίηση (βασικά η ενοποίηση της ευρωπαϊκής αγοράς) ήταν:
1) Η αδυναμία κάθε ευρωπαϊκής εθνικής αστικής τάξης να ανταγωνιστεί μόνη της τους Αμερικάνους και Γιαπωνέζους ιμπεριαλιστές (να προστατέψει την αγορά της και τις αποικίες της).
2) Το φόβητρο της ενισχυμένης ΕΣΣΔ και των εργατικών κρατών που απλώθηκαν στο μισό έδαφος της Ευρώπης.
3) Η ανάγκη κατάπνιξης του εργατικού κινήματος.
4) Η ραγδαία οικονομική ανάπτυξη που άμβλυνε τους ανταγωνισμούς μεταξύ των καπιταλιστικών χωρών.
Βεβαίως, κάθε αστική τάξη είχε τους δικούς της ιδιαίτερους λόγους και τις δικές της επί μέρους σκοπιμότητες να θέλει την ενοποίηση και αυτό σήμαινε υποβόσκουσες αντιφάσεις, που αργά ή γρήγορα θα έρχονταν στην επιφάνεια.
Η Γερμανία είδε μια ευκαιρία να πετύχει με οικονομικά μέσα, σαν μεγαλύτερη οικονομικά και βιομηχανικά δύναμη από τις άλλες, αυτό που απέτυχε δύο φορές να κάνει με στρατιωτικά μέσα, να κυριαρχήσει σε όλη την Ευρώπη.
Η Γαλλία θέλησε να εκμεταλλευτεί την προσωρινή της στρατιωτική υπεροχή για να υποτάξει τη διαμελισμένη (από τον πόλεμο) Γερμανία, από την οποία είχε νικηθεί σε όλες τις ένοπλες αναμετρήσεις.
Η Αγγλία έβλεπε να χάνεται η υπεροχή της και από πρώτη υπερδύναμη, να χάνει όλες τις αποικίες της προς όφελος των ΗΠΑ και να μετατρέπεται σε ένα συμπλήρωμα του Αμερικάνικου ιμπεριαλισμού. Η αστική τάξη λοιπόν της Αγγλίας, παρ’ ότι υπερβολικά κοντόφθαλμη, σιγά-σιγά κατάλαβε ότι η συμμετοχή της στην κοινότητα θα λειτουργούσε σαν αντίβαρο στην όλο και μεγαλύτερη εξάρτηση από τις ΗΠΑ και παράλληλα ήταν απαραίτητη για να μη χάσει το πλεονέκτημα σε σχέση με τους αντιπάλους της στο έδαφος της Ευρώπης.
Για τις μικρότερες καπιταλιστικές χώρες όπως η Ελλάδα και εν μέρει η Ιταλία, ήταν εξαιρετικά ελκυστική η προοπτική, για τις παχυλές επιδοτήσεις που θα έπαιρναν τα πρώτα χρόνια, για τη συμβολή του Ευρωπαϊκού κεφαλαίου στις υποδομές (μεταφορές κλπ) που από μόνες τους οι παραδοσιακά παρασιτικές αστικές τους τάξεις δεν θα δημιουργούσαν ποτέ, και τέλος, για την ευκαιρία που δόθηκε στα κεφάλαιά τους (έστω και με την κηδεμονία των μεγαλύτερων δυνάμεων) να βρουν διέξοδο στην Ευρωπαϊκή και διεθνή αγορά, πράγμα που δεν θα πετύχαιναν ποτέ με δικά τους μέσα. Οι θεσμοί και οι δομές της ΕΕ
Αυτό που ονομάζουμε Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα ιμπεριαλιστικό μπλοκ, των μεγάλων καπιταλιστικών δυνάμεων, που έχουν δέσει στο άρμα τους κάποιες μικρότερες, εκμεταλλευτικό από οικονομική άποψη για τους λαούς της, όσο και για τις σφαίρες επιρροής της.
Είναι όμως και από πολιτική άποψη καταπιεστικό. Ο Μαρξ και ο Λένιν εξήγησαν πολλές φορές ότι η αστική δημοκρατία είναι ένα προκάλυμμα για να κρυφθεί η οικονομική εκμετάλλευση και καταπίεση της εργατικής τάξης από την αστική. Αν αυτό ισχύει μία φορά για το εθνικό αστικό κράτος, ισχύει στο πολλαπλάσιο για τους θεσμούς και τις δομές της ΕΕ.
Η αστική δημοκρατία και ο κοινοβουλευτισμός, ήρθαν στο ιστορικό προσκήνιο σε μια εποχή που η αστική τάξη ήταν ριζοσπαστική και έπαιζε έναν προοδευτικό ρόλο. Όμως στις συνθήκες του ιμπεριαλισμού, από την «κλασική» αστική δημοκρατία δεν έχει μείνει παρά ένα απομεινάρι, καθώς οι καπιταλιστές και οι κυβερνήσεις τους προσπαθούν όλο και περισσότερο να την κουτσουρέψουν.
Η ΕΕ γεννήθηκε στην εποχή της προχωρημένης ιμπεριαλιστικής αποσύνθεσης και από την αρχή δεν είχε τίποτα το προοδευτικό στη συγκρότηση της. Αυτό που αποκαλούν πολλές φορές «δημοκρατικό έλλειμμα» της ΕΕ, δεν είναι παρά η ουσία της αστικής δημοκρατίας, ξεγυμνωμένη από τα φτιασίδια του κοινοβουλευτισμού, στη σύγχρονη εποχή. Όλες οι σημαντικές αποφάσεις λαμβάνονται από μια χούφτα μονοπωλίων, ενώ ο λαός έχει την ψευδαίσθηση ότι η εξουσία ασκείται στο κοινοβούλιο.
Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα στους θεσμούς της ΕΕ. Όλες τις σημαντικές αποφάσεις για την οικονομία τις παίρνει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), μια χούφτα τεχνοκρατών, «φυτευτών» από τα μονοπώλια, που δεν υφίστανται κανένα λαϊκό έλεγχο. Αναγκαστικά εξυπηρετούν τα συμφέροντα των δυνατότερων καπιταλιστικών δυνάμεων και ειδικά της Γερμανίας.
Η κύρια εκτελεστική εξουσία, αλλά και η νομοθετική, μοιράζεται ανάμεσα στην Κομισιόν (Ευρωπαϊκή Επιτροπή), που τα μέλη της δεν είναι καν αιρετά από τους λαούς και το Συμβούλιο, με την συμμετοχή των αρχηγών κρατών και κορυφαίων υπουργών. Οι οδηγίες της Κομισιόν, σε πολλές περιπτώσεις έχουν ισχύ νόμου, χωρίς να χρειάζεται να εγκριθούν από πουθενά.
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, που είναι το μόνο σώμα που συμμετέχουν εκλεγμένοι από τους λαούς αντιπρόσωποι, έχει επί της ουσίας μόνο συμβουλευτικό χαρακτήρα, αλλά και εκεί ακόμα, υπάρχουν μια σειρά «δικλείδες» που νοθεύουν την αντιπροσωπευτικότητα και δίνουν πλεονέκτημα στις μεγάλες δυνάμεις.
Για την ανάγκη αντιμετώπισης της ταξικής πάλης, της καταπίεσης των μεταναστών και της συμμετοχής σε ιμπεριαλιστικές αποστολές για την βίαιη επιβολή των συμφερόντων των ευρωπαίων ιμπεριαλιστών, έχουν συγκροτηθεί η «Γιουροπόλ» και ο «Ευρωστρατός» αντίστοιχα.
Τέλος, αντιδραστικά νομοθετήματα, όπως ο «ευρω-τρομονόμος», το «65ωρο», οι αντι-μεταναστευτικοί νόμοι (και ο κατάλογος τους είναι χωρίς τέλος) δείχνουν ξεκάθαρα, ότι η ΕΕ χρησιμεύει με τους μηχανισμούς της που δεν είναι ευαίσθητοι στις λαϊκές πιέσεις, για να κάνει τη «βρώμικη δουλειά» που οι εθνικές αστικές κυβερνήσεις δεν μπορούν να κάνουν λόγω υπολογισμού του πολιτικού κόστους.
Ο καπιταλισμός, με τη συγκέντρωση της παραγωγής δημιούργησε στην αρχή την εθνική αγορά, σπάζοντας τους παλιούς φεουδαρχικούς περιορισμούς, τα τοπικά σύνορα και δασμούς, τις συντεχνίες κλπ. Αυτό επέτρεψε μια περαιτέρω ανάπτυξη και συγκέντρωση της παραγωγής, με αποτέλεσμα τα εθνικά σύνορα να αποτελούν νέους περιορισμούς στην ιστορική εξέλιξη. Η μεγάλη συγκέντρωση της παραγωγής οδήγησε στη δημιουργία υπερεθνικών μονοπωλίων, έδωσε νέα σημασία στο διεθνές εμπόριο και επέφερε το μοίρασμα του κόσμου από τα μεγάλα ιμπεριαλιστικά κράτη. Η ίδια η δημιουργία της Παγκόσμιας αγοράς απέδειξε, ότι το εθνικό κράτος είναι πια ιστορικά ξεπερασμένο.
Ωστόσο, ο καπιταλισμός με το πέρασμα στο νέο ιμπεριαλιστικό του στάδιο, σταμάτησε να παίζει προοδευτικό ρόλο για την ανθρωπότητα. Με αυτή την έννοια δεν μπορεί να ξεπεράσει ολοκληρωτικά το έθνος κράτος, καθώς αυτό συνεχίζει να αποτελεί για αυτόν αναγκαία ιστορικά μορφή. Ο λόγος είναι ότι ακριβώς επειδή συνεχίζει να υπάρχει η ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, ο ανταγωνισμός μεταξύ των μονοπωλίων και των κρατών δεν μπορεί να ξεπεραστεί και να δώσει τη θέση του σε ένα Παγκόσμιο μονοπώλιο και ένα παγκόσμιο κράτος (όπως υποστήριζε ο Κάουτσκι στο πλαίσιο της θεωρίας του «υπερ-ιμπεριαλισμού» κ.α). Αντίθετα, ο ανταγωνισμός για το κέρδος είναι το μοναδικό κίνητρο για την ανάπτυξη των μέσων παραγωγής στον καπιταλισμό, χωρίς την ύπαρξη του οποίου, το σύστημα θα παρέλυε. Επειδή όμως ταυτόχρονα πρόκειται για ένα σύστημα που στηρίζεται στην αναρχία στην παραγωγή, δεν μπορούν να αποφευχθούν οι κρίσεις υπερπαραγωγής, που στενεύουν τα όρια της αγοράς, δίνουν νέα ένταση στους ανταγωνισμούς και οδηγούν σε εθνικές συγκρούσεις και πολέμους. Για αυτόν ακριβώς το λόγο, η δημιουργία ενός ενιαίου Ευρωπαϊκού κράτους ήταν και παραμένει ουτοπική μέσα σε αυτό το σύστημα.
Βεβαίως όπως εξήγησε ο Λένιν αυτό δεν αποκλείει την ύπαρξη προσωρινών συμφωνιών μεταξύ ιμπεριαλιστών και τη δημιουργία διακρατικών μπλοκ (εμπορικών, διπλωματικών κ.α). Ένα τέτοιο μπλοκ είναι στην ουσία και η ΕΕ. Τέτοιες συμφωνίες και μπλοκ όμως μπορούν να έχουν σε τελική ανάλυση μόνο προσωρινό χαρακτήρα και να αντανακλούν τον Διεθνή συσχετισμό δύναμης. Επίσης αναγκαστικά θα περιέχουν εσωτερικές αντιφάσεις και συγκρούσεις, καθώς κάθε ιμπεριαλιστική χώρα θέλει για τον εαυτό της την κυριαρχία πάνω στους συμμάχους της σε ένα τέτοιο μπλοκ και διατηρεί τα συμφέροντά της. Αποτελούν «συμφωνίες κυρίων» για τη ληστεία των αγορών και των λαών και μπορούν να είναι μόνο λυκοφιλίες, όπου ο ένας θα είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμος να φάει τον άλλο.
Βεβαίως πρέπει να παραδεχτούμε πως η καπιταλιστική Ευρωπαϊκή ενοποίηση έχει προχωρήσει πολύ περισσότερο απ’ ότι περίμεναν οι Μαρξιστές. Αυτό δεν σημαίνει ότι αναιρέθηκε η βασική θέση του Λένιν. Προχώρησε για πολύ συγκεκριμένους ιστορικούς λόγους, τους οποίους θα εξηγήσουμε στη συνέχεια του άρθρου, ωστόσο η ολοκλήρωσή της ήταν και παραμένει ουτοπία και σήμερα ο στόχος μιας πλήρους ενοποίησης απομακρύνεται περισσότερο από κάθε άλλη φορά.
Όταν έγραφε ο Λένιν για το ζήτημα της καπιταλιστικής Ενωμένης Ευρώπης, οι ΗΠΑ και η Ιαπωνία δεν μπορούσαν να διεκδικήσουν ακόμα τον κυρίαρχο ρόλο στον Παγκόσμιο ανταγωνισμό. Αντίθετα, οι κυρίαρχες δυνάμεις παγκόσμια ήταν η Αγγλία, η Γαλλία και η Γερμανία και ο ανταγωνισμός ήταν οξυμένος μεταξύ τους στην πάλη για τις αποικίες. Δεν είχαν λόγο να συνεργαστούν, καθώς η μία αποτελούσε τον κυριότερο εχθρό της άλλης και τα συμφέροντά τους συγκρούονταν άμεσα. Αυτό αποδείχτηκε περίτρανα με τους δύο παγκοσμίους πολέμους. Η μόνη περίοδος που το μεγαλύτερο κομμάτι της Ευρώπης βρέθηκε ενωμένο σε καπιταλιστική βάση, ήταν κάτω από τη μπότα του ναζισμού και απαραίτητο γι’ αυτό, ήταν μία από τις καπιταλιστικές χώρες να τσακίσει τους αντιπάλους της και όχι να συνεργαστεί μαζί τους. Βέβαια δεν χρειάζεται εξήγηση για το πόσο αντιδραστικό χαρακτήρα είχε μια τέτοια ενοποίηση.
Ήδη όμως από την περίοδο του μεσοπολέμου, το κέντρο βάρους του παγκόσμιου καπιταλισμού άρχισε να μεταφέρεται στις ΗΠΑ. Με το πέρασμα δύο Παγκοσμίων Πολέμων από πάνω της, η Ευρώπη βρέθηκε τσακισμένη, η βιομηχανία της συντετριμμένη, οι λαοί της εξαθλιωμένοι, τα χρέη της τεράστια, απέναντι σε μια ΕΣΣΔ δυνατότερη από ποτέ και με ένα επαναστατικό κύμα να σαρώνει τη μία χώρα μετά την άλλη. Οι ΗΠΑ σε αυτές τις συνθήκες ξεπέρασαν σε όλα τα επίπεδα τους λαβωμένους ευρωπαίους ανταγωνιστές τους και έγιναν εγγυητής της επιβίωσης του καπιταλισμού (οικονομικά και στρατιωτικά) με το σχέδιο Μάρσαλ και το ΝΑΤΟ. Η Ιαπωνία βγήκε επίσης ενισχυμένη στη διεθνή αγορά.
Σε αυτές τις νέες συνθήκες ήταν επιβεβλημένη μια συνεργασία μεταξύ των ανταγωνιζόμενων καπιταλιστικών δυνάμεων της Ευρώπης για να μπορέσουν να προστατέψουν τις αγορές τους από τους Αμερικάνους και Γιαπωνέζους ιμπεριαλιστές, να ανταπεξέλθουν στον Διεθνή ανταγωνισμό και να τσακίσουν το ανήσυχο εργατικό κίνημα. Χρειάζονταν τον περιορισμό των δασμών μεταξύ τους και την από κοινού εκμετάλλευση των πρώτων υλών, για να αναπτύξουν μια κοινή αγορά μεγάλης επικράτειας ώστε να αναπτύξουν ξανά τις παραγωγικές δυνάμεις τους και να ανοικοδομήσουν τις κατεστραμμένες υποδομές τους. Επίσης χρειάζονταν μια στρατιωτική συνεργασία και μια κοινή εξωτερική πολιτική ενάντια στην ΕΣΣΔ, που ο στρατός της είχε προελάσει στις μισές σφαίρες επιρροής τους. Για αυτούς τους λόγους δημιούργησαν μια τελωνειακή και νομισματική ένωση και έτσι η ευρωπαϊκή ενοποίηση σε καπιταλιστική βάση φάνηκε ξαφνικά λιγότερο ουτοπική.
Βεβαίως όλα αυτά έγιναν δυνατά μόνο πάνω στο έδαφος της τεράστιας οικονομικής ανάπτυξης που ήρθε χάρη στη μεταπολεμική ανοικοδόμηση. Με λίγα λόγια, η πίτα ήταν τεράστια και όλο και διευρυνόμενη και συνεπώς ήταν πιο εύκολο να την μοιράσουν, δηλ. οι ανταγωνισμοί μεταξύ τους υποχώρησαν προσωρινά.
Ανακεφαλαιωτικά οι λόγοι για τους οποίους έγινε εν μέρει εφικτή η Ευρωπαϊκή ενοποίηση (βασικά η ενοποίηση της ευρωπαϊκής αγοράς) ήταν:
1) Η αδυναμία κάθε ευρωπαϊκής εθνικής αστικής τάξης να ανταγωνιστεί μόνη της τους Αμερικάνους και Γιαπωνέζους ιμπεριαλιστές (να προστατέψει την αγορά της και τις αποικίες της).
2) Το φόβητρο της ενισχυμένης ΕΣΣΔ και των εργατικών κρατών που απλώθηκαν στο μισό έδαφος της Ευρώπης.
3) Η ανάγκη κατάπνιξης του εργατικού κινήματος.
4) Η ραγδαία οικονομική ανάπτυξη που άμβλυνε τους ανταγωνισμούς μεταξύ των καπιταλιστικών χωρών.
Βεβαίως, κάθε αστική τάξη είχε τους δικούς της ιδιαίτερους λόγους και τις δικές της επί μέρους σκοπιμότητες να θέλει την ενοποίηση και αυτό σήμαινε υποβόσκουσες αντιφάσεις, που αργά ή γρήγορα θα έρχονταν στην επιφάνεια.
Η Γερμανία είδε μια ευκαιρία να πετύχει με οικονομικά μέσα, σαν μεγαλύτερη οικονομικά και βιομηχανικά δύναμη από τις άλλες, αυτό που απέτυχε δύο φορές να κάνει με στρατιωτικά μέσα, να κυριαρχήσει σε όλη την Ευρώπη.
Η Γαλλία θέλησε να εκμεταλλευτεί την προσωρινή της στρατιωτική υπεροχή για να υποτάξει τη διαμελισμένη (από τον πόλεμο) Γερμανία, από την οποία είχε νικηθεί σε όλες τις ένοπλες αναμετρήσεις.
Η Αγγλία έβλεπε να χάνεται η υπεροχή της και από πρώτη υπερδύναμη, να χάνει όλες τις αποικίες της προς όφελος των ΗΠΑ και να μετατρέπεται σε ένα συμπλήρωμα του Αμερικάνικου ιμπεριαλισμού. Η αστική τάξη λοιπόν της Αγγλίας, παρ’ ότι υπερβολικά κοντόφθαλμη, σιγά-σιγά κατάλαβε ότι η συμμετοχή της στην κοινότητα θα λειτουργούσε σαν αντίβαρο στην όλο και μεγαλύτερη εξάρτηση από τις ΗΠΑ και παράλληλα ήταν απαραίτητη για να μη χάσει το πλεονέκτημα σε σχέση με τους αντιπάλους της στο έδαφος της Ευρώπης.
Για τις μικρότερες καπιταλιστικές χώρες όπως η Ελλάδα και εν μέρει η Ιταλία, ήταν εξαιρετικά ελκυστική η προοπτική, για τις παχυλές επιδοτήσεις που θα έπαιρναν τα πρώτα χρόνια, για τη συμβολή του Ευρωπαϊκού κεφαλαίου στις υποδομές (μεταφορές κλπ) που από μόνες τους οι παραδοσιακά παρασιτικές αστικές τους τάξεις δεν θα δημιουργούσαν ποτέ, και τέλος, για την ευκαιρία που δόθηκε στα κεφάλαιά τους (έστω και με την κηδεμονία των μεγαλύτερων δυνάμεων) να βρουν διέξοδο στην Ευρωπαϊκή και διεθνή αγορά, πράγμα που δεν θα πετύχαιναν ποτέ με δικά τους μέσα. Οι θεσμοί και οι δομές της ΕΕ
Αυτό που ονομάζουμε Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα ιμπεριαλιστικό μπλοκ, των μεγάλων καπιταλιστικών δυνάμεων, που έχουν δέσει στο άρμα τους κάποιες μικρότερες, εκμεταλλευτικό από οικονομική άποψη για τους λαούς της, όσο και για τις σφαίρες επιρροής της.
Είναι όμως και από πολιτική άποψη καταπιεστικό. Ο Μαρξ και ο Λένιν εξήγησαν πολλές φορές ότι η αστική δημοκρατία είναι ένα προκάλυμμα για να κρυφθεί η οικονομική εκμετάλλευση και καταπίεση της εργατικής τάξης από την αστική. Αν αυτό ισχύει μία φορά για το εθνικό αστικό κράτος, ισχύει στο πολλαπλάσιο για τους θεσμούς και τις δομές της ΕΕ.
Η αστική δημοκρατία και ο κοινοβουλευτισμός, ήρθαν στο ιστορικό προσκήνιο σε μια εποχή που η αστική τάξη ήταν ριζοσπαστική και έπαιζε έναν προοδευτικό ρόλο. Όμως στις συνθήκες του ιμπεριαλισμού, από την «κλασική» αστική δημοκρατία δεν έχει μείνει παρά ένα απομεινάρι, καθώς οι καπιταλιστές και οι κυβερνήσεις τους προσπαθούν όλο και περισσότερο να την κουτσουρέψουν.
Η ΕΕ γεννήθηκε στην εποχή της προχωρημένης ιμπεριαλιστικής αποσύνθεσης και από την αρχή δεν είχε τίποτα το προοδευτικό στη συγκρότηση της. Αυτό που αποκαλούν πολλές φορές «δημοκρατικό έλλειμμα» της ΕΕ, δεν είναι παρά η ουσία της αστικής δημοκρατίας, ξεγυμνωμένη από τα φτιασίδια του κοινοβουλευτισμού, στη σύγχρονη εποχή. Όλες οι σημαντικές αποφάσεις λαμβάνονται από μια χούφτα μονοπωλίων, ενώ ο λαός έχει την ψευδαίσθηση ότι η εξουσία ασκείται στο κοινοβούλιο.
Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα στους θεσμούς της ΕΕ. Όλες τις σημαντικές αποφάσεις για την οικονομία τις παίρνει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), μια χούφτα τεχνοκρατών, «φυτευτών» από τα μονοπώλια, που δεν υφίστανται κανένα λαϊκό έλεγχο. Αναγκαστικά εξυπηρετούν τα συμφέροντα των δυνατότερων καπιταλιστικών δυνάμεων και ειδικά της Γερμανίας.
Η κύρια εκτελεστική εξουσία, αλλά και η νομοθετική, μοιράζεται ανάμεσα στην Κομισιόν (Ευρωπαϊκή Επιτροπή), που τα μέλη της δεν είναι καν αιρετά από τους λαούς και το Συμβούλιο, με την συμμετοχή των αρχηγών κρατών και κορυφαίων υπουργών. Οι οδηγίες της Κομισιόν, σε πολλές περιπτώσεις έχουν ισχύ νόμου, χωρίς να χρειάζεται να εγκριθούν από πουθενά.
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, που είναι το μόνο σώμα που συμμετέχουν εκλεγμένοι από τους λαούς αντιπρόσωποι, έχει επί της ουσίας μόνο συμβουλευτικό χαρακτήρα, αλλά και εκεί ακόμα, υπάρχουν μια σειρά «δικλείδες» που νοθεύουν την αντιπροσωπευτικότητα και δίνουν πλεονέκτημα στις μεγάλες δυνάμεις.
Για την ανάγκη αντιμετώπισης της ταξικής πάλης, της καταπίεσης των μεταναστών και της συμμετοχής σε ιμπεριαλιστικές αποστολές για την βίαιη επιβολή των συμφερόντων των ευρωπαίων ιμπεριαλιστών, έχουν συγκροτηθεί η «Γιουροπόλ» και ο «Ευρωστρατός» αντίστοιχα.
Τέλος, αντιδραστικά νομοθετήματα, όπως ο «ευρω-τρομονόμος», το «65ωρο», οι αντι-μεταναστευτικοί νόμοι (και ο κατάλογος τους είναι χωρίς τέλος) δείχνουν ξεκάθαρα, ότι η ΕΕ χρησιμεύει με τους μηχανισμούς της που δεν είναι ευαίσθητοι στις λαϊκές πιέσεις, για να κάνει τη «βρώμικη δουλειά» που οι εθνικές αστικές κυβερνήσεις δεν μπορούν να κάνουν λόγω υπολογισμού του πολιτικού κόστους.
Η Συνθήκη του Μάαστριχτ
Η συνθήκη του Μάαστριχτ, για πολλούς θεωρείται σημείο καμπής για τη σύγχρονη φάση της Ευρωπαϊκής ενοποίησης. Στην πραγματικότητα αυτή η συνθήκη, απλά αντανακλά τη φάση στην οποία εισήλθε ο Παγκόσμιος καπιταλισμός στις αρχές του 1990. Η συνθήκη προβλέπει την πλήρη ελευθερία στην διακίνηση αγαθών, κεφαλαίων, υπηρεσιών και εργατικού δυναμικού μέσα στα πλαίσια της ΕΕ. Αυτό γινόταν περισσότερο ή λιγότερο και με όλες τις προηγούμενες συνθήκες, απλά μπορούμε να πούμε ότι καταργήθηκαν οι τελευταίοι περιορισμοί.
Το νέο σημαντικό στοιχείο της συνθήκης ήταν η συμφωνία στην αρχή της νομισματικής ενοποίησης και με βασική προϋπόθεση τον ισοσκελισμό των προϋπολογισμών των κρατών μελών. Συγκεκριμένα το έλλειμμα δεν θα έπρεπε να ξεπερνάει το 3%. Αυτό δείχνει ότι οι καπιταλιστές κατάλαβαν ότι δεν μπορούσε πλέον να λειτουργήσει το Κεϋνσιανό μοντέλο των μεγάλων κρατικών δαπανών και άρα των ελλειμματικών προϋπολογισμών, ειδικά σε συνθήκες μικρότερης ανάπτυξης από την μεταπολεμική. Αυτό το μοντέλο είχε οδηγήσει σε υπερπληθωρισμό και αργά ή γρήγορα, δεν θα μπορούσε να αποτρέψει μια μεγάλη οικονομική ύφεση. Έτσι για να καθυστερήσουν όσο μπορούσαν την ύφεση, προώθησαν μια πρακτική αύξησης του ποσοστού κέρδους σε βάρος του επιπέδου ζωής της εργατικής τάξης, επιβάλλοντας μια μόνιμη δημοσιονομική λιτότητα (τα ελάχιστα ελλείμματα θα σήμαιναν μείωση των κοινωνικών δαπανών και του κράτους πρόνοιας και αύξηση των φόρων) και τον περιορισμό του ρόλου του κράτους στην οικονομία, με την παράλληλη ιδιωτικοποίηση υπηρεσιών και επιχειρήσεων που είχαν αναπτυχθεί με έξοδα των φορολογούμενων όλη την προηγούμενη περίοδο.
Αυτό το νέο μοντέλο είναι που ονομάστηκε νεοφιλελευθερισμός. Στην πράξη σήμαινε την παραδοχή ότι οι καπιταλιστές δεν μπορούσαν άλλο να αναπτύξουν ουσιαστικά τις παραγωγικές δυνάμεις και ότι ήταν αποφασισμένοι να διατηρήσουν τα υπερκέρδη της προηγούμενης περιόδου «ξεζουμίζοντας» την εργατική τάξη, ακόμη κι αν αυτό θα γινόταν με κόστος την καταστροφή της εσωτερικής αγοράς.
Αυτές βεβαίως οι αντεργατικές πολιτικές που ακολούθησε το ευρωπαϊκό κεφάλαιο δεν ήταν απόρροια ούτε του Μάαστριχτ, ούτε αφηρημένα των θεσμών της ΕΕ, αλλά βαθύτερη αναγκαιότητα του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος στη συγκεκριμένη περίοδο. Οι Αμερικάνοι καπιταλιστές, αν και δεν σκόπευαν να μπουν στην ΟΝΕ, εφάρμοσαν την ίδια ακριβώς πολιτική, όπως και οι Βρετανοί, πολύ πριν τη συνθήκη του Μάαστριχτ. Αυτές οι αλλαγές σε τελική ανάλυση θα γίνονταν με ή χωρίς την ΕΕ. Η μόνη διαφορά ήταν ότι η ύπαρξη της ΕΕ, εξαρτούσε τον ρυθμό προώθησής τους από τις ανάγκες των μεγαλύτερων καπιταλιστικών δυνάμεων («γαλλογερμανικός άξονας»), δημιουργώντας πιο ανελαστικό πλαίσιο επιλογών για τις μικρότερες χώρες. Με λίγα λόγια, για την ανυπόφορη κατάσταση στην οποία έχει φτάσει τα τελευταία 20 χρόνια η Ευρωπαϊκή εργατική τάξη, σε τελική ανάλυση δεν φταίει ούτε το Μάαστριχτ, ούτε η ΕΕ, αλλά το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα και πρέπει να συνειδητοποιούμε ότι μόνο η ανατροπή του θα αλλάξει την κατάσταση.
Το νέο σημαντικό στοιχείο της συνθήκης ήταν η συμφωνία στην αρχή της νομισματικής ενοποίησης και με βασική προϋπόθεση τον ισοσκελισμό των προϋπολογισμών των κρατών μελών. Συγκεκριμένα το έλλειμμα δεν θα έπρεπε να ξεπερνάει το 3%. Αυτό δείχνει ότι οι καπιταλιστές κατάλαβαν ότι δεν μπορούσε πλέον να λειτουργήσει το Κεϋνσιανό μοντέλο των μεγάλων κρατικών δαπανών και άρα των ελλειμματικών προϋπολογισμών, ειδικά σε συνθήκες μικρότερης ανάπτυξης από την μεταπολεμική. Αυτό το μοντέλο είχε οδηγήσει σε υπερπληθωρισμό και αργά ή γρήγορα, δεν θα μπορούσε να αποτρέψει μια μεγάλη οικονομική ύφεση. Έτσι για να καθυστερήσουν όσο μπορούσαν την ύφεση, προώθησαν μια πρακτική αύξησης του ποσοστού κέρδους σε βάρος του επιπέδου ζωής της εργατικής τάξης, επιβάλλοντας μια μόνιμη δημοσιονομική λιτότητα (τα ελάχιστα ελλείμματα θα σήμαιναν μείωση των κοινωνικών δαπανών και του κράτους πρόνοιας και αύξηση των φόρων) και τον περιορισμό του ρόλου του κράτους στην οικονομία, με την παράλληλη ιδιωτικοποίηση υπηρεσιών και επιχειρήσεων που είχαν αναπτυχθεί με έξοδα των φορολογούμενων όλη την προηγούμενη περίοδο.
Αυτό το νέο μοντέλο είναι που ονομάστηκε νεοφιλελευθερισμός. Στην πράξη σήμαινε την παραδοχή ότι οι καπιταλιστές δεν μπορούσαν άλλο να αναπτύξουν ουσιαστικά τις παραγωγικές δυνάμεις και ότι ήταν αποφασισμένοι να διατηρήσουν τα υπερκέρδη της προηγούμενης περιόδου «ξεζουμίζοντας» την εργατική τάξη, ακόμη κι αν αυτό θα γινόταν με κόστος την καταστροφή της εσωτερικής αγοράς.
Αυτές βεβαίως οι αντεργατικές πολιτικές που ακολούθησε το ευρωπαϊκό κεφάλαιο δεν ήταν απόρροια ούτε του Μάαστριχτ, ούτε αφηρημένα των θεσμών της ΕΕ, αλλά βαθύτερη αναγκαιότητα του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος στη συγκεκριμένη περίοδο. Οι Αμερικάνοι καπιταλιστές, αν και δεν σκόπευαν να μπουν στην ΟΝΕ, εφάρμοσαν την ίδια ακριβώς πολιτική, όπως και οι Βρετανοί, πολύ πριν τη συνθήκη του Μάαστριχτ. Αυτές οι αλλαγές σε τελική ανάλυση θα γίνονταν με ή χωρίς την ΕΕ. Η μόνη διαφορά ήταν ότι η ύπαρξη της ΕΕ, εξαρτούσε τον ρυθμό προώθησής τους από τις ανάγκες των μεγαλύτερων καπιταλιστικών δυνάμεων («γαλλογερμανικός άξονας»), δημιουργώντας πιο ανελαστικό πλαίσιο επιλογών για τις μικρότερες χώρες. Με λίγα λόγια, για την ανυπόφορη κατάσταση στην οποία έχει φτάσει τα τελευταία 20 χρόνια η Ευρωπαϊκή εργατική τάξη, σε τελική ανάλυση δεν φταίει ούτε το Μάαστριχτ, ούτε η ΕΕ, αλλά το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα και πρέπει να συνειδητοποιούμε ότι μόνο η ανατροπή του θα αλλάξει την κατάσταση.
Η Διεύρυνση της Ε.Ε
Μετά την κατάρρευση του Σταλινισμού, ένα νέο πεδίο άνοιξε για τους Ευρωπαίους καπιταλιστές, μια τεράστια αγορά με πλούσιες πρώτες ύλες, φθηνό εργατικό δυναμικό και μη κορεσμένη σε ευρωπαϊκά εμπορεύματα. Τις ίδιες αγορές εποφθαλμιούσε φυσικά και ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός και παράλληλα έβλεπε στις χώρες αυτές και μεγάλη γεωστρατηγική σημασία, για να περικυκλώσει την Ρωσία με την οποία αργά ή γρήγορα θα συγκρουόταν για τις πλούσιες ενεργειακές πηγές του Καυκάσου και για να εξαρτήσει περισσότερο την ΕΕ από τα δικά του συμφέροντα. Οι Ευρωπαίοι ιμπεριαλιστές είχαν ένα μόνο τρόπο να αποκτήσουν προνομιακό έλεγχο στις νέες αυτές χώρες και να αποκλείσουν εν μέρει με δασμούς τα αμερικάνικα εμπορεύματα : να εντάξουν αυτές τις χώρες στην ΕΕ και την ΟΝΕ.
Για τους λαούς των χωρών αυτών, με τραυματικές εμπειρίες από το Σταλινικό καθεστώς και με ένα χαμηλό επίπεδο ζωής, η ένταξη στην ΕΕ, ήταν κάτι που στο μυαλό τους θα εξίσωνε το βιοτικό τους επίπεδο με αυτό των Ευρωπαίων εργατών και θα τους εξασφάλιζε υποτίθεται τις πολιτικές ελευθερίες. Ήδη στο φως της σημερινής οικονομικής κρίσης συνειδητοποιούν ότι αυτό ήταν μια αυταπάτη. Το μόνο που άλλαξε ήταν η εθνικότητα του εκμεταλλευτή τους, ενώ παράλληλα, συνέχισαν να ζουν με «ανατολικούς μισθούς», αλλά ευρωπαϊκές τιμές και με διαλυμένα συνδικαλιστικά δικαιώματα. Παράλληλα, πλήρωσαν ένα βαρύ τίμημα, με το ξεπούλημα των κρατικών επιχειρήσεων στο ευρωπαϊκό κεφάλαιο, με τις ψηλές τιμές που τους επέβαλλαν για υπηρεσίες που προηγουμένως απολάμβαναν δωρεάν, με την καταστροφή της σημαντικής αγροτικής τους οικονομίας, με τον περιορισμό των εξαγωγών τους και την αθρόα εισαγωγή φθηνών αφρικάνικων και ευρωπαϊκών προϊόντων. Όσο για την ποιότητα της δημοκρατίας τους; Οι «βαθειά φιλελεύθεροι» ευρωπαίοι καπιταλιστές, έμειναν παντελώς αδιάφοροι, αν δεν ενίσχυσαν κιόλας την πολιτική καταπίεση αυτών των λαών όπου τους εξυπηρετούσε για να εφαρμόζουν ευκολότερα την οικονομική τους εκμετάλλευση, συντρίβοντας τις αυταπάτες τους αλλά και των ευρωπαίων ρεφορμιστών.
Η διεύρυνση λοιπόν της ΕΕ με τις νέες χώρες, όχι απλώς δε μετέβαλε τη φύση της ως ένα μπλοκ των ευρωπαίων ιμπεριαλιστών, αλλά επιβεβαίωσε τις αποικιοκρατικές της βλέψεις. Οι Μαρξιστές είναι αντίθετοι σε κάθε διεύρυνση της ΕΕ, που δένει νέες χώρες στο άρμα των ιμπεριαλιστών, γιατί το μόνο που εξυπηρετεί είναι η ευκολότερη εκμετάλλευση των λαών και των αγορών τους. Κανένα ιμπεριαλιστικό μπλοκ δεν μπορεί να υποκαταστήσει το ρόλο του εργατικού κινήματος στην κατάκτηση της δημοκρατίας και των πολιτικών ελευθεριών, που στις σύγχρονες συνθήκες είναι ασυμβίβαστες με τον ίδιο τον καπιταλισμό. Το εργατικό κίνημα της Ευρώπης, οφείλει να δείχνει την αλληλεγγύη του σε όλους τους λαούς της Ευρώπης και του κόσμου, και να συντονίζει τη δράση του, ανεξάρτητα από το αν συμμετέχει η κάθε χώρα στην ΕΕ, ανεξάρτητα από τους θεσμούς της, ανεξάρτητα και ενάντια από τα συμφέροντα της ευρωπαϊκής μπουρζουαζίας σε σχέση με αυτή την χώρα.
Μετά την κατάρρευση του Σταλινισμού, ένα νέο πεδίο άνοιξε για τους Ευρωπαίους καπιταλιστές, μια τεράστια αγορά με πλούσιες πρώτες ύλες, φθηνό εργατικό δυναμικό και μη κορεσμένη σε ευρωπαϊκά εμπορεύματα. Τις ίδιες αγορές εποφθαλμιούσε φυσικά και ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός και παράλληλα έβλεπε στις χώρες αυτές και μεγάλη γεωστρατηγική σημασία, για να περικυκλώσει την Ρωσία με την οποία αργά ή γρήγορα θα συγκρουόταν για τις πλούσιες ενεργειακές πηγές του Καυκάσου και για να εξαρτήσει περισσότερο την ΕΕ από τα δικά του συμφέροντα. Οι Ευρωπαίοι ιμπεριαλιστές είχαν ένα μόνο τρόπο να αποκτήσουν προνομιακό έλεγχο στις νέες αυτές χώρες και να αποκλείσουν εν μέρει με δασμούς τα αμερικάνικα εμπορεύματα : να εντάξουν αυτές τις χώρες στην ΕΕ και την ΟΝΕ.
Για τους λαούς των χωρών αυτών, με τραυματικές εμπειρίες από το Σταλινικό καθεστώς και με ένα χαμηλό επίπεδο ζωής, η ένταξη στην ΕΕ, ήταν κάτι που στο μυαλό τους θα εξίσωνε το βιοτικό τους επίπεδο με αυτό των Ευρωπαίων εργατών και θα τους εξασφάλιζε υποτίθεται τις πολιτικές ελευθερίες. Ήδη στο φως της σημερινής οικονομικής κρίσης συνειδητοποιούν ότι αυτό ήταν μια αυταπάτη. Το μόνο που άλλαξε ήταν η εθνικότητα του εκμεταλλευτή τους, ενώ παράλληλα, συνέχισαν να ζουν με «ανατολικούς μισθούς», αλλά ευρωπαϊκές τιμές και με διαλυμένα συνδικαλιστικά δικαιώματα. Παράλληλα, πλήρωσαν ένα βαρύ τίμημα, με το ξεπούλημα των κρατικών επιχειρήσεων στο ευρωπαϊκό κεφάλαιο, με τις ψηλές τιμές που τους επέβαλλαν για υπηρεσίες που προηγουμένως απολάμβαναν δωρεάν, με την καταστροφή της σημαντικής αγροτικής τους οικονομίας, με τον περιορισμό των εξαγωγών τους και την αθρόα εισαγωγή φθηνών αφρικάνικων και ευρωπαϊκών προϊόντων. Όσο για την ποιότητα της δημοκρατίας τους; Οι «βαθειά φιλελεύθεροι» ευρωπαίοι καπιταλιστές, έμειναν παντελώς αδιάφοροι, αν δεν ενίσχυσαν κιόλας την πολιτική καταπίεση αυτών των λαών όπου τους εξυπηρετούσε για να εφαρμόζουν ευκολότερα την οικονομική τους εκμετάλλευση, συντρίβοντας τις αυταπάτες τους αλλά και των ευρωπαίων ρεφορμιστών.
Η διεύρυνση λοιπόν της ΕΕ με τις νέες χώρες, όχι απλώς δε μετέβαλε τη φύση της ως ένα μπλοκ των ευρωπαίων ιμπεριαλιστών, αλλά επιβεβαίωσε τις αποικιοκρατικές της βλέψεις. Οι Μαρξιστές είναι αντίθετοι σε κάθε διεύρυνση της ΕΕ, που δένει νέες χώρες στο άρμα των ιμπεριαλιστών, γιατί το μόνο που εξυπηρετεί είναι η ευκολότερη εκμετάλλευση των λαών και των αγορών τους. Κανένα ιμπεριαλιστικό μπλοκ δεν μπορεί να υποκαταστήσει το ρόλο του εργατικού κινήματος στην κατάκτηση της δημοκρατίας και των πολιτικών ελευθεριών, που στις σύγχρονες συνθήκες είναι ασυμβίβαστες με τον ίδιο τον καπιταλισμό. Το εργατικό κίνημα της Ευρώπης, οφείλει να δείχνει την αλληλεγγύη του σε όλους τους λαούς της Ευρώπης και του κόσμου, και να συντονίζει τη δράση του, ανεξάρτητα από το αν συμμετέχει η κάθε χώρα στην ΕΕ, ανεξάρτητα από τους θεσμούς της, ανεξάρτητα και ενάντια από τα συμφέροντα της ευρωπαϊκής μπουρζουαζίας σε σχέση με αυτή την χώρα.
Οι προοπτικές
Στη σύγχρονη περίοδο, της μεγαλύτερης κρίσης του καπιταλισμού από το 1929, το ίδιο το μέλλον της ΕΕ, μπαίνει σε αμφισβήτηση. Στο Μανιφέστο της Διεθνούς Μαρξιστικής Τάσης για την κρίση (2008) γράφαμε:
«..Τη στιγμή της κρίσης, οι αντιθέσεις ανάμεσα στους καπιταλιστές των διαφόρων εθνικών κρατών έρχονται στο προσκήνιο. Η παρούσα κρίση έχει εκθέσει τις λανθάνουσες κατευθύνσεις και έχει αποκαλύψει την κενότητα ολόκληρης της δημαγωγίας για την ευρωπαϊκή ενοποίηση. Παρά τις διαβεβαιώσεις του κυρίου Σαρκοζί, οι σχέσεις μεταξύ των Ευρωπαίων ηγετών είναι έντονα τεταμένες, και όχι λιγότερο, αυτές μεταξύ των ηγετών της Γαλλίας και της Γερμανίας, των δύο χωρών-κλειδιά της ΕΕ.
Στην πραγματικότητα, κάθε εθνική κυβέρνηση προσπαθεί να θέσει πάνω από όλα τα δικά της συμφέροντα. Η αμοιβαία καχυποψία των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων γίνεται αντιληπτή καθώς έρχονται αντιμέτωπες με την κρίση. Κάθε κυβέρνηση οφείλει να προσπαθήσει να αντιμετωπίσει τον πανικό, που περνώντας από τον Ατλαντικό, φτάνει στα ευρωπαϊκά οικονομικά ιδρύματα. Η Ουάσιγκτον, με μία μόνο κυβέρνηση και ένα πολιτικό σύστημα, δυσκολεύεται να αντιμετωπίσει την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση. Η ΕΕ, αν και έχει μία νομισματική μονάδα και ενιαία αγορά, έχει 27 κυβερνήσεις και δεν έχει ενιαίο σύστημα επιτήρησης των τραπεζών ή μία οικονομική επιτροπή.
Είναι αδύνατο να ενωθούν οικονομίες που έχουν διαφορετικές κατευθύνσεις και έτσι οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις πληρώνουν το τίμημα της δημιουργίας ενός ενιαίου νομίσματος, χωρίς τα ιδρύματα και το ρυθμιστικό σύστημα που θα οδηγήσει στη δημιουργία ενιαίας οικονομίας. Κατά την περίοδο που θα ακολουθήσει οι προστατευτικές τάσεις αναπόφευκτα θα φανερωθούν. Οι μεμονωμένες προσπάθειες των κυβερνήσεων να συγκεντρώσουν δισεκατομμύρια ευρώ σε καταθέσεις μακριά από τις άλλες χώρες είναι αποτέλεσμα των πολιτικών πρακτικών «του ζητιάνου που διεκδικεί τη γειτονιά του» που αναμένονται εντονότερες, όσο θα ριζώνει η κρίση.
Είναι τέτοιες οι εντάσεις ανάμεσα στα εθνικά κράτη που ίσως αμφισβητηθεί ακόμα και η ύπαρξη του ευρώ την ερχόμενη περίοδο. Είναι πιθανό η ΕΕ να διαλυθεί, ή τουλάχιστον να επιβιώσει με ριζικά αλλαγμένες δομές και να περιοριστεί σε κάτι ελαφρώς περισσότερο από μία εμπορική ένωση με χαλαρές δομές…»
Οι λόγοι για τους οποίους έγινε εφικτή η καπιταλιστική ευρωπαϊκή ενοποίηση έχουν εν μέρει εκλείψει. Η οικονομική ανάπτυξη της προηγούμενης περιόδου έχει δώσει τη θέση της σε μια κρίση χωρίς προηγούμενο, που οξύνει στο έπακρο όλες τις αντιθέσεις και οδηγεί στον προστατευτισμό. Το φόβητρο της ΕΣΣΔ έχει εκλείψει. Ωστόσο είναι πολύ λίγο πιθανό να διαλυθεί πλήρως η ΕΕ, όσο θα αντιμετωπίζει πολύ δυνατούς ανταγωνιστές σε διεθνές επίπεδο, καθώς ο κάθε εθνικός καπιταλισμός από μόνος του δεν μπορεί να ανταπεξέλθει. Όμως σε αυτή την περίπτωση θα παραμείνει σαν μια απλή τελωνειακή ένωση. Επίσης θα είναι πάντα χρήσιμη στους ευρωπαίους καπιταλιστές για να αντιμετωπίσουν την άνοδο της ταξικής πάλης, για να τσακίσουν συντονισμένα το ευρωπαϊκό προλεταριάτο. Σε αυτή την περίπτωση, οι Ευρωπαίοι εργάτες, είναι απαραίτητο να της κηρύξουν τον πόλεμο και να βάλουν στο πρόγραμμα τους τη διάλυση της ΕΕ.
«..Τη στιγμή της κρίσης, οι αντιθέσεις ανάμεσα στους καπιταλιστές των διαφόρων εθνικών κρατών έρχονται στο προσκήνιο. Η παρούσα κρίση έχει εκθέσει τις λανθάνουσες κατευθύνσεις και έχει αποκαλύψει την κενότητα ολόκληρης της δημαγωγίας για την ευρωπαϊκή ενοποίηση. Παρά τις διαβεβαιώσεις του κυρίου Σαρκοζί, οι σχέσεις μεταξύ των Ευρωπαίων ηγετών είναι έντονα τεταμένες, και όχι λιγότερο, αυτές μεταξύ των ηγετών της Γαλλίας και της Γερμανίας, των δύο χωρών-κλειδιά της ΕΕ.
Στην πραγματικότητα, κάθε εθνική κυβέρνηση προσπαθεί να θέσει πάνω από όλα τα δικά της συμφέροντα. Η αμοιβαία καχυποψία των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων γίνεται αντιληπτή καθώς έρχονται αντιμέτωπες με την κρίση. Κάθε κυβέρνηση οφείλει να προσπαθήσει να αντιμετωπίσει τον πανικό, που περνώντας από τον Ατλαντικό, φτάνει στα ευρωπαϊκά οικονομικά ιδρύματα. Η Ουάσιγκτον, με μία μόνο κυβέρνηση και ένα πολιτικό σύστημα, δυσκολεύεται να αντιμετωπίσει την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση. Η ΕΕ, αν και έχει μία νομισματική μονάδα και ενιαία αγορά, έχει 27 κυβερνήσεις και δεν έχει ενιαίο σύστημα επιτήρησης των τραπεζών ή μία οικονομική επιτροπή.
Είναι αδύνατο να ενωθούν οικονομίες που έχουν διαφορετικές κατευθύνσεις και έτσι οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις πληρώνουν το τίμημα της δημιουργίας ενός ενιαίου νομίσματος, χωρίς τα ιδρύματα και το ρυθμιστικό σύστημα που θα οδηγήσει στη δημιουργία ενιαίας οικονομίας. Κατά την περίοδο που θα ακολουθήσει οι προστατευτικές τάσεις αναπόφευκτα θα φανερωθούν. Οι μεμονωμένες προσπάθειες των κυβερνήσεων να συγκεντρώσουν δισεκατομμύρια ευρώ σε καταθέσεις μακριά από τις άλλες χώρες είναι αποτέλεσμα των πολιτικών πρακτικών «του ζητιάνου που διεκδικεί τη γειτονιά του» που αναμένονται εντονότερες, όσο θα ριζώνει η κρίση.
Είναι τέτοιες οι εντάσεις ανάμεσα στα εθνικά κράτη που ίσως αμφισβητηθεί ακόμα και η ύπαρξη του ευρώ την ερχόμενη περίοδο. Είναι πιθανό η ΕΕ να διαλυθεί, ή τουλάχιστον να επιβιώσει με ριζικά αλλαγμένες δομές και να περιοριστεί σε κάτι ελαφρώς περισσότερο από μία εμπορική ένωση με χαλαρές δομές…»
Οι λόγοι για τους οποίους έγινε εφικτή η καπιταλιστική ευρωπαϊκή ενοποίηση έχουν εν μέρει εκλείψει. Η οικονομική ανάπτυξη της προηγούμενης περιόδου έχει δώσει τη θέση της σε μια κρίση χωρίς προηγούμενο, που οξύνει στο έπακρο όλες τις αντιθέσεις και οδηγεί στον προστατευτισμό. Το φόβητρο της ΕΣΣΔ έχει εκλείψει. Ωστόσο είναι πολύ λίγο πιθανό να διαλυθεί πλήρως η ΕΕ, όσο θα αντιμετωπίζει πολύ δυνατούς ανταγωνιστές σε διεθνές επίπεδο, καθώς ο κάθε εθνικός καπιταλισμός από μόνος του δεν μπορεί να ανταπεξέλθει. Όμως σε αυτή την περίπτωση θα παραμείνει σαν μια απλή τελωνειακή ένωση. Επίσης θα είναι πάντα χρήσιμη στους ευρωπαίους καπιταλιστές για να αντιμετωπίσουν την άνοδο της ταξικής πάλης, για να τσακίσουν συντονισμένα το ευρωπαϊκό προλεταριάτο. Σε αυτή την περίπτωση, οι Ευρωπαίοι εργάτες, είναι απαραίτητο να της κηρύξουν τον πόλεμο και να βάλουν στο πρόγραμμα τους τη διάλυση της ΕΕ.
Η στάση των Μαρξιστών
Για τους Μαρξιστές, το βασικό ζήτημα είναι μια τοποθέτηση από ταξική σκοπιά. Από την αρχή της ευρωπαϊκής ενοποίησης, μια μερίδα της αστικής τάξης, στεκόταν ενάντια στη διαδικασία, από τη σκοπιά του προστατευτισμού και της προστασίας της εσωτερικής αγοράς. Οι δεξιοί Σοσιαλδημοκράτες ηγέτες και οι αριστεροί ρεφορμιστές, σε πολλές περιπτώσεις διαιρέθηκαν ανάμεσα σε αυτούς που έβλεπαν την Ευρωπαϊκή ενοποίηση ως μια προοδευτική διαδικασία και σε αυτούς που ταυτίζονταν με την «ευρωσκεπτικιστική» μερίδα της αστικής τάξης, από τη σκοπιά της εθνικής ανεξαρτησίας και όχι της ταξικής. Ιδιαίτερα από το Μάαστριχτ και μετά και το γκρέμισμα του «κράτους πρόνοιας», τοποθετούνται ενάντια στην ΕΕ ή σε συγκεκριμένες πολιτικές που προωθεί με στόχο την επιστροφή στον Κεϋνσιανισμό. Αυτή η πολιτική είναι αδιέξοδη. Η επιστροφή στον Κεϋνσιανισμό, θα οδηγούσε σε μια νέα πληθωριστική φούσκα και θα άνοιγε ξανά τον φαύλο κύκλο πληθωρισμού-λιτότητας.
Ο Μαρξ, πολλά χρόνια πριν είχε τοποθετηθεί για το ζήτημα της διαμάχης ανάμεσα στον προστατευτισμό και το ελεύθερο εμπόριο, μια διαμάχη που αφορούσε τη σύγκρουση συμφερόντων ανάμεσα σε γαιοκτήμονες και πιο μικρούς καπιταλιστές και την αστική τάξη. Η διαμάχη αυτή έχει πολλά κοινά με τη διαμάχη σχετικά με την παραμονή ή όχι στην ΕΕ. Η βασική λογική του Μαρξ, ήταν ότι το εργατικό κίνημα δεν έχει κανένα κοινό συμφέρον με καμία από τις δύο μερίδες της άρχουσας τάξης και δεν έχει τίποτα να κερδίσει υποστηρίζοντας τη μία από τις δύο απόψεις. Το εργατικό κίνημα πρέπει να τοποθετηθεί από τη σκοπιά της ταξικής ανεξαρτησίας, της υπεράσπισης των δικών του ανεξάρτητων συμφερόντων, που είναι δεμένα με το σοσιαλιστικό σχεδιασμό της οικονομίας, ούτε με τον προστατευτισμό, ούτε με την ελεύθερη αγορά.
Από αυτή τη σκοπιά λοιπόν, στεκόμαστε ενάντια σε όλα τα αντιλαϊκά μέτρα που προτείνει η ΕΕ. Για όλους τους λόγους που αναλύσαμε παραπάνω, τοποθετούμαστε σαν Μαρξιστές ενάντια στην ίδια την ΕΕ γιατί δεν έχει τίποτε το προοδευτικό. Υποστηρίζουμε τη διάλυση της ΕΕ σαν τμήμα της χειραφέτησης της ευρωπαϊκής εργατικής τάξης.
Η ΕΕ δεν μπορεί να μεταρρυθμιστεί, να γίνει φιλολαϊκή. Όπως ακριβώς το εργατικό κίνημα δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει το αστικό κράτος για να εξυπηρετήσει τα δικά του συμφέροντα, αλλά πρέπει να το τσακίσει προκειμένου να ξεκινήσει το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό, έτσι ακριβώς δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει και τους ταξικά φορτισμένους θεσμούς της ΕΕ, που είναι φτιαγμένοι για να εξυπηρετούν τα συμφέροντα των Ευρωπαίων Ιμπεριαλιστών. Πρέπει να τους διαλύσει στο δρόμο του για την αλλαγή της κοινωνίας.
Ακόμη κι αν «άλλαζαν οι συσχετισμοί» όπως υποστηρίζουν οι ρεφορμιστές και αν αναδεικνύονταν αριστερές κυβερνήσεις, η ΕΕ θα ήταν εργαλείο ανατροπής τους. Αν δοκίμαζαν να πάρουν ακόμη και το πιο στοιχειώδες φιλολαϊκό μέτρο, θα έρχονταν σε σύγκρουση με τις πιο θεμελιώδεις αρχές και συνθήκες της Ένωσης. Το μόνο «πεδίο πάλης» και μόνο σε συμβολικό επίπεδο είναι το Ευρωκοινοβούλιο, το οποίο όπως και όλους τους άλλους αστικούς αντιπροσωπευτικούς θεσμούς, όσο δεν μπορεί να τους ανατρέψει το εργατικό κίνημα πρέπει να τους χρησιμοποιεί η Αριστερά για την προπαγάνδα της, χωρίς όμως ποτέ να καλλιεργεί αυταπάτες για το ρόλο τους.
Από αυτή τη σκοπιά λοιπόν στεκόμαστε ενάντια σε όλα τα αντιλαϊκά μέτρα που προτείνει η ΕΕ. Η ΕΕ δεν μπορεί να μεταρρυθμιστεί, να γίνει φιλολαϊκή. Υποστηρίζουμε την έξοδο από αυτή και την διάλυση της ΕΕ σαν τμήμα του διεθνιστικού αγώνα για τη χειραφέτηση της ευρωπαϊκής εργατικής τάξης. Ταυτόχρονα είμαστε αντίθετοι σε μια λογική «αποδέσμευσης» από την ΕΕ για να ακολουθηθεί μια κάποιου είδους «εθνική» πορεία οικονομικής ανάπτυξης. Η έξοδος της χώρας από την ΕΕ πρέπει να ειδωθεί από τη σκοπιά της ταξικής χειραφέτησης των εργαζομένων και όχι της εθνικής ανεξαρτησίας. Αν το βήμα της εξόδου δεν συνοδευτεί από την κοινωνικοποίηση των μονοπωλίων, το σοσιαλιστικό σχεδιασμό της οικονομίας και την επιδίωξη της οικοδόμησης μιας σοσιαλιστικής ενωμένης Ευρώπης στη βάση του κοινού αγώνα όλων των ευρωπαίων προλετάριων, θα έχει τελικά αντιδραστικό και όχι προοδευτικό χαρακτήρα. Ακριβώς γιατί είναι η κυριαρχία των μονοπωλίων και όχι η ίδια η ύπαρξη της ΕΕ που κρατά υπόδουλη την εργατική τάξη. Δεν μπορεί να υπάρξει καμιά εθνική οικονομική αυτάρκεια, ούτε καν σε μια χώρα όπως η Αγγλία και η Γερμανία, πολύ περισσότερο δε, ούτε σε μια χώρα όπως η Ελλάδα. Αν δεν καταργηθεί η εξουσία των μονοπωλίων, η προσπάθεια μιας χώρας να σταθεί με τις δικές της δυνάμεις στην παγκόσμια αγορά, που η κυριαρχία της είναι το κύριο χαρακτηριστικό της εποχής μας, θα καταλήξει στην καταστροφή της οικονομίας της και το βαρύτερο τίμημα θα πληρώσει η εργατική τάξη. Η ίδια η δημιουργία της ΕΕ αποτελεί παραδοχή ότι ο καπιταλισμός δεν μπορεί να αναπτύσσεται πια μέσα στα εθνικά σύνορα, δεν μπορεί να υπάρξει σε μια χώρα, πολύ περισσότερο δεν μπορεί ο σοσιαλισμός.
Η σοσιαλιστική επανάσταση σε μια χώρα της Ευρώπης μπορεί να σταθεί μόνο σαν πρώτη πράξη της σοσιαλιστικής επανάστασης σε όλη την Ευρώπη. Η σοσιαλιστική ενοποίηση της Ευρώπης θα ήταν ένα τεράστιο προοδευτικό βήμα για όλη την ανθρωπότητα. Μία ήπειρος με πάνω από 400 εκ. πληθυσμό, με 8,4 δις κοινό ΑΕΠ και πλούσιες πλουτοπαραγωγικές πηγές, αλλά και με τεράστιο πολιτισμό και τεχνογνωσία, θα μπορούσε να αποτελέσει την ατμομηχανή της εξέλιξης όλης της ανθρωπότητας και να αναπτύξει τις παραγωγικές δυνάμεις σε τέτοιο επίπεδο, που κάθε ανισότητα, κάθε εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο θα ήταν όχι απλώς περιττή, αλλά παράλογη. Απαραίτητη προϋπόθεση για να γίνει αυτό είναι η ιδιοκτησία «των ατμομηχανών» της οικονομίας να γίνει κοινωνική, η εργατική τάξη όλων των εθνικοτήτων της Ευρώπης να τα πάρει στα χέρια της και να τα σχεδιάσει δημοκρατικά, για να καλύψει τις ανάγκες του πληθυσμού της ηπείρου. Ταυτόχρονα πρέπει να διευθύνει την μοίρα της ηπείρου με τους θεσμούς της δικής του εξουσίας, στα πλαίσια μιας εθελοντικής ένωσης, μιας ομοσπονδίας εργατικών κρατών, των Ενωμένων Σοσιαλιστικών Πολιτειών της Ευρώπης, στα πλαίσια των οποίων, η αυτονομία του κάθε λαού και η ελευθερία του κάθε ανθρώπου θα είναι εξασφαλισμένη. Αυτό θα αποτελούσε το πρώτο γιγάντιο βήμα για τις Ενωμένες Σοσιαλιστικές Πολιτείες του Κόσμου.
Ο Μαρξ, πολλά χρόνια πριν είχε τοποθετηθεί για το ζήτημα της διαμάχης ανάμεσα στον προστατευτισμό και το ελεύθερο εμπόριο, μια διαμάχη που αφορούσε τη σύγκρουση συμφερόντων ανάμεσα σε γαιοκτήμονες και πιο μικρούς καπιταλιστές και την αστική τάξη. Η διαμάχη αυτή έχει πολλά κοινά με τη διαμάχη σχετικά με την παραμονή ή όχι στην ΕΕ. Η βασική λογική του Μαρξ, ήταν ότι το εργατικό κίνημα δεν έχει κανένα κοινό συμφέρον με καμία από τις δύο μερίδες της άρχουσας τάξης και δεν έχει τίποτα να κερδίσει υποστηρίζοντας τη μία από τις δύο απόψεις. Το εργατικό κίνημα πρέπει να τοποθετηθεί από τη σκοπιά της ταξικής ανεξαρτησίας, της υπεράσπισης των δικών του ανεξάρτητων συμφερόντων, που είναι δεμένα με το σοσιαλιστικό σχεδιασμό της οικονομίας, ούτε με τον προστατευτισμό, ούτε με την ελεύθερη αγορά.
Από αυτή τη σκοπιά λοιπόν, στεκόμαστε ενάντια σε όλα τα αντιλαϊκά μέτρα που προτείνει η ΕΕ. Για όλους τους λόγους που αναλύσαμε παραπάνω, τοποθετούμαστε σαν Μαρξιστές ενάντια στην ίδια την ΕΕ γιατί δεν έχει τίποτε το προοδευτικό. Υποστηρίζουμε τη διάλυση της ΕΕ σαν τμήμα της χειραφέτησης της ευρωπαϊκής εργατικής τάξης.
Η ΕΕ δεν μπορεί να μεταρρυθμιστεί, να γίνει φιλολαϊκή. Όπως ακριβώς το εργατικό κίνημα δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει το αστικό κράτος για να εξυπηρετήσει τα δικά του συμφέροντα, αλλά πρέπει να το τσακίσει προκειμένου να ξεκινήσει το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό, έτσι ακριβώς δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει και τους ταξικά φορτισμένους θεσμούς της ΕΕ, που είναι φτιαγμένοι για να εξυπηρετούν τα συμφέροντα των Ευρωπαίων Ιμπεριαλιστών. Πρέπει να τους διαλύσει στο δρόμο του για την αλλαγή της κοινωνίας.
Ακόμη κι αν «άλλαζαν οι συσχετισμοί» όπως υποστηρίζουν οι ρεφορμιστές και αν αναδεικνύονταν αριστερές κυβερνήσεις, η ΕΕ θα ήταν εργαλείο ανατροπής τους. Αν δοκίμαζαν να πάρουν ακόμη και το πιο στοιχειώδες φιλολαϊκό μέτρο, θα έρχονταν σε σύγκρουση με τις πιο θεμελιώδεις αρχές και συνθήκες της Ένωσης. Το μόνο «πεδίο πάλης» και μόνο σε συμβολικό επίπεδο είναι το Ευρωκοινοβούλιο, το οποίο όπως και όλους τους άλλους αστικούς αντιπροσωπευτικούς θεσμούς, όσο δεν μπορεί να τους ανατρέψει το εργατικό κίνημα πρέπει να τους χρησιμοποιεί η Αριστερά για την προπαγάνδα της, χωρίς όμως ποτέ να καλλιεργεί αυταπάτες για το ρόλο τους.
Από αυτή τη σκοπιά λοιπόν στεκόμαστε ενάντια σε όλα τα αντιλαϊκά μέτρα που προτείνει η ΕΕ. Η ΕΕ δεν μπορεί να μεταρρυθμιστεί, να γίνει φιλολαϊκή. Υποστηρίζουμε την έξοδο από αυτή και την διάλυση της ΕΕ σαν τμήμα του διεθνιστικού αγώνα για τη χειραφέτηση της ευρωπαϊκής εργατικής τάξης. Ταυτόχρονα είμαστε αντίθετοι σε μια λογική «αποδέσμευσης» από την ΕΕ για να ακολουθηθεί μια κάποιου είδους «εθνική» πορεία οικονομικής ανάπτυξης. Η έξοδος της χώρας από την ΕΕ πρέπει να ειδωθεί από τη σκοπιά της ταξικής χειραφέτησης των εργαζομένων και όχι της εθνικής ανεξαρτησίας. Αν το βήμα της εξόδου δεν συνοδευτεί από την κοινωνικοποίηση των μονοπωλίων, το σοσιαλιστικό σχεδιασμό της οικονομίας και την επιδίωξη της οικοδόμησης μιας σοσιαλιστικής ενωμένης Ευρώπης στη βάση του κοινού αγώνα όλων των ευρωπαίων προλετάριων, θα έχει τελικά αντιδραστικό και όχι προοδευτικό χαρακτήρα. Ακριβώς γιατί είναι η κυριαρχία των μονοπωλίων και όχι η ίδια η ύπαρξη της ΕΕ που κρατά υπόδουλη την εργατική τάξη. Δεν μπορεί να υπάρξει καμιά εθνική οικονομική αυτάρκεια, ούτε καν σε μια χώρα όπως η Αγγλία και η Γερμανία, πολύ περισσότερο δε, ούτε σε μια χώρα όπως η Ελλάδα. Αν δεν καταργηθεί η εξουσία των μονοπωλίων, η προσπάθεια μιας χώρας να σταθεί με τις δικές της δυνάμεις στην παγκόσμια αγορά, που η κυριαρχία της είναι το κύριο χαρακτηριστικό της εποχής μας, θα καταλήξει στην καταστροφή της οικονομίας της και το βαρύτερο τίμημα θα πληρώσει η εργατική τάξη. Η ίδια η δημιουργία της ΕΕ αποτελεί παραδοχή ότι ο καπιταλισμός δεν μπορεί να αναπτύσσεται πια μέσα στα εθνικά σύνορα, δεν μπορεί να υπάρξει σε μια χώρα, πολύ περισσότερο δεν μπορεί ο σοσιαλισμός.
Η σοσιαλιστική επανάσταση σε μια χώρα της Ευρώπης μπορεί να σταθεί μόνο σαν πρώτη πράξη της σοσιαλιστικής επανάστασης σε όλη την Ευρώπη. Η σοσιαλιστική ενοποίηση της Ευρώπης θα ήταν ένα τεράστιο προοδευτικό βήμα για όλη την ανθρωπότητα. Μία ήπειρος με πάνω από 400 εκ. πληθυσμό, με 8,4 δις κοινό ΑΕΠ και πλούσιες πλουτοπαραγωγικές πηγές, αλλά και με τεράστιο πολιτισμό και τεχνογνωσία, θα μπορούσε να αποτελέσει την ατμομηχανή της εξέλιξης όλης της ανθρωπότητας και να αναπτύξει τις παραγωγικές δυνάμεις σε τέτοιο επίπεδο, που κάθε ανισότητα, κάθε εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο θα ήταν όχι απλώς περιττή, αλλά παράλογη. Απαραίτητη προϋπόθεση για να γίνει αυτό είναι η ιδιοκτησία «των ατμομηχανών» της οικονομίας να γίνει κοινωνική, η εργατική τάξη όλων των εθνικοτήτων της Ευρώπης να τα πάρει στα χέρια της και να τα σχεδιάσει δημοκρατικά, για να καλύψει τις ανάγκες του πληθυσμού της ηπείρου. Ταυτόχρονα πρέπει να διευθύνει την μοίρα της ηπείρου με τους θεσμούς της δικής του εξουσίας, στα πλαίσια μιας εθελοντικής ένωσης, μιας ομοσπονδίας εργατικών κρατών, των Ενωμένων Σοσιαλιστικών Πολιτειών της Ευρώπης, στα πλαίσια των οποίων, η αυτονομία του κάθε λαού και η ελευθερία του κάθε ανθρώπου θα είναι εξασφαλισμένη. Αυτό θα αποτελούσε το πρώτο γιγάντιο βήμα για τις Ενωμένες Σοσιαλιστικές Πολιτείες του Κόσμου.
Πηγή : marxismos
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου