Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2020

Ο Ένγκελς Σήμερα : Για Τη Μεταβατική Λογική Της Πολιτικής Πάλης / του Χρή­στου Κε­φα­λή

Το έργο του Φρίντριχ Ένγκελς, όπως και εκείνο του Μαρξ, είναι εξαιρετικά ευρύ και πολύπλευρο, ώστε να μην μπορεί να αξιολογηθεί και συσχετιστεί με το σήμερα σε ένα σύντομο άρθρο.

Από το 1844, όταν εγκαι­νιά­στη­κε η βαθιά φιλία του με τον Μαρξ, ο Έν­γκελς συ­νει­σέ­φε­ρε κα­θο­ρι­στι­κά στη θε­με­λί­ω­ση του επι­στη­μο­νι­κού σο­σια­λι­σμού. Οι πο­λε­μι­κές του ενά­ντια στον Σέ­λινγκ στη φάση του χε­γκε­λια­νού ρι­ζο­σπα­στι­σμού του· η γνω­ρι­μία του με τη ζωή της αγ­γλι­κής ερ­γα­τι­κής τάξης, καρ­πός της οποί­ας ήταν η εδραί­ω­ση των κομ­μου­νι­στι­κών πε­ποι­θή­σε­ών του και το πρώτο με­γά­λο του έργο, Η Κα­τά­στα­ση της Ερ­γα­τι­κής Τάξης στην Αγ­γλία· οι κοι­νές φι­λο­σο­φι­κές ερ­γα­σί­ες με τον Μαρξ στα 1844-46 (Αγία Οι­κο­γέ­νεια και Γερ­μα­νι­κή Ιδε­ο­λο­γία)· οι πρώ­τες ση­μα­ντι­κές ιστο­ρι­κές με­λέ­τες του μετά την ήττα των επα­να­στά­σε­ων του 1848 (Επα­νά­στα­ση και Αντε­πα­νά­στα­ση στη Γερ­μα­νία, Ο Πό­λε­μος των Χω­ρι­κών στη Γερ­μα­νία)· η κα­θο­ρι­στι­κή συμ­βο­λή του στη μαρ­ξι­στι­κή φι­λο­σο­φία με το Αντί-Ντί­ρινγκ και τις με­λέ­τες του για τη δια­λε­κτι­κή της φύσης· η επι­με­λής ερ­γα­σία του για την έκ­δο­ση των ανο­λο­κλή­ρω­των τόμων ΙΙ και ΙΙΙ του Κε­φα­λαί­ου· η κα­θο­ρι­στι­κή συμ­βο­λή του στην ορ­γά­νω­ση και τον ιδε­ο­λο­γι­κό εξο­πλι­σμό των μα­ζι­κών ερ­γα­τι­κών κομ­μά­των στα πρώτα χρό­νια της Β΄ Διε­θνούς· τέλος, οι με­λέ­τες του για την πρω­τό­γο­νη κοι­νω­νία, τον ου­το­πι­κό σο­σια­λι­σμό και τον Φόιερ­μπαχ – είναι τα πιο κύρια ορό­ση­μα της δια­νοη­τι­κής του πο­ρεί­ας.

Η βα­ρύ­νου­σα ση­μα­σία αυτής της κλη­ρο­νο­μιάς είναι προ­φα­νής για κάθε μαρ­ξι­στή και κομ­μου­νι­στή ακτι­βι­στή. Το τι όμως έχει να μας πει σε σχέση με τα τω­ρι­νά κα­θή­κο­ντα του κι­νή­μα­τος δεν είναι πάντα άμεσα αντι­λη­πτό. Σε αυτό το τε­λευ­ταίο ερώ­τη­μα θα επι­χει­ρή­σου­με να συμ­βά­λου­με με κά­ποιες σκέ­ψεις, στο πλαί­σιο της συ­ζή­τη­σης για τα 200 χρό­νια του Έν­γκελς, με μια ανα­φο­ρά σε μια από τις πιο πρω­το­πό­ρες και γό­νι­μες επε­ξερ­γα­σί­ες του: τις ιδέες του για το με­τα­βα­τι­κό πρό­γραμ­μα.

Ο Έν­γκελς ήταν πράγ­μα­τι εκεί­νος που συ­νέ­λα­βε πρώ­τος και ανέ­λυ­σε τη ση­μα­σία των με­τα­βα­τι­κών αι­τη­μά­των και του με­τα­βα­τι­κού προ­γράμ­μα­τος ως μο­χλού στον επα­να­στα­τι­κό αγώνα του προ­λε­τα­ριά­του, ει­δι­κά δε στο πέ­ρα­σμα στη σο­σια­λι­στι­κή επα­νά­στα­ση. Έθεσε και ανέ­λυ­σε αρ­κε­τά αυτό το ζή­τη­μα στα 1847, στο πλαί­σιο της πο­λε­μι­κής του στον Καρλ Χάιν­τσεν και στην μπρο­σού­ρα του Οι Αρχές του Κομ­μου­νι­σμού, αλλά και πολύ αρ­γό­τε­ρα, στα 1891, σε επι­στο­λή του στον Μαξ Οπεν­χάιμ. Αυτές οι ιδέες εν­σω­μα­τώ­θη­καν από τον Μαρξ στο προ­γραμ­μα­τι­κό, πο­λι­τι­κό μέρος του Κομ­μου­νι­στι­κού Μα­νι­φέ­στου, του πιο διά­ση­μου κοι­νού κει­μέ­νου των κλα­σι­κών, ενώ είναι ορα­τός ο αντί­κτυ­πός τους και στη με­τέ­πει­τα κοινή τους Προ­σφώ­νη­ση στην Ένωση των Κομ­μου­νι­στών. Αρ­γό­τε­ρα, οι Λένιν και Τρό­τσκι επα­να­βε­βαί­ω­σαν και προ­ώ­θη­σαν πα­ρα­πέ­ρα τη με­τα­βα­τι­κή προ­βλη­μα­τι­κή στις συν­θή­κες της επο­χής του ιμπε­ρια­λι­σμού και της φα­σι­στι­κής ανό­δου.

Το με­τα­βα­τι­κό πρό­γραμ­μα, όπως δια­τυ­πώ­θη­κε στο Κομ­μου­νι­στι­κό Μα­νι­φέ­στο, πε­ρι­λάμ­βα­νε μια σειρά ρι­ζο­σπα­στι­κά αι­τή­μα­τα που, παρ­μέ­να χω­ρι­στά το κα­θέ­να, ήταν αστι­κά αι­τή­μα­τα: κα­τάρ­γη­ση της ατο­μι­κής ιδιο­κτη­σί­ας στη γη, επι­βο­λή βα­ριάς φο­ρο­λο­γί­ας στον ιδιω­τι­κό πλού­το, κα­τάρ­γη­ση του δι­καιώ­μα­τος της κλη­ρο­νο­μιάς, εθνι­κο­ποί­η­ση των με­τα­φο­ρών και των επι­κοι­νω­νιών, ελεύ­θε­ρη δη­μό­σια εκ­παί­δευ­ση, κοκ. Οι κλα­σι­κοί ανα­γνώ­ρι­ζαν ότι αυτά τα μέτρα ήταν αντι­φα­τι­κά και δεν θα μπο­ρού­σαν να στα­θούν μό­νι­μα ως τέ­τοια. Η αξία και το νόημά τους βρι­σκό­ταν στην προ­ο­πτι­κή που άνοι­γαν για το βά­θε­μα της επα­νά­στα­σης: «στην πο­ρεία της ανά­πτυ­ξης», τό­νι­ζαν, «απαι­τούν πα­ρα­πέ­ρα εισ­ρο­ές στην παλιά κοι­νω­νι­κή τάξη και είναι ανα­πό­φευ­κτα ως ένα μέσο για την πλήρη επα­να­στα­τι­κο­ποί­η­ση του τρό­που της πα­ρα­γω­γής»[1].

Στην πο­λε­μι­κή του στον Χάιν­τσεν ο Έν­γκελς είχε δώσει ήδη μια πρώτη θε­με­λί­ω­ση των με­τα­βα­τι­κών αι­τη­μά­των. Ο Χάιν­τσεν, ένας μι­κρο­α­στός δη­μο­σιο­λό­γος, θε­ω­ρού­σε ότι η εκ­πλή­ρω­ση αυτών των αι­τη­μά­των θα μπο­ρού­σε να οδη­γή­σει σε έναν ει­ρη­νι­κό κα­πι­τα­λι­σμό τύπου Ελ­βε­τί­ας, επι­λύ­ο­ντας τις οι­κο­νο­μι­κές και κοι­νω­νι­κές αντι­θέ­σεις. Ο Έν­γκελς αντί­θε­τα τό­νι­σε ότι τα με­τα­βα­τι­κά αι­τή­μα­τα δεν έχουν νόημα για μια ει­ρη­νι­κή, αλλά μόνο για μια επα­να­στα­τι­κή κα­τά­στα­ση. Η εκ­πλή­ρω­σή τους θα γι­νό­ταν δυ­να­τή στο πλαί­σιο του με­τα­βα­τι­κού αγώνα των τά­ξε­ων, που θα έθετε επί τά­πη­τος αυτές τις αλ­λα­γές, μέσα από τις οι­κο­νο­μι­κές, πο­λι­τι­κές και άλλες ανα­στα­τώ­σεις που θα προ­έ­κυ­πταν[2]. Είναι έτσι σαφές ότι ήδη στα 1847 τα με­τα­βα­τι­κά αι­τή­μα­τα είχαν στον Έν­γκελς όχι μόνο μια διά­στα­ση στραμ­μέ­νη στο πα­ρελ­θόν, δη­λα­δή της από­κρι­σης στην αδυ­να­μία άμε­σου πε­ρά­σμα­τος στο σο­σια­λι­σμό λόγω των ανώ­ρι­μων γερ­μα­νι­κών συν­θη­κών, αλλά και μια που κοι­τού­σε στο μέλ­λον, στα μελ­λο­ντι­κά απο­τε­λέ­σμα­τα της κα­πι­τα­λι­στι­κής ανά­πτυ­ξης.

Αυτή η τε­λευ­ταία όψη έρ­χε­ται στο προ­σκή­νιο στην επι­στο­λή του στον Μαξ Οπεν­χάιμ το 1891. Εκεί ο Έν­γκελς ανα­φέ­ρε­ται σε μια μελ­λο­ντι­κή με­γά­λη κρίση του κα­πι­τα­λι­σμού, που θα κρα­τού­σε 5-6 χρό­νια, οδη­γώ­ντας σε μια κα­τά­στα­ση που θα απαι­τού­σε κα­τε­πεί­γο­ντα μέτρα για να βγει η κοι­νω­νία από τα αδιέ­ξο­δα και τις πλη­γές της. Σε αυτή τη σύν­δε­ση ανα­πτύσ­σει ένα επι­χεί­ρη­μα για το πώς η πα­ρα­πέ­ρα ανά­πτυ­ξη του κα­πι­τα­λι­σμού θα μπο­ρού­σε, με τις σύμ­φυ­τες κα­τα­στρο­φι­κές τά­σεις της, να επι­φέ­ρει μια τέ­τοια κα­τά­στα­ση, και για την πο­λι­τι­κή τα­κτι­κή των κομ­μου­νι­στών, εστιά­ζο­ντας πάλι στα με­τα­βα­τι­κά μέτρα, τα «μέτρα σω­τη­ρί­ας του λαού», όπως τα απο­κα­λού­σε και στην πο­λε­μι­κή του στον Χάιν­τσεν, ως «μέτρα τα οποία, φαι­νο­με­νι­κά έχο­ντας την πρό­θε­ση να θε­ρα­πεύ­σουν κακά που ξαφ­νι­κά ανέ­λα­βαν τε­ρά­στιες και ανυ­πό­φο­ρες ανα­λο­γί­ες, τε­λι­κά θα οδη­γή­σουν σε υπο­νό­μευ­ση των θε­με­λί­ων του υφι­στά­με­νου τρό­που πα­ρα­γω­γής»[3].

Η με­τα­βα­τι­κή λο­γι­κή είναι επί­σης πε­ρί­ο­πτα ευ­διά­κρι­τη σε ένα άλλο ση­μα­ντι­κό κοινό κεί­με­νο των κλα­σι­κών, την Προ­σφώ­νη­ση της Κε­ντρι­κής Επι­τρο­πής στην Ένωση των Κομ­μου­νι­στών (1850). Οι Μαρξ και Έν­γκελς, προ­σβλέ­πο­ντας εκεί σε μια νέα άνοδο της επα­νά­στα­σης στη Γερ­μα­νία, συ­ζη­τούν την ανα­γκαία κομ­μου­νι­στι­κή στρα­τη­γι­κή και τα­κτι­κή, ώστε να εμπο­δι­στούν οι μι­κρο­α­στοί δη­μο­κρά­τες, που θα ηγε­μό­νευαν αρ­χι­κά την επα­νά­στα­ση, να την πε­ριο­ρί­σουν στα αστι­κά πλαί­σια. Ανα­φε­ρό­με­νοι στο πρό­γραμ­μα, ση­μειώ­νουν ότι αρ­χι­κά οι ερ­γά­τες δεν θα έπρε­πε να προ­τεί­νουν κα­θα­ρά κομ­μου­νι­στι­κά μέτρα, αλλά κα­θή­κον τους θα ήταν μάλ­λον να οδη­γούν στην ακραία τους κα­τά­λη­ξη τα με­σο­βέ­ζι­κα αι­τή­μα­τα των αστών δη­μο­κρα­τών: απαλ­λο­τρί­ω­ση ερ­γο­στα­σί­ων και σι­δη­ρο­δρό­μων αντί της εξα­γο­ράς τους, απο­κή­ρυ­ξη του δη­μό­σιου χρέ­ους αντί για ρύθ­μι­σή του (ένα αί­τη­μα που βρέ­θη­κε στο επί­κε­ντρο στην κρίση των μνη­μο­νί­ων), βαριά φο­ρο­λο­γία του πλού­του, κοκ[4]. Έτσι και εδώ προ­κρί­νουν τη με­τα­βα­τι­κό­τη­τα, τόσο ένα­ντι της αστι­κής με­ταρ­ρύθ­μι­σης, όσο και μιας άκαι­ρης κομ­μου­νι­στι­κής πο­λι­τι­κής όταν δεν είναι ακόμη ώριμη οι αντι­κει­με­νι­κοί όροι ή/και η συ­νεί­δη­ση των μαζών.

Επι­γραμ­μα­τι­κά θα προ­σθέ­σου­με ότι η ίδια λο­γι­κή ακο­λου­θή­θη­κε από τους Λένιν και Τρό­τσκι στις πα­ρα­μο­νές του Οκτώ­βρη. Ένα δείγ­μα της πα­ρέ­χει η μπρο­σού­ρα «Η κα­τα­στρο­φή που μας απει­λεί και πώς πρέ­πει να την κα­τα­πο­λε­μή­σου­με», όπου ο Λένιν πα­ρου­σί­α­σε μια σειρά με­τα­βα­τι­κών αι­τη­μά­των σω­τη­ρί­ας του λαού από την ερή­μω­ση του ιμπε­ρια­λι­στι­κού πο­λέ­μου: εθνι­κο­ποί­η­ση των τρα­πε­ζών και των τραστ, κα­τάρ­γη­ση του εμπο­ρι­κού απορ­ρή­του, κα­τα­γρα­φή και ερ­γα­τι­κός έλεγ­χος της πα­ρα­γω­γής, ρύθ­μι­ση της κα­τα­νά­λω­σης, κοκ. Αρ­γό­τε­ρα, στο 4ο Συ­νέ­δριο της Κο­μι­ντέρν (1922) ο Λένιν υπο­γράμ­μι­σε την ανά­γκη της εν­σω­μά­τω­σης των με­τα­βα­τι­κών αι­τη­μά­των στο πρό­γραμ­μα των κομ­μου­νι­στι­κών κομ­μά­των σε όλες τις χώρες, προηγ­μέ­νες και κα­θυ­στε­ρη­μέ­νες, ανα­φέ­ρο­ντας χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά την Αγ­γλία και την Ινδία. Η μπρο­σού­ρα του Τρό­τσκι Η Θα­νά­σι­μη Αγω­νία του Κα­πι­τα­λι­σμού (1938) έδωσε μια επι­και­ρο­ποί­η­ση του με­τα­βα­τι­κού προ­γράμ­μα­τος στις συν­θή­κες του Με­σο­πο­λέ­μου.

Η με­λέ­τη των θέ­σε­ων του Έν­γκελς, αλλά και του Μαρξ και των άλλων κλα­σι­κών, δεί­χνει ότι στην πε­ρί­πτω­ση του με­τα­βα­τι­κού προ­γράμ­μα­τος δεν έχου­με να κά­νου­με με κάτι επει­σο­δια­κό, αλλά με μια θε­με­λιώ­δη προ­βλη­μα­τι­κή του επα­να­στα­τι­κού μαρ­ξι­σμού. Ταυ­τό­χρο­να, φέρ­νει σε φως τη σύν­δε­ση με τη δια­λε­κτι­κή μέ­θο­δο και κο­σμο­θε­ώ­ρη­ση του μαρ­ξι­σμού· την αντί­λη­ψη ιδιαί­τε­ρα ότι η εξέ­λι­ξη ποτέ δεν παίρ­νει τη μορφή μιας κα­θα­ρής αντι­πα­ρά­θε­σης με­τα­ξύ έτοι­μων αντι­θέ­των, αλλά είναι μια δια­δι­κα­σία που πε­ρι­λαμ­βά­νει εν­διά­με­σες στιγ­μές και κα­τα­στά­σεις, μέσω του πε­ρά­σμα­τος από τις οποί­ες επέρ­χε­ται η απο­σα­φή­νι­ση και το ξε­πέ­ρα­σμα των αντι­θέ­σε­ων.

Από αυτή την άποψη, δεν είναι τυ­χαίο ότι στον Έν­γκελς, ο οποί­ος έδωσε την πρώτη δια­τύ­πω­ση της με­τα­βα­τι­κής λο­γι­κής, βρί­σκου­με και μια ισχυ­ρή έμ­φα­ση σε εκεί­να τα στοι­χεία της δια­λε­κτι­κής που βρί­σκο­νται στη βάση της. Ο Έν­γκελς έδωσε μια κε­ντρι­κή θέση στην αντί­λη­ψή του για τη δια­λε­κτι­κή στη με­τα­τρο­πή της πο­σό­τη­τας σε ποιό­τη­τα, η οποία σε αυτόν πε­ρι­λαμ­βά­νει την ανα­γνώ­ρι­ση ότι το πέ­ρα­σμα στη νέα ποιό­τη­τα είναι μια δια­δι­κα­σία και όχι μια μο­να­δι­κή στιγ­μή. «Ο κό­σμος», το­νί­ζει, «δεν πρέ­πει να κα­τα­νοη­θεί ως ένα σύ­μπλεγ­μα έτοι­μων πραγ­μά­των, αλλά ως ένα σύ­μπλεγ­μα δια­δι­κα­σιών»[5].

Και σε μια άλλη πε­ρί­στα­ση υπο­γραμ­μί­ζει την πλα­στι­κό­τη­τα της δια­λε­κτι­κής δια­δι­κα­σί­ας, που συχνά συ­νε­νώ­νει αντι­φα­τι­κά γνω­ρί­σμα­τα, απαι­τώ­ντας μια αντί­στοι­χη αντι­με­τώ­πι­ση:

«Οι σκλη­ρές και γρή­γο­ρες γραμ­μές δεν είναι συμ­βα­τές με τη θε­ω­ρία της εξέ­λι­ξης. Ακόμα και το όριο με­τα­ξύ των σπον­δυ­λω­τών και των ασπόν­δυ­λων δεν είναι πλέον άκαμ­πτο, και το ίδιο λίγο είναι εκεί­νο με­τα­ξύ των ψα­ριών και των αμ­φι­βί­ων, ενώ εκεί­νο με­τα­ξύ των πτη­νών και των ερ­πε­τών συγ­χέ­ε­ται όλο και πε­ρισ­σό­τε­ρο κάθε μέρα… Για ένα στά­διο στη θε­ώ­ρη­ση της φύσης όπου όλες οι δια­φο­ρές συγ­χω­νεύ­ο­νται σε εν­διά­με­σα βή­μα­τα, και όλα τα αντί­θε­τα περ­νούν το ένα στο άλλο μέσω εν­διά­με­σων συν­δέ­σε­ων, η παλιά με­τα­φυ­σι­κή μέ­θο­δος σκέ­ψης δεν αρκεί πλέον. Η δια­λε­κτι­κή, η οποία επί­σης δεν γνω­ρί­ζει σκλη­ρές και γρή­γο­ρες γραμ­μές, κα­νέ­να άνευ όρων, κα­θο­λι­κά έγκυ­ρο “είτε – είτε” και που γε­φυ­ρώ­νει τις πα­γιω­μέ­νες με­τα­φυ­σι­κές δια­φο­ρές, και εκτός από το “είτε – είτε” ανα­γνω­ρί­ζει επί­σης στο σωστό μέρος το “τόσο αυτό – όσο και εκεί­νο” και συμ­φι­λιώ­νει τα αντί­θε­τα, είναι η μόνη μέ­θο­δος σκέ­ψης κα­τάλ­λη­λη στον υψη­λό­τε­ρο βαθμό σε αυτό το στά­διο»[6].

Χωρίς να είναι δυ­να­τό να επε­κτα­θού­με πολύ, θα επι­ση­μά­νου­με ακόμη τις πολύ στε­νές συν­δέ­σεις ανά­με­σα στη σύλ­λη­ψη της δια­λε­κτι­κής από τον Έν­γκελς και τον Τρό­τσκι. Ο Τρό­τσκι επί­σης, στις πυ­κνές φι­λο­σο­φι­κές του ση­μειώ­σεις, δίνει έμ­φα­ση στη με­τα­τρο­πή της πο­σό­τη­τας σε ποιό­τη­τα. Ταυ­τό­χρο­να δε προ­βαί­νει σε μια πα­ρό­μοια απο­τί­μη­ση της με­τα­βα­τι­κό­τη­τας:

«Με­ρι­κά αντι­κεί­με­να (φαι­νό­με­να) πε­ρι­κλεί­ο­νται εύ­κο­λα μέσα σε όρια σύμ­φω­να με τη λο­γι­κή τα­ξι­νό­μη­ση, άλλα πα­ρου­σιά­ζουν (σε μας) δυ­σκο­λί­ες: μπο­ρεί να το­πο­θε­τη­θούν εδώ ή εκεί, αλλά με μια αυ­στη­ρό­τε­ρη έν­νοια – που­θε­νά. Ενώ προ­κα­λούν την αγα­νά­κτη­ση των συ­στη­μα­το­ποιών, τέ­τοιες με­τα­βα­τι­κές μορ­φές είναι εξαι­ρε­τι­κά εν­δια­φέ­ρου­σες στους δια­λε­κτι­κούς, γιατί σπάνε τα πε­ριο­ρι­σμέ­να όρια της τα­ξι­νό­μη­σης, απο­κα­λύ­πτο­ντας τις πραγ­μα­τι­κές δια­συν­δέ­σεις και τη δια­δο­χι­κό­τη­τα μιας ζω­ντα­νής δια­δι­κα­σί­ας»[7].

Οι προη­γού­με­νες πα­ρα­τη­ρή­σεις, μέσα από το συ­γκε­κρι­μέ­νο ζή­τη­μα του με­τα­βα­τι­κού προ­γράμ­μα­τος, θα έδω­σαν ίσως μια αμυ­δρή ει­κό­να της συ­νέ­χειας της μαρ­ξι­στι­κής πα­ρά­δο­σης καθώς και του θε­με­λιώ­δους ρόλου του Έν­γκελς μέσα σε αυτή. Μιας συ­νέ­χειας που στη με­γά­λη ποι­κι­λία των όψεών της, πε­ρι­λαμ­βά­νει πάντα ένα κοινό πα­ρα­νο­μα­στή: τη δέ­σμευ­ση στον αγώνα για τον επα­να­στα­τι­κό σο­σια­λι­στι­κό με­τα­σχη­μα­τι­σμό της κοι­νω­νί­ας.

Σή­με­ρα, στην αστι­κή ιδιαί­τε­ρα φι­λο­λο­γία, είναι πολύ της μόδας να απορ­ρί­πτο­νται τα έργα και οι από­ψεις του Έν­γκελς ως δογ­μα­τι­κά, μο­νό­πλευ­ρα ή απλοϊ­κά, στο όνομα μιας απο­κα­τά­στα­σης δήθεν της «αυ­θε­ντι­κής άπο­ψης» του Μαρξ. Οι προ­σπά­θειες απα­ξί­ω­σης του Έν­γκελς απο­σκο­πούν τε­λι­κά στο να δια­βλη­θεί και να με­τα­κι­νη­θεί αυτή η δέ­σμευ­ση, από τον ίδιο τον Μαρξ και γε­νι­κά από το μαρ­ξι­σμό.

*Ο Χρή­στος Κε­φα­λής είναι μέλος της ΣΕ της Μαρ­ξι­στι­κής Σκέ­ψης.

**Ανα­δη­μο­σί­ευ­ση από την Ερ­γα­τι­κή Αρι­στε­ρά


[1] Κ. Μαρξ και Φ. Έν­γκελς, «Κομ­μου­νι­στι­κό Μα­νι­φέ­στο», στα Selected Works, Progress Publishers, Μόσχα 1977, τόμ. 1, σελ. 126.

[2] Βλέπε σχε­τι­κά Φρ. Έν­γκελς, «Οι κομ­μου­νι­στές και ο Καρλ Χάιν­τσεν», στη συλ­λο­γή Φρί­ντριχ Έν­γκελς. Δια­λε­κτά Κεί­με­να, εκδ. Τόπος, Αθήνα 2020,σελ. 256-257.

[3] Βλέπε «Επι­στο­λή στον Προ­σφώ­νη­ση της Κε­ντρι­κής Επι­τρο­πής στην Ένωση των Κομ­μου­νι­στών», ό.π., σελ. 276-277.

[5] Marx Engels Collected Works, Progress Publishers, τόμ. 26, σελ. 384.

[6] Φρ. Έν­γκελς, Dialectics of Nature, Progress Publishers, Μόσχα 1976, σελ. 212-213.

[7] Κ. Σκορ­δού­λης, Φι­λο­σο­φία και Επι­στή­μη στα Κεί­με­να του Λ. Τρό­τσκι, εκδ. Ίαμος, Αθήνα 1995, σελ. 66.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου