Τετάρτη 30 Σεπτεμβρίου 2020

Αποχαιρετώντας την Ροσάνα Ροσάντα, του Γιάννη Νικολακόπουλου


Την Πέμπτη 24 Σεπτεμβρίου η Ιταλική αριστερά αποχαιρετά την πολιτικά ανήσυχη Ροσάνα Ροσάντα. Μία σπουδαία αγωνίστρια που από νεαρή ηλικία εντάχθηκε συνειδητά  στο κομμουνιστικό κίνημα της Ιταλίας. Η ίδια αναφέρει ότι το αποφασιστικό βήμα έγινε με την ανάγνωση του βιβλίου του Λένιν «Κράτος και επανάσταση» που της πρότεινε το 1943 ο καθηγητής της Αντόνιο Μάρφι ανάμεσα σε άλλα βιβλία, σε ηλικία 19 ετών.


Έλαβε μέρος στην ιταλική αντίσταση και λίγα χρόνια μετά την ένταξή της στο Ιταλικό ΚΚ, ανέλαβε υπεύθυνη πολιτισμού του κόμματος. Εξελέγη βουλευτής το 1963 και διατηρούσε πάντα σχέσεις -παρά τις διαφωνίες της- με μεγάλες μορφές του προοδευτικού φιλοσοφικού και πολιτιστικού κινήματος, όπως ο Σαρτρ και ο Φουκώ.

Αντιμετώπιζε κριτικά τις σοσιαλιστικές εκδοχές του 20ου αιώνα στην Ανατολική και Δυτική Ευρώπη.

Το 1969 ίδρυσε μαζί με τους Λουίτζι Πιντόρ, Βαλεντίνο Παρλάτο, Λούτσιο Μάγκρι και άλλα στελέχη του κόμματος, το περιοδικό «Il Manifesto» («Το Μανιφέστο»), που εξέφραζε απόψεις διαφορετικές από την επίσημη «γραμμή» του ΙΚΚ. Το περιοδικό κυκλοφόρησε στις 23 Ιουνίου 1969, με πρώτο πρωτοσέλιδο «Η Πράγα είναι μόνη της».  

Το ΙΚΚ δεν αντέχει τη διαφοροποίηση και διαγράφονται στο 12ο συνέδριο, στη Μπολόνια. Το περιοδικό μετατρέπεται σε εφημερίδα, η οποία δηλώνει κομμουνιστική και το πρώτο φύλλο εκδίδεται στις 28 Απριλίου 1971.

Η ιδρυτική διακήρυξη επισημαίνει: «Επειδή ήρθε η ώρα για μια γενική και ενωτική πρωτοβουλία, ικανή για την επανεκκίνηση του έργου της προώθησης ενός πολιτικού κινήματος, ικανή να ξαναδώσει μια ενότητα και μια συνέχεια προσανατολισμού στην καθοδήγηση και στα μέλη που μας ακολουθούν και, κυρίως, ικανή να έρθει σε επαφή με το ευρύ και αποδιοργανωμένο φάσμα των κοινωνικών δυνάμεων που αμφισβητούν το καθεστώς, υπάρχει η ανάγκη ενός ημερήσιου φύλλου. Αυτή την αποτελεσματική πρακτική, αυτή την πολιτική ανάσα, μόνο ένα ημερήσιο φύλλο μπορεί να την προσφέρει». Η ριζοσπαστική αριστερά, από την Potere operaio (Εργατική εξουσία), την οργάνωση του Τόνι Νέγκρι, μέχρι τη Lotta continua (Διαρκής αγώνας), αγνοεί την έκκληση.

Η Ροσάντα  διετέλεσε διευθύντρια του «Μανιφέστο», ενώ μετά τις εκλογικές αποτυχίες του νέου κόμματος και του Κόμματος Προλεταριακής Ενότητας, αφιερώθηκε αποκλειστικά στη δημοσιογραφία και στη λογοτεχνία.

Ο τρόπος που αντιμετωπίζει τη ζωή της ως το τέλος φαίνεται στον πρόλογο του βιβλίου της «Tο Κορίτσι Του Περασμένου Αιώνα». Γράφει χαρακτηριστικά:

«Όσα είναι εδώ γραμμένα δεν αποτελούν βιβλίο ιστορίας. Είναι όσα εποικίζουν τη μνήμη μου όταν αντιλαμβάνομαι το βλέμμα αυτών που με περιβάλλουν, γεμάτο αμφιβολίες και ερωτηματικά. Γιατί υπήρξες κομμουνίστρια; Γιατί λες ότι είσαι ακόμη; Τι εννοείς; Χωρίς κόμμα, χωρίς καθήκοντα, πλάι σε μια εφημερίδα που δεν είναι πια δική σου; Μήπως αρπάζεσαι από μια αυταπάτη, από πείσμα; Μήπως επειδή είσαι απολίθωμα; Κάθε τόσο κάποιος με σταματά στο δρόμο ευγενικά: ‘’Ήσασταν ένας μύθος’’. Μα ποιος θέλει να είναι μύθος; Όχι εγώ. Οι μύθοι είναι μια προβολή άλλων, εγώ δεν έχω καμία σχέση με αυτό. Νιώθω αμήχανα. Δε με έχουν καρφώσει με όλες τις τιμές σε μια ταφόπλακα, έξω από τον κόσμο, έξω από το χρόνο. Εξακολουθώ να συμμετέχω και στα δύο. Όμως αυτή η ερώτηση με καλεί να δώσω μια απάντηση…»

Ένα δείγμα της βαθιάς και ασυμβίβαστης αναζήτησής της στα μεγάλα αναπάντητα και επίκαιρα ερωτήματα της αριστεράς υπάρχει στο εισαγωγικό σημείωμά της στη συνέντευξη  του Ζ.Π.Σαρτρ, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ιl manifesto» Νο 4 τον Σεπτέμβρη του 1979 με τίτλο «Τάξη και κόμμα, Από τον Μαρξ στον Μαρξ» (Μετάφραση του Χ.Αλεξανδρίδη).

«Και πράγματι, το κομμουνιστικό κίνημα, μετά τον θάνατο του Λένιν, δεν θα ξανανοίξει το θέμα της σχέσης κόμματος-τάξης παρά μόνο μερικώς και έμμεσα, ως επαναλαμβανόμενη προτροπή για μια καλύτερη σύνδεση του κόμματος με τις μάζες, δηλαδή ως πρόβλημα δημοκρατικού μηχανισμού, λειτουργικότητας της πρωτοπορίας, ανοίγματος των καναλιών της επικοινωνίας, βαθμού προσληπτικότητας. Στις πιο προχωρημένες εκφάνσεις του, όπως το ΙΚΚ έδειξε μιμούμενο ακριβώς τον Γκράμσι, μια περιπλοκότητα και διάρθρωση πλούσια σε ερεθίσματα υπό το πρίσμα όχι μόνο της ζωής στο εσωτερικό του, αλλά και της ερμηνείας μιας εθνικής πραγματικότητας, που έπρεπε να την στοχαστεί τελειοποιώντας σταδιακά το πολιτικό εργαλείο. Πρόκειται όμως για μια έρευνα για τη λειτουργικότητα του εργαλείου, του θεσμού, και για τίποτε περισσότερο. Ακόμα και η δραματική συζήτηση για το σταλινισμό στις ευρωπαϊκές σοσιαλιστικές κοινωνίες δεν ξεπερνά, κατά κανόνα αυτόν τον ορίζοντα. Παραμένει δηλαδή  μια συζήτηση στο εσωτερικό της πολιτικής και, κατά συνέπεια, μονίμως περιχαρακωμένη μέσα στα όρια θεσμών και εγγύησης ατομικών δικαιωμάτων. Όπου αυτή πραγματοποιείται, ταλαντεύεται μεταξύ σεχταρισμού και δεξιάς απόκλισης: υπεράσπιση ενός μονολιθισμού εκ των πραγμάτων ή πρόταση, ως λύση, του πλουραλισμού και στο εσωτερικό της σοσιαλιστικής κοινωνίας… Το θεωρητικό σημείο παραμένει, έτσι, άλυτο, αλλά ακόμα ζωντανό».

 Πηγή : kommon

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου