Σάββατο 4 Ιουλίου 2020

Το 2015 διαρκεί πολύ / του Δημοσθένη Παπαδάτου - Αναγνωστόπουλου

Το 2015 είναι ό,τι ακριβώς περιγράφει ο όρος «σύμπτωμα»: μια άβολη αλήθεια που αποφεύγεται –«απωθείται»– συστηματικά, αλλά επιστρέφει εξίσου επίμονα, μας απευθύνεται προσωπικά (και συλλογικά…), αφήνει ίχνη που διαρκούν.

Η ιστο­ρία, ωστό­σο, φω­τί­ζει πε­ρισ­σό­τε­ρα από την ψυ­χα­νά­λυ­ση. Για τον Πέρι Άντερ­σον, το 2015 ήταν ό,τι υπήρ­ξε για τον ει­κο­στό αιώνα το 1914 – η στρο­φή της ευ­ρω­παϊ­κής σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τί­ας στον «πα­τριω­τι­σμό». Για τις επι­πτώ­σεις του, ο Τρό­τσκι αστειευό­ταν ότι, «εκεί­νες τις μέρες, οι διε­θνι­στές χω­ρού­σαν σε τέσ­σε­ρις κα­να­πέ­δες». Το αστείο αυτό έγινε, όμως, πηγή ηθι­κής δύ­να­μης, ακρι­βώς γιατί η ιστο­ρία προ­χώ­ρη­σε με ιλιγ­γιώ­δεις ρυθ­μούς, με απο­κο­ρύ­φω­μα το 1917. Δεν εί­μα­στε εκεί. Αλλά όσοι δεν «στρί­ψα­με» στο ελ­λη­νι­κό «1914» δι­καιού­μα­στε, έστω, να λέμε ότι εί­μα­στε πε­ρισ­σό­τε­ροι.

Το 2015 θα επι­στρέ­φει – και δεν θα είναι μόνο για τους «με­λαγ­χο­λι­κούς». Όσοι διέ­πρε­ψαν τότε στη θε­ω­ρη­τι­κο­ποί­η­ση του συμ­βι­βα­σμού, είδαν στην εκλο­γι­κή νίκη του Σε­πτέμ­βρη εκεί­νης της χρο­νιάς το «τέλος της διαι­ρε­τι­κής τομής μνη­μό­νιο/αντι­μνη­μό­νιο»: τη δι­καί­ω­ση της συν­θη­κο­λό­γη­σης, και τε­λι­κά της διά­σπα­σης του κόμ­μα­τος, υπό τις επευ­φη­μί­ες διε­θνών «θε­σμών» και εγ­χώ­ριων Μέσων Ενη­μέ­ρω­σης. Χρειά­στη­κε η διπλή εκλο­γι­κή ήττα του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ το 2019, ώστε τον Φλε­βά­ρη του 2020 πια να δουν κι εκεί­νοι πως τα πράγ­μα­τα ήταν κάπως πιο σύν­θε­τα: «Οι ψήφοι», ση­μεί­ω­νε το Σχέ­διο Απο­λο­γι­σμού της Κε­ντρι­κής Επι­τρο­πής, «ήταν λι­γό­τε­ροι, η αποχή με­γα­λύ­τε­ρη και ίσως η σύν­θε­ση των ψη­φο­φό­ρων ελα­φρά δια­φο­ρε­τι­κή: «οι δια­φο­ρές αυτές πρέ­πει να με­λε­τη­θούν επι­στα­μέ­νως, γιατί ίσως προ­εί­κα­ζαν εν μέρει την ήττα στις εκλο­γές του 2019». Πράγ­μα­τι: υπήρ­ξαν νίκες που προ­ε­τοί­μα­σαν πα­νω­λε­θρί­ες. Αλλά η αποχή και η σύν­θε­ση των ψη­φο­φό­ρων του απα­σχο­λούν ακόμα ελά­χι­στα τον ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ της προ­σκόλ­λη­σης στα «με­σαία στρώ­μα­τα». Όπως και το 2012, είναι και πάλι ο προ­σε­ται­ρι­σμός τους αυτός που υπα­γο­ρεύ­ει την τα­κτι­κή του «ώρι­μου φρού­του» για να πέσει η ΝΔ: μιαν αντι­πο­λι­τευ­τι­κή τα­κτι­κή απο­κλει­στι­κά κοι­νο­βου­λευ­τι­κή και μι­ντια­κή, με όρους κυ­ρί­ως ηθι­κής και δια­χει­ρι­στι­κής επάρ­κειας. Αλλά σή­με­ρα, μετά τη δια­λυ­τι­κή επί­δρα­ση της πε­ριό­δου που εγκαι­νί­α­σε το 2015, δεν εί­μα­στε στο 2012 – εξού και η δια­φο­ρά του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ από την ελ­λη­νι­κή εκ­δο­χή του τρα­μπι­σμού πα­ρα­μέ­νει δι­ψή­φια.

To 2015 διαρ­κεί πολύ – όπως νω­ρί­τε­ρα το 1914. Μι­λώ­ντας στο βήμα της ΔΕΘ πριν από την εκλο­γι­κή νίκη του Σε­πτέμ­βρη εκεί­νης της χρο­νιάς, ο Αλέ­ξης Τσί­πρας κα­θη­σύ­χα­ζε τον αστι­κό κόσμο ότι «βά­λα­με την πα­τρί­δα πάνω από το κόμμα». Εξη­γώ­ντας το, ο Στέ­λιος Παπ­πάς ση­μεί­ω­νε ότι η ρήξη «θα σή­μαι­νε γε­ω­πο­λι­τι­κή απο­μό­νω­ση [και] τη φορά εκεί­νη που η χώρα έπρα­ξε κάτι τέ­τοιο, μετά τον Β’ Πα­γκό­σμιο Πό­λε­μο, βυ­θί­στη­κε στον εμ­φύ­λιο» (24.8.2015). Δια­πρέ­πο­ντας έκτο­τε στην απο­φυ­γή της σύ­γκρου­σης, οι «δια­φω­νού­ντες» του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ θα αι­σθά­νο­νταν όλο και πιο άβολα με τη στιγ­μή που, για να απο­φύ­γει τη ρήξη με τον ελ­λη­νι­κό αστι­σμό, το «κόμμα δια­κυ­βέρ­νη­σης» απο­φά­σι­ζε να κα­τα­πιεί το «κόμμα αγώνα», ακυ­ρώ­νο­ντας ένα δη­μο­ψή­φι­σμα και μια Κε­ντρι­κή Επι­τρο­πή. Από τη στιγ­μή αυτή και μέχρι σή­με­ρα, κάθε συ­ζή­τη­ση για την επι­και­ρό­τη­τα του «δη­μο­κρα­τι­κού δρό­μου για τον σο­σια­λι­σμό» επι­χει­ρεί­ται όσο πιο αφη­ρη­μέ­να γί­νε­ται, ώστε να εναρ­μο­νί­ζε­ται με τις βα­σι­κές επι­λο­γές της ηγε­σί­ας – όπως ακρι­βώς τα καρ­τέλ εναρ­μο­νί­ζουν τιμές και πρα­κτι­κές. Αρκεί να μην εμπο­δί­ζει την ανα­γό­ρευ­ση των (ασα­φώς προσ­διο­ρι­σμέ­νων) με­σαί­ων στρω­μά­των σε μεί­ζο­να κοι­νω­νι­κή ανα­φο­ρά· να ανέ­χε­ται τον συμ­βι­βα­σμό του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ με τη φτώ­χεια (πλην, ίσως, της «ακραί­ας»)· να πα­ρα­γνω­ρί­ζει την κρα­τι­κο­ποί­η­σή του· να μη θίγει μια αντι­πο­λί­τευ­ση στη ΝΔ με όρους ηθι­κής και πα­τριω­τι­κής πλειο­δο­σί­ας ή τη στοί­χι­ση πίσω της στο προ­σφυ­γι­κό, τις ΑΟΖ, τις σχέ­σεις με τον «διε­θνή πα­ρά­γο­ντα».

Όλα αυτά φέ­ρουν ακέ­ραιο το ίχνος του 2015: της απο­φυ­γής του άλλου δρό­μου, όχι μόνο από τον Τσί­πρα – αλλά και από τους Βα­ρου­φά­κη και Τσα­κα­λώ­το, από τα στε­λέ­χη της ιστο­ρι­κής ηγε­σί­ας του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, την πλειο­ψη­φία των βου­λευ­τών του, τα πε­ρισ­σό­τε­ρα επαγ­γελ­μα­τι­κά στε­λέ­χη του, τους πε­ρισ­σό­τε­ρους πα­νε­πι­στη­μια­κούς του, τα πε­ρισ­σό­τε­ρα από τα κοι­νω­νι­κά εξα­σφα­λι­σμέ­να μέλη του. Έστω όμως: ό,τι έγινε το 2015, έγινε. Τι συ­νέ­βη μετά; Γι’ αυτό το «μετά» δεν θα μί­λα­γαν συ­γκε­κρι­μέ­να οι πρω­τα­γω­νι­στές – γιατί αυτό θα σή­μαι­νε την αυ­το­α­ναί­ρε­σή τους. Δεν θα μί­λα­γαν, όμως, ούτε οι αντι­πο­λι­τευό­με­νοι: Οι εκ δε­ξιών αρ­κού­νται στις κα­ρι­κα­του­ρί­στι­κες κρι­τι­κές περί εθνο­λαϊ­κι­σμού. Πολ­λοί, δε, εξ αρι­στε­ρών θε­ω­ρούν πως αρκεί το μνη­μό­νιο ως εξή­γη­ση για τις διο­λι­σθή­σεις, ακόμα και εκεί όπου οι «θε­σμοί» δεν πί­ε­σαν ποτέ.

Με αυτό το σκε­πτι­κό επι­με­λη­θή­κα­με με τον Χρή­στο Λάσκο τον συλ­λο­γι­κό τόμο «Ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ στην κυ­βέρ­νη­ση 2015-2019. Η Αρι­στε­ρά;», που κυ­κλο­φο­ρεί αυτές τις μέρες από τις εκ­δό­σεις Τόπος. Η συμ­με­το­χή 35 συγ­γρα­φέ­ων με προ­σω­πι­κή εμπλο­κή στα τε­κται­νό­με­να της πε­ριό­δου 2015-2019, αλλά και ει­δι­κές γνώ­σεις (σε ζη­τή­μα­τα οι­κο­νο­μι­κών, ερ­γα­σί­ας, κοι­νω­νι­κής πο­λι­τι­κής, υγεί­ας, οι­κο­λο­γί­ας, διοί­κη­σης, Συ­ντάγ­μα­τος κ.ά), βοη­θούν να δούμε τι κερ­δή­θη­κε και τι χά­θη­κε μετά το 2015. Τε­λι­κά, είναι καλό να κυ­βερ­νά­ει η Αρι­στε­ρά; Και για ποιους;

Τα στρα­τη­γι­κά ερω­τή­μα­τα δεν τί­θε­νται εν κενώ, ως ασκή­σεις θε­ω­ρί­ας στο χαρτί. Μπρο­στά σε μια ύφεση απρό­βλε­πτου βά­θους και διάρ­κειας, με μια υγειο­νο­μι­κή κρίση να προ­στί­θε­ται στις εκρη­κτι­κές προ­ϋ­πάρ­χου­σες, το ερώ­τη­μα «ποιος ποιον» θα ξα­να­τε­θεί. Για να απα­ντη­θεί πει­στι­κά, χρειά­ζο­νται πο­λι­τι­κά υπο­κεί­με­να με­γά­λης εμ­βέ­λειας. Θέ­λου­με να συμ­βά­λου­με στη συλ­λο­γι­κή αυ­το­πε­ποί­θη­ση που χρειά­ζε­ται για να τα φτιά­ξου­με.

Στο βι­βλίο γρά­φουν οι: Λ. Αρ­γυ­ριά­δου, Γ. Βε­λε­γρά­κης, Σ. Βωβού, Γ. Γιαν­νό­που­λος, Ν. Γιαν­νό­που­λος, Η. Διώτη, Θ. Ζδού­κος, Η. Ιω­α­κεί­μο­γλου, Λ. Καρ­χι­μά­κης, Τ. Κα­τε­ρί­νη, Απ. Κα­ψά­λης, Γ. Κι­μπου­ρό­που­λος, Κ. Κλο­κί­τη, Γ. Κου­ζής, Β. Κου­μα­ρια­νός, Ν. Κου­ρα­χά­νης, Χα­ρά­λα­μπος Κου­ρουν­δής, Πάνος Κο­σμάς, Χ. Λά­σκος, Γ. Μαυ­ρής, Α. Μπέ­νος, Ν. Νι­κο­λά­ου, Α. Ντα­βα­νέ­λος, Ν. Πα­ντε­λί­δης, Δ. Πα­πα­δά­τος-Ανα­γνω­στό­που­λος, Β. Πα­πα­στερ­γί­ου, Ε. Πάτ­κου, Δ. Στα­θο­πού­λου, Π. Σταύ­ρου, Π. Σω­τή­ρης, Στ. Το­μπά­ζος, Θ. Φέ­στας, Απ. Φω­τιά­δης, Γ. Χα­ρί­σης, Δ. Χρι­στό­που­λος

*Ανα­δη­μο­σί­ευ­ση από την Ερ­γα­τι­κή Αρι­στε­ρά

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου