Μαρία Μπόλαρη *
Ο προϋπολογισμός που έφερε στη Βουλή η ΝΔ είναι η πλήρης διάψευση της προεκλογικής δημαγωγίας του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Είναι ένας προϋπολογισμός που θα ενισχύσει την κοινωνική ανισότητα, θα κάνει τους πλούσιους πλουσιότερους και τους φτωχούς φτωχότερους, συνεχίζοντας σταθερά τη βασική πολιτική που οι καθεστωτικές δυνάμεις υιοθέτησαν και υπηρέτησαν μετά το ξέσπασμα της κρίσης. Διαψεύδεται έτσι παταγωδώς η αυταπάτη περί της «εξόδου» από την κόλαση των μνημονιακών πολιτικών τον Αύγουστο του 2018. Και φωτίζονται με ιδιαίτερο τρόπο οι μεγάλες ευθύνες των κυβερνήσεων ΣΥΡΙΖΑ, που εγκατέστησαν κι εμπέδωσαν ορισμένα από τα πιο αντικοινωνικά μέτρα, που σήμερα κληρονομεί και αξιοποιεί η ηγεσία της ΝΔ.
Είναι ένας προϋπολογισμός που θα ενισχύσει την κοινωνική ανισότητα, θα κάνει τους πλούσιους πλουσιότερους και τους φτωχούς φτωχότερους, συνεχίζοντας σταθερά τη βασική πολιτική που οι καθεστωτικές δυνάμεις υιοθέτησαν και υπηρέτησαν μετά το ξέσπασμα της κρίσης. Διαψεύδεται έτσι παταγωδώς η αυταπάτη περί της «εξόδου» από την κόλαση των μνημονιακών πολιτικών τον Αύγουστο του 2018. Και φωτίζονται με ιδιαίτερο τρόπο οι μεγάλες ευθύνες των κυβερνήσεων ΣΥΡΙΖΑ, που εγκατέστησαν κι εμπέδωσαν ορισμένα από τα πιο αντικοινωνικά μέτρα, που σήμερα κληρονομεί και αξιοποιεί η ηγεσία της ΝΔ.
Ο προϋπολογισμός του 2020 συνεχίζει και εντείνει τη φοροεπιδρομή –κυρίως πάνω στα εργατικά και λαϊκά εισοδήματα– για να διασφαλίσει το «πλεόνασμα» του 3,5% του ΑΕΠ. Η υπόσχεση του Μητσοτάκη για φοροελαφρύνσεις για όλους αποδεικνύεται καθαρό ψέμα: Οι συνολικοί άμεσοι φόροι, που προβλέπει ο προϋπολογισμός, είναι αυξημένοι(!) στα 52,2 δισ. ευρώ, έναντι των 51,4 δισ. το 2019. Αν συνυπολογίσει κανείς τη σοβαρή μείωση της φορολόγησης των κερδών των επιχειρήσεων (από το 28% στο 24% φέτος και στο 20% του χρόνου…) και τη μείωση της φορολόγησης επί των μερισμάτων των μετόχων (από το 10% στο 5%) προκύπτει αβίαστα το συμπέρασμα ότι οι άμεσοι φόροι επί των μισθωτών και των λαϊκών νοικοκυριών είναι αυτοί που θα πληρώσουν τόσο τις φοροελαφρύνσεις των καπιταλιστών, όσο και την αύξηση των φορολογικών εσόδων του κράτους.
Η μείωση του συντελεστή φορολόγησης των φτωχών (με οικογενειακό εισόδημα μέχρι 10.000 ευρώ) αποδεικνύεται ελάχιστη, καθώς τα πρώτα 8.736 ευρώ εισοδήματος είναι αφορολόγητα. Παρεμπιπτόντως, αποδεικνύεται ότι η φορολόγηση αυτής της κατηγορίας των πιο φτωχών εργαζομένων έχει αυξηθεί κατά 300% σε σχέση με το 2013, κυρίως ως συνέπεια της μείωσης του αφορολόγητου ορίου, που φέρει την υπογραφή του Ευκλείδη Τσακαλώτου.
Οι έμμεσοι φόροι (ΦΠΑ), οι πιο σκληροί και άδικοι φόροι πάνω στη λαϊκή κατανάλωση, παρότι στην Ελλάδα έχουν φτάσει σε ποσοστό ρεκόρ μεταξύ των χωρών της ΕΕ, θα αυξηθούν(!) το 2020 σε 28,6 δισ. ευρώ, έναντι των 27,9 δισ. το 2019. Και υπενθυμίζουμε ότι ένα τεράστιο ποσοστό από αυτό το χαράτσι δεν φτάνει ποτέ στα δημόσια ταμεία, αποτελώντας έτσι μια άτυπη, αλλά γενναιόδωρη ενίσχυση των επιχειρήσεων.
Αυτή η εικόνα της αδίστακτης φοροεπιδρομής πιθανότατα θα αποδειχθεί χειρότερη, καθώς δεν έχουν συνυπολογιστεί οι συνέπειες που θα φέρει η υποχρέωση της αύξησης των ηλεκτρονικών συναλλαγών στο 30% του εισοδήματος και η αύξηση των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων που θα επιφέρει αύξηση του συνολικού όγκου του ΕΝΦΙΑ.
Η νεοφιλελεύθερη προσήλωση της ΝΔ αποδεικνύεται στον προϋπολογισμό με τη μεγαλύτερη μείωση ων δαπανών. Την ώρα που οι εργοδοτικές εισφορές μειώνονται (κατ’ εκτίμηση περί τα 125 εκατ. ευρώ), οι δαπάνες του προϋπολογισμού για τις συντάξεις μειώνονται πάνω από 500 εκατ. ευρώ, ξεπερνώντας προς τα κάτω το άθλιο επίπεδο χρηματοδότησης των ταμείων που παρέδωσε ο Αλ. Τσίπρας. Οι δαπάνες για την υγεία θα μειωθούν το 2020 κατά 4,5% και, αν συγκριθούν με το (χαμηλό) επίπεδο του 2013, προκύπτει μια συντριπτική μείωση των δαπανών για την υγεία της τάξης του 28,5%! Έτσι έχει δρομολογηθεί η επέλαση του ιδιωτικού τομέα στην υγεία και η αθλιότητα που οι εργαζόμενοι αντιμετωπίζουν στα δημόσια νοσοκομεία.
Η γενική πολιτική της κυβέρνησης, την οποία υιοθετεί ο προϋπολογισμός, είναι να παραμείνουν «παγωμένοι» οι μισθοί και οι συντάξεις. Αν συνυπολογίσουμε όμως ότι στα τελευταία χρόνια τόσο η ΝΔ όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ κάνουν λόγο για «ανάπτυξη», για μεγέθυνση του ΑΕΠ, προκύπτει το συμπέρασμα ότι υποχωρεί σταθερά το μερίδιο των μισθών και των συντάξεων, ως ποσοστό του ΑΕΠ. Η περίοδος της κρίσης αξιοποιήθηκε από τις καθεστωτικές δυνάμεις, με τη σταθερή υποστήριξη των κυβερνήσεων της περιόδου αυτής και των αντίστοιχων προϋπολογισμών του κράτους, για να διευρυνθούν σημαντικά οι κοινωνικές ανισότητες.
Ο προϋπολογισμός του Μητσοτάκη έχει ως στόχο ανάπτυξη 2,8% του ΑΕΠ μέσα στο 2020. Η διεθνής επιδείνωση των οικονομικών μεγεθών μπορεί εύκολα να τινάξει στον αέρα αυτή την, έτσι κι αλλιώς ασταθή, «αισιοδοξία». Και τότε, οι αυτόματοι μηχανισμοί δημοσιονομικής εγγύησης «πλεονάσματος» –οι μηχανισμοί που έχουν εγκαταστήσει οι μνημονιακές συμφωνίες με τους δανειστές– θα τεθούν σε λειτουργία. Επιβάλλοντας άμεσα μέτρα πρόσθετης λιτότητας.
Οι εργαζόμενοι δεν έχουν κανένα λόγο για αυταπάτες απέναντι στην πολιτική του Μητσοτάκη, που αποτυπώνεται στον προϋπολογισμό. Δεν έχουν λόγο να ξεγελαστούν από τα ελάχιστα φιλοδωρήματα που δίνει για «ξεκάρφωμα» σε μικρές κατηγορίες των πιο φτωχών από τους φτωχούς και μάλιστα φροντίζοντας να διασφαλίσει το κόστος αυτών των φιλοδωρημάτων από ανάλογες περικοπές σε άλλες κατηγορίες φτωχών.
Η πάλη για αυξήσεις στους μισθούς και στις συντάξεις, για μείωση της φορολόγησης των μισθωτών και των λαϊκών νοικοκυριών, για αύξηση των κοινωνικών δαπανών κ.ο.κ. είναι το «πρόγραμμα» της εποχής για την κοινωνική πλειοψηφία. Σε άμεση σύγκρουση με την κυβέρνηση Μητσοτάκη, αλλά και χωρίς αυταπάτες για όσους της άνοιξαν το δρόμο.
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου