Δευτέρα 8 Μαΐου 2017

Η Μεγάλη Πρόκληση Για Τη Γαλλική Αριστερά / ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΝΔΡΟΥΛΙΔΑΚΗΣ

ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΝΔΡΟΥΛΙΔΑΚΗΣ*

Όταν, την 21η Απριλίου 2002, η φιγού­ρα του Ζαν-Μαρί Λεπέν εμφανιζόταν στους γαλλικούς τηλεοπτικούς δέκτες ως η μία από τις δύο που προκρίνονταν στον δεύτερο γύ­ρο των τότε προεδρικών εκλογών, απέναντι στον δεξιό Ζακ Σιράκ, πέραν του γενικότε­ρου «πολιτικού σεισμού» που προκλήθη­κε, ένα συλλογικό τραύμα με στοιχεία ενο­χής κληροδοτήθηκε στο εσωτερικό της γαλ­λικής Αριστεράς, ιδιαίτερα της επαναστατι­κής. Το ποσοστό 27% που είχαν συγκεντρώ­σει οι επτά υποψήφιοι στα αριστερά του Σο­σιαλιστικού Κόμματος (εκ του οποίου 11% οι υποψήφιοι/ες της επαναστατικής κομμου­νιστικής αριστεράς) είχε εμφανώς παίξει τον ρόλο του σε αυτή την επιτυχία του πατέρα Λεπέν, που κατά τα άλλα έμοιαζε τότε με …λογιστικό ατύχημα.

Οι οργανώσεις αυ­τές κλήθηκαν ξαφνικά να απολογηθούν για το ότι υπάρχουν, να δώσουν όρκους πί­στης στη δημοκρα­τία και τους υποψη­φίους της, να μετα­νοήσουν για το κα­κό που προκάλεσαν. 

Απαντώντας αμήχανα, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, απέτυχαν πρωτί­στως να δικαιολογήσουν την εμβέλειά τους ή ακόμα και το μέγε­θός τους και σταδιακά οδηγήθηκαν σε μια συρρίκνωση που όμοιά της δεν είχε γνω­ρίσει το γαλλικό αντικαπιταλιστικό κίνημα τα χρόνια που ακολούθησαν τον Μάη του 1968. Οι τρεις μεγάλες αντικαπιταλιστικές οργανώσεις τη Γαλλία, οι τροτσκιστικές LO και LCR (κατοπινό NPA), αλλά και η αναρ­χοσυνδικαλιστική CNT (διεσπασμένη πλέον σε δύο κομμάτια), πέρασαν μέσα σε 10 χρό­νια από τα σχεδόν 20.000 μέλη που είχαν σε κάτι λιγότερο από 5.000.

Σήμερα, η ενοχή αυτή δεν υπάρχει. Με το Σοσιαλιστικό Κόμμα στο 6%, τις πολιτι­κές του Ολάντ να έχουν γεννήσει το μεγα­λύτερο απεργιακό κίνημα στη χώρα μετά το 1995 και την Ακροδεξιά να καταγράφε­ται σταθερά ως η πρώτη συνεκτική πολιτι­κή δύναμη της χώρας σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις μετά το 2012, ο καθένας και η καθεμία αντιλαμβάνονται ότι η κρίση του γαλλικού πολιτικού συστήματος είναι δομι­κή και όχι λογιστική.

Η Γαλλία διανύει στην πραγματικότητα τον 32ο συνεχόμενο χρόνο φιλελευθεροποί­ησης της οικονομίας της και αποσάρθρωσης των εργατικών σχέσεων. Αν και σε όλα αυτά τα χρόνια απέφυγε ένα σοκ ανάλογο με αυ­τό των ελληνικών μνημονίων, ωστόσο το πεί­ραμα του μιθριδατισμού απέτυχε.
Το πολιτι­κό της σύστημα καταστράφηκε ολοσχερώς. Τρία παράλληλα πολιτικά γεγονότα εξηγούν τη νέα ασταθή πολιτική γεωγραφ

Το πρώτο είναι η κατακόρυφη μείωση της ισχύος της Γαλλίας στο πλαίσιο της ΕΕ ένα­ντι της Γερμανίας, κάτι που ενίσχυσε τον γαλ­λικό σωβινισμό και έδωσε εθνικά και ιμπε­ριαλιστικά χαρακτηριστικά στον ευρωσκε­πτικισμό, που ήταν πάντοτε ισχυρός στη χώ­ρα. Αυτό δεν αφορά μοναχά τη Λεπέν, αλ­λά επίσης τον επιεικώς αμφίσημο λόγο του Μελανσόν, καθώς και την παραδοσιακή Δε­ξιά του Φιγιόν.

Το δεύτερο είναι η απόλυτη απαξίωση του Σοσιαλιστικού Κόμματος ως πηγή δια­φθοράς και παρακμής, που συμπαρασύρει και το καταστροφικό Γαλλικό ΚΚ, το οποίο εμμένει πεισματικά στη δορυφοριοποίησή του γύρω από αυτό. Η επιτυχία της υποψη­φιότητας Μελανσόν, πέραν της εύλογης συ­γκρότησης δυνάμεων που προέκυψαν από τη γενική απεργία του καλοκαιριού, οφείλε­ται επίσης και στον επιθετικό λόγο του κατά των Σοσιαλιστών, ο οποίος ακούγεται σαν καθαρό νερό σε απογοητευμένα τμήματα της εργατικής τάξης.

Το τρίτο γεγονός αφορά στη διαπίστωση ότι η φιλελεύθερη πολιτική των τελευταίων ετών διέκοψε ακόμα και μια αμφιλεγόμενη πολιτική κοινωνικών υπηρεσιών στα υπο­βαθμισμένα αστικά προάστια, με τα οποία ου­δέποτε ενδιαφέρθηκε να συνδεθεί το οργα­νωμένο εργατικό κίνημα, προκαλώντας ένα τεχνητό κόψιμο της Γαλλίας στα δύο. Ο μέ­σος λευκός Γάλλος εργαζόμενος των πόλε­ων, την ίδια στιγμή που προλεταριοποιείται ο ίδιος, νιώθει συχνά ότι «πολιορκείται» από το μαζικό υπο-προλεταριάτο των Αφρικανών και των Αράβων στα προάστια. Έτσι, αν και το ποσοστό της Ακροδεξιάς στο Παρίσι πα­ραμένει εξαιρετικά χαμηλό (5%), το αίσθημα αυτό είναι η κύρια πηγή της μεγάλης ενίσχυ­σής της στην επαρχία.

Σε κάθε περίπτωση, η βέβαιη επικράτη­ση του Μακρόν στον δεύτερο γύρο δεν απα­ντά στο πρόβλημα της συστημικής κρίσης στη Γαλλία. Η αστική τάξη είναι υποχρεω­μένη να φτιάξει από το πουθενά ένα κόμμα στον εκλεκτό της, αποτελούμενο από τα πιο διεφθαρμένα και απαξιωμένα μέλη του «πα­λιού» πολιτικού προσωπικού, προκειμένου να κυβερνήσει. Η αντοχή μιας τέτοιας πλει­οψηφίας είναι, κοινωνικά και πολιτικά, εξαι­ρετικά αμφίβολη.

Υπό αυτή την έννοια για τη γαλλική Αρι­στερά, πολιτική και κοινωνική, ανοίγεται ένας δρόμος ευκαιριών. Θα μπορέσει να ξεπερά­σει τον πατριωτικό λόγο του Μελανσόν που επιχειρεί να ξαναφέρει από το παράθυρο τη σοσιαλδημοκρατία στην Ευρώπη σε καιρό κρίσης; Αν χρειαστεί να ποντάρουμε στο ΚΚ, η πιθανότητα να πάρουμε πίσω τα λεφτά μας είναι μηδαμινή. Τα μαζικά γαλλικά συνδι­κάτα που πρωταγωνίστησαν στο κίνημα του καλοκαιριού και έχουν αποφύγει την εκτρο­πή σε πλήρως διαχειριστικές λογικές (CGT, SUD και άλλα μικρότερα), πρέπει μάλλον να συνηθίσουν στην ιδέα ότι καλούνται πλέον να θέσουν την κοινωνική ατζέντα.

* δημοσιογράφος, μέλος της αναρχοσυνδικαλιστικής πρωτοβουλίας «Ροσινάντε»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου