Τετάρτη 10 Φεβρουαρίου 2016

Τι Εννοούμε Με Το Ταξικό Πρόγραμμα*; / του Πάνου Κοσμά

του Πάνου Κοσμά

Ο πολύ σημαντικός διάλογος που άνοιξε στο πλαίσιο της Λαϊκής Ενότητας για τα ζητήματα του προγράμματος και του σχεδίου μετάβασης στο εθνικό νόμισμα(1) έχει τώρα δύο προοπτικές: Η πρώτη, να συνεχίσει τις «υψηλές πτήσεις» σε ζητήματα στρατηγικού προσανατολισμού, και η δεύτερη, να υποταχτεί στην «πειθαρχία του συγκεκριμένου». Βεβαίως, μεθοδολογικά είναι πιο σωστό αυτά τα δύο να συνδυάζονται. Ύστερα όμως από μακρά περίοδο αποϊδεολογικοποίησης, στη διάρκεια της οποίας έχει ατονήσει όχι μόνο η θεωρητική και ιδεολογική «δουλειά» και ο διάλογος στους κόλπους της Αριστεράς, αλλά και ο δεσμός ανάμεσα στην πολιτική και τη θεωρία, στο συγκεκριμένο και το γενικό, είναι απολύτως απαραίτητο κάθε βήμα στρατηγικής θεώρησης και θεωρητικής γενίκευσης να ακολουθείται από μια γενναία «δόση» συγκεκριμενοποίησης.

Ας προ­σπα­θή­σου­με λοι­πόν να ελέγ­ξου­με το νόημα και τις πο­λι­τι­κές συ­νέ­πειες των στρα­τη­γι­κών ιδεών που έχουν κα­τα­τε­θεί, υπο­βάλ­λο­ντάς τες στην «πει­θαρ­χία του συ­γκε­κρι­μέ­νου».

Αφε­τη­ρια­κά ερ­γα­λεία

Στο Προ­σχέ­διο Πο­λι­τι­κού Πλαι­σί­ου της ΛΑΕ γί­νο­νται οι εξής ανα­φο­ρές στο πρό­γραμ­μά της:

α) «Συ­νο­λι­κή υπο­στή­ρι­ξη στη δου­λειά μας θα δώσει η επε­ξερ­γα­σία ενός εναλ­λα­κτι­κού ρι­ζο­σπα­στι­κού προ­γράμ­μα­τος εξό­δου από την κρίση που να εμπνέ­ε­ται από την ανά­γκη σύ­γκρου­σης με τον ευ­ρω­μο­νό­δρο­μο και τις τα­ξι­κές στρα­τη­γι­κές των δυ­νά­με­ων του κε­φα­λαί­ου».

β) «Το πρό­γραμ­μα αυτό πρέ­πει να έχει ως ανα­γκαί­ες αφε­τη­ρί­ες την ακύ­ρω­ση των μνη­μο­νί­ων, την παύση πλη­ρω­μών-δια­γρα­φή του με­γα­λύ­τε­ρου μέ­ρους του χρέ­ους, την έξοδο από την Ευ­ρω­ζώ­νη και τη σύ­γκρου­ση-ανυ­πα­κοή απέ­να­ντι στην ΕΕ. Ανα­γκαί­ες αφε­τη­ρί­ες γιατί σή­με­ρα στο όνομα του χρέ­ους και της πα­ρα­μο­νής πάση θυσία στο ευρώ επι­βάλ­λε­ται η λι­τό­τη­τα και τα μνη­μό­νια, αλλά και γιατί δια­φο­ρε­τι­κά δεν μπο­ρεί να ανοί­ξει δρό­μος για οποια­δή­πο­τε εναλ­λα­κτι­κή λύση».

γ) «Όμως, αυτοί οι στό­χοι δεν εξα­ντλούν το προ­γραμ­μα­τι­κό μας πε­ριε­χό­με­νο, αλλά απο­τε­λούν την αφε­τη­ρία για να ξε­δι­πλω­θεί ένα με­τα­βα­τι­κό πρό­γραμ­μα τα­ξι­κής αντι­πα­ρά­θε­σης με τις δυ­νά­μεις του κε­φα­λαί­ου, με βα­σι­κούς άξο­νες τις εθνι­κο­ποι­ή­σεις, τον ερ­γα­τι­κό έλεγ­χο, το δη­μο­κρα­τι­κό σχε­δια­σμό, την πα­ρα­γω­γι­κή ανα­συ­γκρό­τη­ση, την ανα­βάθ­μι­ση της ερ­γα­σί­ας και του συ­στή­μα­τος κα­θο­λι­κής κοι­νω­νι­κής προ­στα­σί­ας, την πρω­το­βου­λία και συμ­με­το­χή των ίδιων των ερ­γα­ζο­μέ­νων».

δ) «Το πρό­γραμ­μα αυτό πρέ­πει να το επε­ξερ­γα­στού­με μέσα στον ανα­γκαίο διά­λο­γο με τον κόσμο του αγώνα. Θα πρέ­πει να το ανα­πτύ­ξου­με και ως προς τις τε­χνι­κές και πρα­κτι­κές πλευ­ρές της με­τά­βα­σης στο εθνι­κό νό­μι­σμα και ως προς τις ου­σια­στι­κές πλευ­ρές που συν­δέ­ουν την ανά­κτη­ση της νο­μι­σμα­τι­κής κυ­ριαρ­χί­ας με τις τα­ξι­κές διεκ­δι­κή­σεις και τα ερ­γα­τι­κά συμ­φέ­ρο­ντα, σε τε­λι­κή ανά­λυ­ση με τον με­τα­βα­τι­κό προς τον σο­σια­λι­σμό χα­ρα­κτή­ρα του».

Από τις ανα­φο­ρές αυτές προ­κύ­πτουν κα­ταρ­χήν τα εξής αφε­τη­ρια­κά και πολύ ση­μα­ντι­κά:

Πρώτο, μι­λά­με για πρό­γραμ­μα, στο οποίο εντάσ­σε­ται το ζή­τη­μα του νο­μί­σμα­τος, απο­τε­λώ­ντας υπο­σύ­νο­λο και πα­ρά­γω­γό του, αφού δη­λώ­νε­ται σαφώς ότι είναι αυτό το (συ­νο­λι­κό) πρό­γραμ­μα που πρέ­πει να «το ανα­πτύ­ξου­με και ως προς τις τε­χνι­κές και πρα­κτι­κές πλευ­ρές της με­τά­βα­σης στο εθνι­κό νό­μι­σμα και ως προς τις ου­σια­στι­κές πλευ­ρές που συν­δέ­ουν την ανά­κτη­ση της νο­μι­σμα­τι­κής κυ­ριαρ­χί­ας με τις τα­ξι­κές διεκ­δι­κή­σεις και τα ερ­γα­τι­κά συμ­φέ­ρο­ντα, σε τε­λι­κή ανά­λυ­ση με τον με­τα­βα­τι­κό προς το σο­σια­λι­σμό χα­ρα­κτή­ρα του». Εί­μα­στε έτσι πολύ μα­κριά, αν όχι στον αντί­πο­δα, μιας αντί­λη­ψης που θα έβλε­πε το πρό­γραμ­μά μας να εξι­σώ­νε­ται ή να ταυ­τί­ζε­ται με ένα «σχέ­διο με­τά­βα­σης στο εθνι­κό νό­μι­σμα».

Δεύ­τε­ρο, γί­νε­ται σαφώς λόγος ότι αυτό το (συ­νο­λι­κό) πρό­γραμ­μα συν­δέ­ε­ται με «τις τα­ξι­κές διεκ­δι­κή­σεις και τα ερ­γα­τι­κά συμ­φέ­ρο­ντα», ότι είναι ένα «με­τα­βα­τι­κό πρό­γραμ­μα τα­ξι­κής αντι­πα­ρά­θε­σης με τις δυ­νά­μεις του κε­φα­λαί­ου», του οποί­ου ο χα­ρα­κτή­ρας είναι «με­τα­βα­τι­κός προς το σο­σια­λι­σμό». Του­λά­χι­στον αφε­τη­ρια­κά, λοι­πόν, εί­μα­στε πιο κοντά «στην κα­τεύ­θυν­ση» ενός προ­γράμ­μα­τος που εντάσ­σε­ται στη σο­σια­λι­στι­κή με­τα­βα­τι­κή στρα­τη­γι­κή και όχι στη στρα­τη­γι­κή των στα­δί­ων.

Τρίτο, δη­λώ­νε­ται ότι το πρό­γραμ­μα αυτό έχει σαν ανα­γκαί­ες αφε­τη­ρί­ες «την ακύ­ρω­ση των μνη­μο­νί­ων, την παύση πλη­ρω­μών-δια­γρα­φή του με­γα­λύ­τε­ρου μέ­ρους του χρέ­ους, την έξοδο από την Ευ­ρω­ζώ­νη και τη σύ­γκρου­ση-ανυ­πα­κοή απέ­να­ντι στην ΕΕ».

Με αυτές τις θέ­σεις, η σύ­γκλι­ση των ορ­γα­νώ­σε­ων, συλ­λο­γι­κο­τή­των και ρευ­μά­των, που συ­να­παρ­τί­ζουν τη Λαϊκή Ενό­τη­τα, σε επί­πε­δο προ­γραμ­μα­τι­κών κα­τευ­θύν­σε­ων έχει αγ­γί­ξει τα όρια του εφι­κτού. Τώρα, χρειά­ζε­ται μια γεν­ναία «δόση» συ­γκε­κρι­με­νο­ποί­η­σης, ώστε οι αφε­τη­ρια­κές προ­γραμ­μα­τι­κές κα­τευ­θύν­σεις να αρ­χί­σουν να απο­κτούν συ­γκε­κρι­μέ­νο πε­ριε­χό­με­νο και στη βάση αυτή να ελεγ­χθεί και το βάθος της προ­γραμ­μα­τι­κής σύ­γκλι­σης.

Αυτή η δου­λειά συ­γκε­κρι­με­νο­ποί­η­σης πρέ­πει να γίνει σε πολλά πεδία και επί­πε­δα. Το άρθρο αυτό δεν φι­λο­δο­ξεί προ­φα­νώς να κα­λύ­ψει μια τέ­τοια συ­νο­λι­κή ανά­γκη. Θα πραγ­μα­τευ­τεί μόνο ένα προ­γραμ­μα­τι­κό πεδίο που θε­ω­ρού­με ότι (πρέ­πει να) απο­τε­λεί την «καρ­διά» του προ­γράμ­μα­τος της Ρι­ζο­σπα­στι­κής-Αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κής Αρι­στε­ράς. Τον τα­ξι­κό πυ­ρή­να του προ­γράμ­μα­τός μας, που αφορά σε αυτό που το Προ­σχέ­διο ονο­μά­ζει «ερ­γα­τι­κά συμ­φέ­ρο­ντα». Ύστε­ρα, στη βάση αυτή, θα προ­σπα­θή­σου­με να απα­ντή­σου­με σε κά­ποια γε­νι­κό­τε­ρα ερω­τή­μα­τα που ανα­φύ­ο­νται.

Το νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρο πρό­γραμ­μα ενά­ντια στα «ερ­γα­τι­κά συμ­φέ­ρο­ντα»

Η επί­θε­ση στον ερ­γα­τι­κό μισθό, στα ερ­γα­τι­κά δι­καιώ­μα­τα και στο κοι­νω­νι­κό κρά­τος είναι στο κέ­ντρο της νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρης επί­θε­σης. Στο πλαί­σιο αυτό, οι στό­χοι του νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρου προ­γράμ­μα­τος είναι οι εξής:

α) Μεί­ω­ση ή και κα­τάρ­γη­ση το κα­τώ­τε­ρου μι­σθού.

β) Μεί­ω­ση του επι­δό­μα­τος ανερ­γί­ας με ταυ­τό­χρο­νη δρα­στι­κή μεί­ω­ση του αριθ­μού των ανέρ­γων που το δι­καιού­νται και της χρο­νι­κής διάρ­κειας που δι­καιού­νται.

γ) Διά­λυ­ση των ερ­γα­σια­κών σχέ­σε­ων.

δ) Μεί­ω­ση των συ­ντά­ξε­ων.

ε) Μεί­ω­ση των κοι­νω­νι­κών επι­δο­μά­των, αλλά και γε­νι­κό­τε­ρα των δα­πα­νών για το κοι­νω­νι­κό κρά­τος (υγεία, πε­ρί­θαλ­ψη, παι­δεία).

ζ) Μεί­ω­ση των ερ­γο­δο­τι­κών ει­σφο­ρών.(2)

η) Αλ­λα­γή του φο­ρο­λο­γι­κού συ­στή­μα­τος, ώστε διαρ­κώς αυ­ξα­νό­με­νο με­ρί­διο των φο­ρο­λο­γι­κών βαρών να το επω­μί­ζο­νται οι ερ­γα­ζό­με­νοι και οι λαϊ­κές τά­ξεις.

Στην Ελ­λά­δα και στη διάρ­κεια της κρί­σης και των μνη­μο­νί­ων ύστε­ρα από το 2009, οι στό­χοι αυτοί υπη­ρε­τή­θη­καν από όλες τις κυ­βερ­νή­σεις με ακραία επι­θε­τι­κό τρόπο. Αυτό που θέλει να πει το σύν­θη­μα για τις «κα­τα­κτή­σεις ενός αιώνα» που κα­ταρ­γού­νται, αφορά ακρι­βώς ό,τι έχει σχέση με τον ερ­γα­τι­κό μισθό: άμεσο (το μη­νιαίο αντι­μί­σθιο που ο ερ­γα­ζό­με­νος λαμ­βά­νει από τον ερ­γο­δό­τη ή η σύ­ντα­ξη για το τμήμα της ερ­γα­τι­κής τάξης που έχει συ­ντα­ξιο­δο­τη­θεί) και κοι­νω­νι­κό (επι­δό­μα­τα και πα­ρο­χές του κοι­νω­νι­κού κρά­τους).

Δεν πρό­κει­ται για κά­ποια μέτρα ανά­με­σα στα άλλα, αλλά για την καρ­διά του νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρου προ­γράμ­μα­τος: είναι μικρό τμήμα των μέ­τρων των μνη­μο­νια­κών προ­γραμ­μά­των που έχουν ου­δέ­τε­ρο απο­τέ­λε­σμα (σω­στό­τε­ρα: που δεν έχει αρ­νη­τι­κό απο­τέ­λε­σμα) στο ζή­τη­μα του ερ­γα­τι­κού μι­σθού. Διότι, απλού­στα­τα, αυτό που συμ­βαί­νει τα τε­λευ­ταία χρό­νια είναι ότι ο πα­ρα­γό­με­νος πλού­τος σε αυτή τη χώρα μοι­ρά­ζε­ται όλο και πιο άδικα, τόσο πρω­το­γε­νώς (μι­σθοί, συ­ντά­ξεις) όσο και δευ­τε­ρο­γε­νώς (φο­ρο­λο­γία, κοι­νω­νι­κό κρά­τος). Δεν υπάρ­χει άλλο «μυ­στι­κό» για να απο­κα­λύ­ψου­με, διότι δεν υπάρ­χει τί­πο­τε άλλο για να μοι­ρα­στεί, πέρα από τον πλού­το που πα­ρά­γε­ται κάθε χρόνο σε αυτή τη χώρα, που ως μαρ­ξι­στές γνω­ρί­ζου­με ότι πα­ρά­γε­ται στο σύ­νο­λό του από τους ερ­γα­ζό­με­νους.(3)

Στο πλαί­σιο των ιε­ραρ­χή­σε­ων του νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρου προ­γράμ­μα­τος, η μεί­ω­ση ή κα­τάρ­γη­ση του κα­τώ­τε­ρου μι­σθού, η δρα­μα­τι­κή μεί­ω­ση των συ­ντά­ξε­ων και οι πο­λι­τι­κές για το επί­δο­μα ανερ­γί­ας έχουν δο­μι­κό χα­ρα­κτή­ρα. Διότι δεν πρό­κει­ται μόνο γι’ αυτή κα­θαυ­τή τη μεί­ω­ση, αλλά για τη συ­νο­λι­κή επί­δρα­ση που έχει αυτό σε όλη την κλί­μα­κα των μι­σθών, αλλά και στο γε­νι­κό­τε­ρο συ­σχε­τι­σμό δυ­νά­με­ων ανά­με­σα στους ερ­γα­ζο­μέ­νους και τους ερ­γο­δό­τες, δη­λα­δή στη δια­πραγ­μα­τευ­τι­κή δύ­να­μη των ερ­γα­ζο­μέ­νων. Πράγ­μα­τι:

α) Όσο πιο χα­μη­λά είναι το επί­δο­μα ανερ­γί­ας και όσο πε­ρισ­σό­τε­ρο δί­νε­ται σε μικρό τμήμα των ανέρ­γων και για μικρό χρο­νι­κό διά­στη­μα, τόσο πε­ρισ­σό­τε­ρο αυτοί είναι ανα­γκα­σμέ­νοι να δέ­χο­νται να δου­λέ­ψουν με όλο και πιο χα­μη­λούς μι­σθούς και σε όλο και πιο άθλιες συν­θή­κες (ελα­στι­κά ωρά­ρια, μαύρη ή ελα­στι­κή ερ­γα­σία, απλή­ρω­τες υπε­ρω­ρί­ες, ανοχή της ερ­γο­δο­τι­κής αυ­θαι­ρε­σί­ας κ.λπ.).

β) Όσο πιο χα­μη­λά είναι ο κα­τώ­τα­τος μι­σθός (και ακόμη κα­λύ­τε­ρα για τους κα­πι­τα­λι­στές, αν δεν υπάρ­χει), τόσο πιέ­ζε­ται προς τα κάτω ολό­κλη­ρη η κλί­μα­κα των μι­σθών πάνω από τον κα­τώ­τα­το. Και ήδη οι στα­τι­στι­κές απο­κα­λύ­πτουν ότι η με­γά­λη πλειο­νό­τη­τα των μι­σθω­τών ζει με μι­σθούς στις ζώνες πολύ κοντά στον κα­τώ­τα­το.

γ) Όσο πιο χα­μη­λά πέ­φτει η κα­τώ­τα­τη σύ­ντα­ξη και όσο πιέ­ζε­ται συ­νο­λι­κά προς τα κάτω όλη η κλί­μα­κα των συ­ντά­ξε­ων, τόσο πε­ρισ­σό­τε­ροι συ­ντα­ξιού­χοι θα είναι πρό­θυ­μοι να συμ­βι­βα­στούν με ένα «συ­μπλή­ρω­μα» ει­σο­δή­μα­τος από κα­κο­πλη­ρω­μέ­νη και σε άθλιες συν­θή­κες ερ­γα­σία.

Με λίγα λόγια, όσο πε­ρισ­σό­τε­ρο, με αυτό τον τρόπο, επε­κτεί­νε­ται το στρώ­μα των ανέρ­γων που ζει σε κα­τά­στα­ση πλή­ρους εξα­θλί­ω­σης και το στρώ­μα των ερ­γα­ζό­με­νων φτω­χών που ζουν με μισθό περί τον κα­τώ­τα­το ή με μαύρη ή ελα­στι­κή απα­σχό­λη­ση, ή των συ­ντα­ξιού­χων που δεν μπο­ρούν να επι­βιώ­σουν με μια άθλια σύ­ντα­ξη, τόσο γε­νι­κεύ­ε­ται η ερ­γα­σια­κή ζού­γκλα –η κα­τά­στα­ση που όλοι οι ερ­γο­δό­τες ονει­ρεύ­ο­νται.

δ) Στην ίδια ακρι­βώς κα­τεύ­θυν­ση λει­τουρ­γεί και η κα­τάρ­γη­ση ή υπο­βάθ­μι­ση των λοι­πών πα­ρο­χών του κοι­νω­νι­κού κρά­τους.

Όπως θα έλε­γαν και οι νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ροι, όλα αυτά γί­νο­νται με «δια­θρω­τι­κή» λο­γι­κή, δη­λα­δή απο­σκο­πώ­ντας όχι απλώς σε πο­σο­τι­κούς στό­χους και αντί­στοι­χα οφέλη για τους κα­πι­τα­λι­στές, αλλά και σε έναν «διαρ­θρω­τι­κό» στόχο που λει­τουρ­γεί μέσω της αγο­ράς ερ­γα­σί­ας σαν μη­χα­νι­σμός πα­γί­ω­σης αυτών των ωφε­λη­μά­των για την κα­πι­τα­λι­στι­κή τάξη: με τη δη­μιουρ­γία ενός εφε­δρι­κού στρα­τού εξα­θλιω­μέ­νων που θα αδυ­να­τί­ζει εξαι­ρε­τι­κά τον ερ­γα­τι­κό συ­σχε­τι­σμό δυ­νά­με­ων και έτσι θα πα­γιώ­νει αυτές τις «κα­τα­κτή­σεις» των κα­πι­τα­λι­στών σε βάρος της ερ­γα­τι­κής τάξης.

Απ’ το γε­νι­κό στο ει­δι­κό: Το δικό μας πρό­γραμ­μα για τα «ερ­γα­τι­κά συμ­φέ­ρο­ντα»

Το συ­μπέ­ρα­σμα είναι πως όχι μόνο η κλί­μα­κα των μι­σθών και των συ­ντά­ξε­ων, αλλά το σύ­νο­λο των ερ­γα­τι­κών δι­καιω­μά­των χτί­ζε­ται από κάτω προς τα πάνω. Αυτό το βα­σι­κό συ­μπέ­ρα­σμα πρέ­πει να είναι η πυ­ξί­δα ώστε η Ρι­ζο­σπα­στι­κή-Αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κή Αρι­στε­ρά να κα­τα­στρώ­σει το πρό­γραμ­μά της για τα «ερ­γα­τι­κά συμ­φέ­ρο­ντα». Με την ίδια ακρι­βώς μέ­θο­δο: χτί­ζο­ντας την κλί­μα­κα των μι­σθών και των συ­ντά­ξε­ων, αλλά και όλη την κλί­μα­κα των ερ­γα­τι­κών δι­καιω­μά­των, από κάτω προς τα πάνω:

1. Αύ­ξη­ση του επι­δό­μα­τος ανερ­γί­ας, από­δο­σή τους σε όλους τους ανέρ­γους και αύ­ξη­ση του χρό­νου από­δο­σής του για όλες τις κα­τη­γο­ρί­ες ανέρ­γων στα δύο χρό­νια.

2. Άμεση και εφά­παξ αύ­ξη­ση του κα­τώ­τα­του μι­σθού στα 751 ευρώ ή στο ισο­δύ­να­μό του σε εθνι­κό νό­μι­σμα.

3. Αύ­ξη­ση της κα­τώ­τα­της σύ­ντα­ξης, με άμεση αύ­ξη­ση του πο­σο­στού ανα­πλή­ρω­σης από τα ση­με­ρι­νά επί­πε­δα κατά 20% (με στόχο το πο­σο­στό ανα­πλή­ρω­σης να ανέ­βει σε μία τριε­τία στο 85%).

4. Μα­ζι­κό πρό­γραμ­μα πρό­σλη­ψης ανέρ­γων από το Δη­μό­σιο, στη βάση ενός Προ­γράμ­μα­τος Δη­μο­σί­ων Επεν­δύ­σε­ων σε το­μείς που αφο­ρούν το κοι­νω­νι­κό κρά­τος, το πε­ρι­βάλ­λον, τις δη­μό­σιες υπο­δο­μές κ.λπ. Με τον κα­τώ­τα­το μισθό και με πλήρη ασφα­λι­στι­κή κά­λυ­ψη.

5. Απο­κα­τά­στα­ση ερ­γα­σια­κών σχέ­σε­ων:

α) Απο­κα­τά­στα­ση του συ­στή­μα­τος προ­στα­σί­ας της αδύ­να­μης πλευ­ράς (της ερ­γα­τι­κής) και του πλαι­σί­ου διαι­τη­σί­ας.

β) Κα­τάρ­γη­ση της υπε­νοι­κί­α­σης ερ­γα­ζο­μέ­νων, χτύ­πη­μα της «μαύ­ρης» ερ­γα­σί­ας, αντι­κί­νη­τρα και έλεγ­χος για την ελα­στι­κή απα­σχό­λη­ση.

γ) Απο­κα­τά­στα­ση του συ­στή­μα­τος συλ­λο­γι­κών δια­πραγ­μα­τεύ­σε­ων, της με­τε­νέρ­γειας κ.λπ.

δ) Νο­μο­θε­σία που θα επι­τρέ­πει να περ­νούν στους ερ­γα­ζό­με­νους επι­χει­ρή­σεις των οποί­ων οι ερ­γο­δό­τες δεν θα δέ­χο­νται να λει­τουρ­γή­σουν με το νέο πλαί­σιο ερ­γα­τι­κών δι­καιω­μά­των.

ε) Κα­τάρ­γη­ση της πα­ρά­νο­μης και κα­τα­χρη­στι­κής απερ­γί­ας και της πο­λι­τι­κής επι­στρά­τευ­σης απερ­γών.

στ) Νο­μο­θε­σία για την απο­κα­τά­στα­ση του δη­μο­κρα­τι­κού πλαι­σί­ου λει­τουρ­γί­ας των συν­δι­κά­των, αλλά και για την κα­τάρ­γη­ση του ερ­γο­δο­τι­κού «άβα­του» στους ίδιους τους χώ­ρους ερ­γα­σί­ας.

6. Απο­κα­τά­στα­ση του κοι­νω­νι­κού κρά­τους. Εδώ πρέ­πει να επι­διω­χθούν πολ­λα­πλοί στό­χοι σε πολλά επί­πε­δα:

α) Άμεση απο­κα­τά­στα­ση των επι­δο­μά­των με τον πλέον ζω­τι­κό χα­ρα­κτή­ρα για το επί­πε­δο ζωής των λαϊ­κών τά­ξε­ων. Εδώ ση­μα­ντι­κό ρόλο θα έχουν μορ­φές επι­δό­τη­σης που θα δίνει η εθνι­κο­ποί­η­ση υπό κοι­νω­νι­κό και ερ­γα­τι­κό έλεγ­χο.

β) Ρι­ζι­κή με­ταρ­ρύθ­μι­ση στην παι­δεία με γεν­ναία αύ­ξη­ση της χρη­μα­το­δό­τη­σης, στή­ρι­ξη του δη­μό­σιου χα­ρα­κτή­ρα και συ­στη­μα­τι­κά αντι­κί­νη­τρα για την ιδιω­τι­κή παι­δεία.

γ) Ρι­ζι­κή με­ταρ­ρύθ­μι­ση στην υγεία, απο­κα­τά­στα­ση και ενί­σχυ­ση ενός δη­μό­σιου συ­στή­μα­τος υγεί­ας στο οποίο θα έχουν πρό­σβα­ση όλοι όσοι ζουν σε αυτή τη χώρα, σύ­στη­μα αντι­κι­νή­τρων, ώστε να εκ­διω­χθούν τα ιδιω­τι­κά συμ­φέ­ρο­ντα από την υγεία.

7. Νο­μο­θε­σία για τη στή­ρι­ξη και ανά­πτυ­ξη του τομέα της συ­νε­ται­ρι­στι­κής πα­ρα­γω­γής που δεν απο­σκο­πεί στο κέρ­δος, ώστε να πε­ριο­ρι­στεί η αγορά και να υπάρ­ξει «χώρος» για να απορ­ρο­φη­θεί ένα τμήμα της ανερ­γί­ας σε ένα νέο, μη κερ­δο­σκο­πι­κό συ­νε­ται­ρι­στι­κό τομέα.

Σε ένα τέ­τοιο πρό­γραμ­μα για τα «ερ­γα­τι­κά συμ­φέ­ρο­ντα», κε­ντρι­κή ση­μα­σία δεν έχουν τόσο οι πο­σο­τι­κοί στό­χοι όσο:

Πρώτο, η λο­γι­κή της κα­θο­λι­κό­τη­τας των μέ­τρων.

Δεύ­τε­ρο, ο άμε­σος, συ­νο­λι­κός, τολ­μη­ρός και ρι­ζο­σπα­στι­κός χα­ρα­κτή­ρας τους.

Τρίτο, η λο­γι­κή της άμε­σης ακύ­ρω­σης των όρων που δια­μορ­φώ­νουν έναν εξα­θλιω­μέ­νο βιο­μη­χα­νι­κό στρα­τό ανέρ­γων, ένα στρώ­μα ερ­γα­ζό­με­νων φτω­χών και ένα στρώ­μα εξα­θλιω­μέ­νων συ­ντα­ξιού­χων που είναι βορά στην ερ­γο­δο­τι­κή αυ­θαι­ρε­σία.

Ώστε κα­νέ­νας άνερ­γος να μην αι­σθά­νε­ται εκτε­θει­μέ­νος στην από­λυ­τη εξα­θλί­ω­ση, ώστε κα­νέ­νας συ­ντα­ξιού­χος στη ζώνη των συ­ντά­ξε­ων εξα­θλί­ω­σης να μην αι­σθά­νε­ται την ανά­γκη να υπο­στεί την ερ­γο­δο­τι­κή αυ­θαι­ρε­σία για ένα γλί­σχρο συ­μπλή­ρω­μα ει­σο­δή­μα­τος, ώστε κα­νέ­νας ερ­γα­ζό­με­νος φτω­χός να μην μπει στον πει­ρα­σμό να ανα­ζη­τεί «μισές» δου­λειές για να συ­μπλη­ρώ­σει το ει­σό­δη­μά του που δεν επαρ­κεί, ώστε όλοι αυτοί να είναι πολύ λι­γό­τε­ρο ή κα­θό­λου πρό­θυ­μοι να δε­χτούν τον εκ­βια­σμό του ερ­γο­δό­τη για κα­κο­πλη­ρω­μέ­νη και ανα­σφά­λι­στη ερ­γα­σία.

Ώστε, εντέ­λει, η ερ­γα­τι­κή τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώ­μα­τα να ανα­κτή­σουν την αυ­το­πε­ποί­θη­ση, την υπε­ρη­φά­νεια, τη θέ­λη­ση για αγώνα και το νο­μο­θε­τι­κό πλαί­σιο που θα τους δίνει τα «όπλα» για να αγω­νι­στούν απο­τε­λε­σμα­τι­κά. Τα υπό­λοι­πα θα τα κά­νουν η ερ­γα­τι­κή τάξη και οι ερ­γα­ζό­με­νες λαϊ­κές τά­ξεις με το δικό τους αγώνα.

Απ’ το ει­δι­κό, ξανά στο γε­νι­κό: Καί­ρια ερω­τή­μα­τα και απα­ντή­σεις

Για να εντα­χτεί σε ένα στι­βα­ρό στρα­τη­γι­κό προ­σα­να­το­λι­σμό αυτός ο πυ­ρή­νας του τα­ξι­κού μας προ­γράμ­μα­τος, αλλά και για να υπο­στη­ρι­χτεί πο­λι­τι­κά με επάρ­κεια, πρέ­πει να απα­ντη­θούν τα πα­ρα­κά­τω καί­ρια ερω­τή­μα­τα-ζη­τή­μα­τα:

1. Το ζή­τη­μα των πόρων: «Πού θα βρού­με τα λεφτά;»

Η πραγ­μα­τι­κή απά­ντη­ση σε αυτό το ερώ­τη­μα, το οποίο έχει ανα­δει­χτεί στο πιο πιε­στι­κό απ’ όλα τα ερω­τή­μα­τα που θέ­τουν στη Ρι­ζο­σπα­στι­κή-Αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κή Αρι­στε­ρά οι εκ­πρό­σω­ποι του συ­στή­μα­τος, είναι μία: με μια ρι­ζι­κή ανα­δια­νο­μή του πα­ρα­γό­με­νου, αλλά και του συσ­σω­ρευ­μέ­νου (με τη μορφή κι­νη­τής και ακί­νη­της πε­ριου­σί­ας) πλού­του υπέρ της ερ­γα­σί­ας και σε βάρος της κα­πι­τα­λι­στι­κής τάξης. Και η πιο ευ­φά­ντα­στη οι­κο­νο­μο-τε­χνι­κή μέ­θο­δος δεν μπο­ρεί να «κλέ­ψει» αξία που δεν υπάρ­χει! Όλα εδώ πα­ρά­γο­νται και όλα εδώ «πλη­ρώ­νο­νται», από τον πλού­το που πα­ρά­γουν οι ερ­γα­ζό­με­νες τά­ξεις. Συ­μπλη­ρω­μα­τι­κά, η παύση πλη­ρω­μών στο χρέος και η δια­γρα­φή του είναι ένας τρό­πος να πάψει να δια­φεύ­γει ένα μέρος της αξίας που πα­ρά­γε­ται εδώ, για τους το­κο­γλύ­φους δα­νει­στές. Είναι ένα τα­ξι­κό μέτρο ανά­κτη­σης αξίας για την κα­λυ­τέ­ρευ­ση της ζωής των λαϊ­κών τά­ξε­ων, μια έμ­με­ση ανα­δια­νο­μή υπέρ τους, με «θύ­μα­τα» αυτή τη φορά όχι τη ντό­πια κα­πι­τα­λι­στι­κή τάξη, αλλά τους ξέ­νους το­κο­γλύ­φους.

Αυτές είναι οι βα­σι­κές πηγές για την ανά­κτη­ση αξίας που θα βελ­τιώ­σει τη ζωή της ερ­γα­τι­κής τάξης και των ερ­γα­ζό­με­νων λαϊ­κών τά­ξε­ων. Η τρίτη πηγή, που συ­νή­θως συ­ζη­τεί­ται, σχε­τι­ζό­με­νη με τις ευ­ερ­γε­τι­κές επι­πτώ­σεις της επι­στρο­φής στο εθνι­κό νό­μι­σμα, είναι η αύ­ξη­ση (θε­α­μα­τι­κή, ισχυ­ρί­ζο­νται κά­ποιοι) των εξα­γω­γών.(4)

Όμως, το να «κλέ­ψεις» αξία που έχει πα­ρα­χθεί σε άλλες χώρες μέσα από ένα πιο θε­τι­κό για τη χώρα σου ισο­ζύ­γιο αγα­θών και υπη­ρε­σιών, είναι ένας στό­χος που –του­λά­χι­στον για ένα διά­στη­μα– μπο­ρεί να έχει μόνο αμυ­ντι­κό χα­ρα­κτή­ρα (εξι­σορ­ρό­πη­ση του ισο­ζυ­γί­ου, ώστε να μην υπάρ­χει ανά­γκη εξω­τε­ρι­κής χρη­μα­το­δό­τη­σης) και σί­γου­ρα όχι θε­α­μα­τι­κά απο­τε­λέ­σμα­τα. Ιδιαί­τε­ρα σε μια φάση που δια­φαί­νε­ται στον ορί­ζο­ντα μια νέα υπο­τρο­πή της πα­γκό­σμιας κρί­σης, που ο όγκος του πα­γκό­σμιου εμπο­ρί­ου και η διε­θνής ζή­τη­ση μειώ­νο­νται, το να στη­ρί­ξου­με το πρό­γραμ­μά μας σε αυτό τον πα­ρά­γο­ντα θα ήταν με­γά­λο λάθος, όταν μά­λι­στα δεν υπάρ­χει κά­ποιος ήδη εδραιω­μέ­νος και στι­βα­ρός εξα­γω­γι­κός το­μέ­ας. Επι­πλέ­ον, προ­ϋ­πο­θέ­τει τη δη­μιουρ­γία μιας άλλης διαρ­θρω­τι­κής βάσης των εξα­γω­γών, με πρώτο στόχο τη στα­θε­ρή εξι­σορ­ρό­πη­ση του ισο­ζυ­γί­ου, η οποία όμως βάση απαι­τεί την οι­κο­δό­μη­ση διαρ­θρω­τι­κών προ­ϋ­πο­θέ­σε­ων που δεν είναι εφι­κτή παρά μόνο σε με­σο­πρό­θε­σμο χρο­νι­κό ορί­ζο­ντα.

2. Πρώτα η ανά­πτυ­ξη ή πρώτα οι ερ­γα­τι­κές ανά­γκες;

Το ερώ­τη­μα αυτό τί­θε­ται από το ίδιο το πρό­γραμ­μά μας για τις «ερ­γα­τι­κές ανά­γκες». Η χρη­μα­το­δό­τη­σή του, στο σκέ­λος που αφορά τις δη­μό­σιες δα­πά­νες και το ισο­ζύ­γιο εσό­δων-δα­πα­νών του προ­ϋ­πο­λο­γι­σμού, θα απαι­τή­σει ένα ύψος δα­πα­νών που δεν θα μπο­ρεί να κα­λυ­φθεί άμεσα από τη δευ­τε­ρο­γε­νή ανα­δια­νο­μή (φο­ρο­λο­γία των κερ­δών και του συσ­σω­ρευ­μέ­νου πλού­του), άρα θα πρέ­πει να χρη­μα­το­δο­τη­θεί από κό­ψι­μο χρή­μα­τος από την εθνι­κο­ποι­η­μέ­νη κε­ντρι­κή τρά­πε­ζα της χώρας.

Επει­δή όμως δεν μπο­ρού­με να κό­βου­με ανε­ξέ­λεγ­κτα χρήμα, τί­θε­ται αμέ­σως το ερώ­τη­μα: Η δυ­να­τό­τη­τα ρευ­στό­τη­τας που δίνει η ανά­κτη­ση της κε­ντρι­κής τρά­πε­ζας και η επι­στρο­φή στο εθνι­κό νό­μι­σμα θα αξιο­ποι­η­θεί (με την όποια φειδώ επι­βάλ­λει μια συ­γκε­κρι­μέ­νη οι­κο­νο­μο-τε­χνι­κή με­λέ­τη) για την άμεση και γε­νι­κή ανύ­ψω­ση του επι­πέ­δου ζωής της ερ­γα­τι­κής τάξης (χρη­μα­το­δό­τη­ση προ­γράμ­μα­τος δη­μό­σιων επεν­δύ­σε­ων, χρη­μα­το­δό­τη­ση της απο­κα­τά­στα­σης και ενί­σχυ­σης του κοι­νω­νι­κού κρά­τους) με βάση το στρα­τη­γι­κό προ­σα­να­το­λι­σμό «πρώτα οι ερ­γα­τι­κές ανά­γκες και ύστε­ρα (και στη βάση του νέου πλαι­σί­ου που δη­μιουρ­γεί­ται) η ανά­πτυ­ξη»; Ή, με βάση το στρα­τη­γι­κό προ­σα­να­το­λι­σμό, «πρώτα η ανά­πτυ­ξη (ρευ­στό­τη­τα σε εθνι­κό νό­μι­σμα για τη χρη­μα­το­δό­τη­ση της ανά­πτυ­ξης) και ύστε­ρα, ως απο­τέ­λε­σμα της ανά­πτυ­ξης, η κά­λυ­ψη των ερ­γα­τι­κών ανα­γκών»; Είναι ένα στρα­τη­γι­κής ση­μα­σί­ας ερώ­τη­μα που πρέ­πει να απα­ντη­θεί πολύ κα­θα­ρά και χωρίς πε­ρι­στρο­φές!

Στο άρθρο αυτό η απά­ντη­ση εντάσ­σε­ται στον πρώτο στρα­τη­γι­κό προ­σα­να­το­λι­σμό: Πρώτα οι ερ­γα­τι­κές-λαϊ­κές ανά­γκες και ύστε­ρα (και δι’ αυτών) η ανά­πτυ­ξη. Δί­νου­με αυτή την απά­ντη­ση για οι­κο­νο­μι­κούς λό­γους: επει­δή, ιδιαί­τε­ρα σε μια οι­κο­νο­μία που στη­ρί­ζε­ται στην εσω­τε­ρι­κή ζή­τη­ση και σε μια συ­γκυ­ρία μεί­ω­σης της διε­θνούς ζή­τη­σης, μια γεν­ναία αύ­ξη­ση του ει­σο­δή­μα­τος της ερ­γα­τι­κής τάξης και των λαϊ­κών τά­ξε­ων, που στο σύ­νο­λό της σχε­δόν θα κα­τα­να­λω­θεί και άρα θα αυ­ξή­σει την κα­τα­νά­λω­ση και τη ζή­τη­ση, είναι ο θε­με­λιώ­δης όρος για την ανά­πτυ­ξη. Αν μέ­να­με όμως μόνο σε αυτό, θα ήμα­σταν απλώς συ­νε­πείς κεϊν­σια­νοί.

Υπάρ­χει λοι­πόν ένας βα­θύ­τε­ρος λόγος: ότι η μόνη ανά­πτυ­ξη που εν­δια­φέ­ρει τη Ρι­ζο­σπα­στι­κή-Αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κή Αρι­στε­ρά είναι αυτή που βα­σί­ζε­ται σε ένα από­λυ­της προ­τε­ραιό­τη­τας των «ερ­γα­τι­κών συμ­φε­ρό­ντων», η οποία ανά­πτυ­ξη είναι αδια­νό­η­τη χωρίς μέτρα, αλλά και μια μα­ζι­κή κοι­νω­νι­κή δυ­να­μι­κή με­τα­σχη­μα­τι­σμού των πα­ρα­γω­γι­κών σχέ­σε­ων.

Για όποιον πά­ντως τυχόν το­πο­θε­τεί­ται υπέρ της δεύ­τε­ρης απά­ντη­σης, οι συ­νέ­πειες πρέ­πει να είναι μάλ­λον προ­φα­νείς: τα «ερ­γα­τι­κά συμ­φέ­ρο­ντα» θα πα­ρα­μεί­νουν εξαρ­τη­μέ­νη με­τα­βλη­τή της κα­πι­τα­λι­στι­κής ανά­πτυ­ξης. Αν με το εθνι­κό νό­μι­σμα κα­τευ­θυν­θεί η ρευ­στό­τη­τα στην επι­δό­τη­ση της κα­πι­τα­λι­στι­κής ανά­πτυ­ξης, αν αυ­ξη­θούν οι εξα­γω­γές και «απο­γειω­θεί» ο του­ρι­σμός, τότε θα απορ­ρο­φη­θεί ένα μέρος της ανερ­γί­ας και θα κα­λυ­τε­ρεύ­σει η ζωή των λαϊ­κών τά­ξε­ων. Ένα «σχέ­διο Κίρ­χνερ» προ­σαρ­μο­σμέ­νο στην Ελ­λά­δα. Δεν μας ενο­χλεί μόνο που ένα τέ­τοιο σχέ­διο είναι κεϊν­σια­νό, αλλά και που στην πε­ρί­πτω­ση της Ελ­λά­δας και στη νέα φάση που η κα­πι­τα­λι­στι­κή κρίση αγκά­λια­σε και τις λε­γό­με­νες ανα­πτυσ­σό­με­νες οι­κο­νο­μί­ες (BRICKS) είναι και μη ρε­α­λι­στι­κό.

Σε κάθε πε­ρί­πτω­ση, η αντα­γω­νι­στι­κό­τη­τα ανά­με­σα στους δύο αυ­τούς στρα­τη­γι­κούς προ­σα­να­το­λι­σμούς δεν επι­τρέ­πει να μη δί­νο­νται ξε­κά­θα­ρες απα­ντή­σεις.(5) Με ένα γε­νι­κό τρόπο, που όμως έχει πλη­θώ­ρα άμε­σων και συ­γκε­κρι­μέ­νων συ­νε­πα­γω­γών, πρέ­πει να απα­ντή­σου­με στο ζή­τη­μα ποιο είναι το κοι­νω­νι­κό-πο­λι­τι­κό μας σχέ­διο: Επι­δό­τη­ση της κα­πι­τα­λι­στι­κής ανά­πτυ­ξης ή σχέ­διο «κου­ρέ­μα­τος» της αγο­ράς, του κέρ­δους και της ιδιο­κτη­σί­ας, ανά­πτυ­ξης στο πλαί­σιο του ξε­δι­πλώ­μα­τος μιας δια­δι­κα­σί­ας με­τα­σχη­μα­τι­σμού των πα­ρα­γω­γι­κών σχέ­σε­ων;

3. Το «πρώτο δύ­σκο­λο διά­στη­μα», οι δυ­σκο­λί­ες και η λι­τό­τη­τα

Μι­λώ­ντας για την υλο­ποί­η­ση ενός τέ­τοιου προ­γράμ­μα­τος και ιδιαί­τε­ρα για την ανα­πό­φευ­κτη ρήξη με την Ευ­ρω­ζώ­νη και την επι­στρο­φή στο εθνι­κό νό­μι­σμα, γί­νε­ται σχε­δόν πάντα λόγος για ένα «πρώτο δύ­σκο­λο διά­στη­μα». Από κά­ποιες πλευ­ρές,(6) οι δυ­σκο­λί­ες αυτού του δια­στή­μα­τος λέ­γε­ται ότι θα αφο­ρούν όλες τις κοι­νω­νι­κές τά­ξεις και έτσι συγ­χέ­ο­νται με τη λι­τό­τη­τα. Ωστό­σο, είναι εντε­λώς δια­φο­ρε­τι­κό πράγ­μα η ύφεση και δια­φο­ρε­τι­κό η λι­τό­τη­τα.

Πρέ­πει να ξε­κα­θα­ρί­σου­με λοι­πόν το εξής: Λι­τό­τη­τα δεν είναι η «οι­κο­νο­μι­κή στε­νό­τη­τα» γε­νι­κώς (η οποία λο­γι­κά συν­δέ­ε­ται με τη μεί­ω­ση του ΑΕΠ), αλλά η ανα­δια­νο­μή του πλού­του υπέρ του κε­φα­λαί­ου και σε βάρος των ερ­γα­ζό­με­νων τά­ξε­ων. Το δικό μας πρό­γραμ­μα πρέ­πει να εγ­γυά­ται ότι, ανε­ξαρ­τή­τως του τι θα συμ­βεί με το ΑΕΠ (που όντως μπο­ρεί και να μειω­θεί, λι­γό­τε­ρο ή πε­ρισ­σό­τε­ρο πρό­σκαι­ρα), η λι­τό­τη­τα θα κα­ταρ­γη­θεί από την «επό­με­νη μέρα»!

Η υπό­σχε­ση αυτή ισο­δυ­να­μεί με μια υπό­σχε­ση ότι ο πα­ρα­γό­με­νος πλού­τος (είτε αυ­ξά­νε­ται είτε μένει στά­σι­μος είτε μειώ­νε­ται) θα μοι­ρά­ζε­ται όλο και πιο δί­καια υπέρ των ερ­γα­ζό­με­νων τά­ξε­ων.

Η υπό­σχε­ση αυτή θα μπο­ρού­σε να δια­τυ­πω­θεί και ως εξής: δε­σμευό­μα­στε ότι όλοι οι δια­θέ­σι­μοι πόροι θα αξιο­ποιού­νται για την κα­λυ­τέ­ρευ­ση της ζωής των ερ­γα­ζό­με­νων τά­ξε­ων. Πράγ­μα που ση­μαί­νει ότι ακόμη και σε συν­θή­κες ύφε­σης σε «ένα πρώτο δύ­σκο­λο διά­στη­μα», οι λαϊ­κές τά­ξεις μπο­ρούν να δουν απτά την κα­λυ­τέ­ρευ­ση της ζωής τους με την άμεση εφαρ­μο­γή του προ­γράμ­μα­τος για τις «ερ­γα­τι­κές ανά­γκες». Μόνο που αυτό, το απο­λύ­τως εφι­κτό, δεν θα τους χα­ρι­στεί με κά­ποιο «συμ­βό­λαιο πα­ρα­χώ­ρη­σης», αλλά θα κερ­δη­θεί στο πλαί­σιο ενός συμ­βο­λαί­ου αγώνα.

Οι δυ­σκο­λί­ες, που ορ­θό­τε­ρα θα τις ονο­μά­ζα­με θυ­σί­ες, θα προ­κύ­ψουν όχι από τη δια­τή­ρη­ση του κα­νό­να της λι­τό­τη­τας (δη­λα­δή της άδι­κης κα­τα­νο­μής του πα­ρα­γό­με­νου πλού­του) στο όνομα των δυ­σκο­λιών που θα φέρει μια πι­θα­νή ύφεση, αλλά από τις θυ­σί­ες του αγώνα για να εμπε­δω­θούν και να επε­κτα­θούν οι κα­τα­κτή­σεις της «επό­με­νης μέρας». Η δια­φο­ρά είναι προ­φα­νής και είναι πολύ ση­μα­ντι­κό να εξη­γεί­ται και να ανα­δει­κνύ­ε­ται.

4. Από πού θα αντλή­σου­με τη δύ­να­μη για να τα κά­νου­με όλα αυτά; Για ένα συμ­βό­λαιο αγώνα (και όχι μιας νέας ανά­θε­σης) με τις ερ­γα­ζό­με­νες τά­ξεις

Ήδη όσα έχουν συμ­φω­νη­θεί στο πρό­γραμ­μα της ΛΑΕ (παύση πλη­ρω­μών, δια­γρα­φή χρέ­ους, εθνι­κο­ποί­η­ση τρα­πε­ζών, ρήξη με Ευ­ρω­ζώ­νη, εθνι­κο­ποι­ή­σεις) είναι υπερ-αρ­κε­τά για να οδη­γή­σουν σε μια με­τω­πι­κή σύ­γκρου­ση όχι απλώς με την Ευ­ρω­ζώ­νη, αλλά και με την ελ­λη­νι­κή αστι­κή τάξη και το σύ­στη­μα εξου­σί­ας της. Από πού θα αντλή­σου­με δύ­να­μη για μια τέ­τοια σύ­γκρου­ση;

Για τη Ρι­ζο­σπα­στι­κή-Αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κή Αρι­στε­ρά δεν υπάρ­χει άλλη απά­ντη­ση: Από την κι­νη­το­ποί­η­ση και την πάλη ασφα­λώς της Αρι­στε­ράς, των ορ­γα­νώ­σε­ων, κομ­μά­των και συλ­λο­γι­κο­τή­των. Αυτό όμως δεν φτά­νει. Αν η Αρι­στε­ρά δεν αντλεί δύ­να­μη από την κι­νη­το­ποί­η­ση της ερ­γα­τι­κής τάξης και των ερ­γα­ζό­με­νων λαϊ­κών τά­ξε­ων, δεν έχει καμία ελ­πί­δα να νι­κή­σει σε μια τέ­τοια σύ­γκρου­ση. Και δεν υπάρ­χει άλλος τρό­πος για να κερ­δη­θεί όχι απλώς η εκλο­γι­κή στή­ρι­ξη ή η πα­θη­τι­κή συ­ναί­νε­ση (αυτό, όπως απέ­δει­ξε πε­ρί­τρα­να η εμπει­ρία του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, δεν αρκεί), αλλά η ενερ­γη­τι­κή στή­ρι­ξη με τη μα­ζι­κή τους κι­νη­το­ποί­η­ση, της ερ­γα­τι­κής τάξης και των ερ­γα­ζό­με­νων λαϊ­κών τά­ξε­ων.

Όμως, οι λαϊ­κές τά­ξεις δεν θα κι­νη­το­ποι­η­θούν με υπο­σχέ­σεις για μελ­λο­ντι­κά οφέλη από την ανά­πτυ­ξη που θα φέρει η επι­στρο­φή στο εθνι­κό νό­μι­σμα, η αύ­ξη­ση των εξα­γω­γών και η «απο­γεί­ω­ση» του του­ρι­σμού. Θα κι­νη­το­ποι­η­θούν μόνο για να υπε­ρα­σπι­στούν κά­ποιες απτές και άμε­σες κα­τα­κτή­σεις.

Αυτό ακρι­βώς πρέ­πει και μπο­ρού­με να εξα­σφα­λί­σου­με με ένα άμε­σης εφαρ­μο­γής, κα­θο­λι­κής κλί­μα­κας και τολ­μη­ρό πρό­γραμ­μα για τις «ερ­γα­τι­κές ανά­γκες», όπως αυτό που πα­ρου­σιά­σα­με σε αδρά ση­μεία. Ένα πρό­γραμ­μα «εμπρο­σθο­βα­ρές», που δεν θα εξαρ­τά­ται από τις «ανα­πτυ­ξια­κές επι­δό­σεις της οι­κο­νο­μί­ας», αλλά θα προ­σπα­θεί να δη­μιουρ­γή­σει τους όρους και το πλαί­σιο γι’ αυτές. Ένα πρό­γραμ­μα που θα εγ­γυά­ται ότι η ζωή των ερ­γα­ζό­με­νων τά­ξε­ων θα κα­λυ­τε­ρεύ­σει αμέ­σως από την «επό­με­νη μέρα». Ένα συμ­βό­λαιο αγώνα που θα στη­ρί­ζε­ται στην πάλη για την επι­βο­λή, την κα­το­χύ­ρω­ση και την υπε­ρά­σπι­ση αυτών των κα­τα­κτή­σε­ων.

Αντί­θε­τα, μια υπό­σχε­ση ότι η ζωή των ερ­γα­ζό­με­νων τά­ξε­ων θα κα­λυ­τε­ρεύ­σει ως απο­τέ­λε­σμα της ανά­πτυ­ξης που θα εξα­σφα­λί­σει κά­ποια θολή «πα­ρα­γω­γι­κή ανα­συ­γκρό­τη­ση» και θα ευ­νο­ή­σει η επι­στρο­φή στο εθνι­κό νό­μι­σμα, θα κα­τα­νοη­θεί από τις ερ­γα­ζό­με­νες τά­ξεις σαν κά­λε­σμα σε μια πε­ρι­πέ­τεια με πολλά ρίσκα και χωρίς άμε­σα-χει­ρο­πια­στά οφέλη. Χρεια­ζό­μα­στε ένα «εμπρο­σθο­βα­ρές» συμ­βό­λαιο αγώνα με τις ερ­γα­ζό­με­νες τά­ξεις και όχι κα­θη­συ­χα­στι­κές δια­βε­βαιώ­σεις που στη­ρί­ζο­νται σε οι­κο­νο­μι­κο­τε­χνι­κούς γρί­φους και στην ουσία πα­ρα­πέ­μπουν σε ένα νέο συμ­βό­λαιο ανά­θε­σης του τύπου «κάντε υπο­μο­νή, ιδιαί­τε­ρα το πρώτο δύ­σκο­λο διά­στη­μα, και ύστε­ρα όλα θα πάνε καλά».

5. Με ποια εξου­σία θα τα κά­νου­με όλα αυτά;

Αρκεί όμως το νο­μο­θε­τι­κό έργο μιας κυ­βέρ­νη­σης και η μα­ζι­κή κι­νη­το­ποί­η­ση των ερ­γα­ζό­με­νων τά­ξε­ων για την υλο­ποί­η­ση ενός τέ­τοιου προ­γράμ­μα­τος; Χρεια­ζό­μα­στε κι εδώ μια κα­θα­ρή απά­ντη­ση: Το «κού­ρε­μα» των κερ­δών και της συσ­σω­ρευ­μέ­νης πε­ριου­σί­ας της αστι­κής τάξης, το «κού­ρε­μα» των δι­καιω­μά­των ιδιο­κτη­σί­ας και η αμ­φι­σβή­τη­ση του διευ­θυ­ντι­κού δι­καιώ­μα­τος των ερ­γο­δο­τών μέσα στις επι­χει­ρή­σεις, δεν πρό­κει­ται να επι­τευ­χθεί και να στα­θε­ρο­ποι­η­θεί παρά μόνο με τη νίκη στον αγώνα τον κο­ρυ­φαίο όλων. Στον αγώνα για την πο­λι­τι­κή εξου­σία. Χωρίς κα­τά­κτη­ση «πολύ πε­ρισ­σό­τε­ρης» εξου­σί­ας από αυτό που είναι η κυ­βερ­νη­τι­κή εξου­σία, χωρίς εντέ­λει κα­τά­λη­ψη της πο­λι­τι­κής εξου­σί­ας, δεν μπο­ρού­με να υλο­ποι­ή­σου­με ένα τέ­τοιο πρό­γραμ­μα.

Ση­μειώ­σεις

1. Βλέπε άρθρα των: Σω­τή­ρη Μάρ­τα­λη, Δη­μή­τρη Μπε­λα­ντή και Ηλία Ιω­α­κεί­μο­γλου.

2. Η μεί­ω­ση των ερ­γο­δο­τι­κών ει­σφο­ρών πα­ρου­σιά­ζε­ται από τους νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρους σαν «μεί­ω­ση των φο­ρο­λο­γι­κών βαρών στις επι­χει­ρή­σεις». Πρό­κει­ται για δια­στρο­φή του πε­ριε­χο­μέ­νου των εν­νοιών, αφού οι ερ­γο­δο­τι­κές (όπως και οι ερ­γα­τι­κές) ει­σφο­ρές είναι τμήμα του ερ­γα­τι­κού μι­σθού που πα­ρα­κρα­τεί­ται για τη σύ­ντα­ξη κι όχι για κά­ποιου εί­δους φο­ρο­λο­γία στην επι­χεί­ρη­ση.

3. Επει­δή η (ανα)κα­τα­νο­μή του πα­ρα­γό­με­νου πλού­του δεν είναι μόνο άμε­ση-πρω­το­γε­νής (κα­τα­βαλ­λό­με­νος μι­σθός, επί­δο­μα ανερ­γί­ας, σύ­ντα­ξη), αλλά και έμ­με­ση-δευ­τε­ρο­γε­νής (κοι­νω­νι­κό κρά­τος, φο­ρο­λο­γία), επει­δή ακόμη οι εκά­στο­τε νο­μο­θε­τι­κές ρυθ­μί­σεις των κυ­βερ­νή­σε­ων έχουν και ανα­δρο­μι­κό χα­ρα­κτή­ρα, επει­δή πρά­ξεις της φο­ρο­λο­γι­κής διοί­κη­σης μπο­ρούν επί­σης να έχουν ανα­δρο­μι­κό χα­ρα­κτή­ρα, γι’ αυτό δεν κα­τα­νέ­με­ται ανά­με­σα στην ερ­γα­σία και το κε­φά­λαιο μόνο ο πλού­τος που πα­ρά­γε­ται ετη­σί­ως, αλλά και ο συσ­σω­ρευ­μέ­νος πλού­τος πα­ρελ­θό­ντων ετών (για την ακρί­βεια τμήμα αυτού).

4. Η αύ­ξη­ση των εξα­γω­γών, στο βαθμό που δεν στη­ρί­ζε­ται στην αντα­γω­νι­στι­κό­τη­τα τιμής (που με τη σειρά της στη­ρί­ζε­ται σε ένα συν­δυα­σμό φτη­νής ερ­γα­τι­κής δύ­να­μης και προ­ϊ­ό­ντων κακής ποιό­τη­τας), θέτει το ζή­τη­μα της «αντα­γω­νι­στι­κό­τη­τας» με εντε­λώς δια­φο­ρε­τι­κά, τα­ξι­κά κρι­τή­ρια, αντί­θε­τα από τη ση­μα­το­δό­τη­ση που έχει ο όρος στην αστι­κή ορο­λο­γία. Θέτει επί­σης ζη­τή­μα­τα όπως η αύ­ξη­ση των δα­πα­νών για την έρευ­να και την και­νο­το­μία σε μια οι­κο­νο­μία σε με­τά­βα­ση.

5. Οι οποί­ες σχε­τί­ζο­νται με την πο­λι­τι­κή μας και σε άλλα ση­μα­ντι­κά πεδία του προ­γράμ­μα­τος και της πο­λι­τι­κής μας. Όπως, για πα­ρά­δειγ­μα, τι εν­νο­ού­με λέ­γο­ντας μια «γεν­ναία σει­σά­χθεια» ή τι εν­νο­ού­με λέ­γο­ντας «στή­ρι­ξη των μι­κρο­με­σαί­ων επι­χει­ρή­σε­ων» ή τι εν­νο­ού­με μι­λώ­ντας γε­νι­κό­τε­ρα για «πα­ρα­γω­γι­κή ανα­συ­γκρό­τη­ση».

6. Βλέπε κεί­με­νο Δη­μή­τρη Μπε­λα­ντή.

*Δη­μο­σιεύ­τη­κε στη Σο­σια­λι­στι­κή Διε­θνι­στι­κή Επι­θε­ώ­ρη­ση "Κόκ­κι­νο"-τεύ­χος 2.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου