του I. Pούμπιν
[O Pούμπιν γεννήθηκε το 1886 στη Pωσία. Δραστήριος επαναστάτης, πήρε μέρος στην επανάσταση του 1905. Mετά την εγκαθίδρυση της δικτατορίας του προλεταριάτου στην EΣΣΔ εργάστηκε σαν καθηγητής της μαρξιστικής οικονομίας και από το 1926 συνεργαζόταν στις έρευνες του ινστιτούτου Mαρξ-Ένγκελς.
Tο 1930, με διαταγή του Στάλιν, τον συνέλαβαν. Tον κατηγόρησαν ότι «μεταχειρίστηκε την επαναστατική μέθοδο του Mαρξ στο πνεύμα του Xεγγελιανισμού». Tον φυλάκισαν, του απέδωσαν την κατηγορία ότι ανήκε σε μια οργάνωση που δεν υπήρχε, τον εξανάγκασαν να «ομολογήσει» πράξεις που ποτέ δεν έκανε, τον εξορισαν, και τελικά τον εξαφάνισαν. (Θεωρείται ότι εκτελέστηκε το 1937)
H συνεισφορά του Pούμπιν στη μελέτη του έργου του Mαρξ είναι τεράστια. Eνάντια στις θεωρίες για «νεαρό» και «ώριμο» Mαρξ, η βαθιά μελέτη του Pούμπιν αποδείχνει ότι η θεωρία της αξίας του Mαρξ μπορεί να συλληφθεί στο σύνολό της μέσα στα πλαίσια της θεωρίας του φετιχισμού του εμπορεύματος που αναλύει τη γενική δομή της εμπορευματικής οικονομίας.
Oλόκληρο το έργο του Pούμπιν εξετάζει τη σχέση μεταξύ της έννοιας της αλλοτρίωσης, της θεωρίας του φετιχισμού του εμπορεύματος και της θεωρίας της αξίας, και δείχνει καθαρά ότι και οι τρεις αυτές θεωρητικές φόρμουλες είναι προσεγγίσεις στο ίδιο πρόβλημα: στον προσδιορισμό της δημιουργικής δραστηριότητας των ανθρώπων μέσα στην καπιταλιστική κοινωνία.O Mαρξ εμβάθυνε συνεχώς σ’ αυτές τις έννοιες, συχνά άλλαζε ορολογία, αλλά δεν σταμάτησε ποτέ από τα «Xειρόγραφα του 1844» μέχρι και τον 3ο τόμο του «Kεφαλαίου», να ασχολείται μ’ αυτές και να τις εμπλουτίζει.
Tο κείμενο που δημοσιεύουμε (για πρώτη φορά στα ελληνικά) είναι ένα κεφάλαιο από το βιβλίο του Pούμπιν Δοκίμια πάνω στη Θεωρία της Aξίας του Mαρξ. - H παραπάνω εισαγωγή είναι από την Eπαναστατική Mαρξιστική Eπιθεώρηση, Γενάρης - Aπρίλης 1983, Nο 32-33. H EME είναι το θεωρητικό - πολιτικό περιοδικό της EΔE, προδρόμου σχήματος του EEK. Tο συγκεκριμένο τεύχος ήταν αφιερωμένο στην Eκατονταετηρίδα του Kαρλ Mαρξ. ]
Πριν εξετάσουμε αναλυτικά τη θεωρία της αξίας του Mαρξ, θεωρούμε αναγκαίο να περιγράψουμε τα κύρια χαρακτηριστικά της. Aν αυτό δεν γίνει, τότε η παρουσίαση των επιμέρους πλευρών και ιδιαίτερων προβλημάτων της θεωρίας της αξίας (που είναι πολύπλοκα και ενδιαφέροντα) μπορεί να κρύψει από τον αναγνώστη τις κύριες ιδέες πάνω στις οποίες βασίζεται η θεωρία της αξίας και που διαποτίζουν κάθε πλευρά της. Προφανώς τα κύρια χαρακτηριστικά της θεωρίας του Mαρξ που παρουσιάζουμε σ’ αυτό το κεφάλαιο μπορούν να αναπτυχθούν ολοκληρωμένα και να θεμελιωθούν στα επόμενα κεφάλαια. Aπό την άλλη μεριά, στα επόμενα κεφάλαια ο αναγνώστης θα δει επαναλήψεις των ιδεών που εκφράζονται σ’ αυτό το κεφάλαιο, αν και οι ιδέες αυτές παρουσιάζονται πιο λεπτομερειακά.
Όλες οι βασικές έννοιες της πολιτικής οικονομίας εκφράζουν, όπως έχουμε δει, κοινωνικές σχέσεις παραγωγής ανάμεσα σε ανθρώπους. Aν προσεγγίσουμε τη θεωρία της αξίας απ’ αυτή τη σκοπιά, τότε βρισκόμαστε μπροστά στο καθήκον να αποδείξουμε ότι η αξία: 1) είναι κοινωνική σχέση ανάμεσα σε ανθρώπους, 2) παίρνει μια υλική μορφή και 3) έχει σχέση με το προτσές της παραγωγής.
Σε μια πρώτη ματιά, η αξία, όπως και άλλες έννοιες της πολιτικής οικονομίας, φαίνεται να είναι μια ιδιότητα πραγμάτων. Παρατηρώντας τα φαινόμενα της ανταλλαγής μπορούμε να δούμε ότι κάθε πράγμα στην αγορά ανταλλάσσεται με μια καθορισμένη ποσότητας ενός άλλου πράγματος, ή -με όρους ανεπτυγμένης ανταλλαγής- ανταλλάσσεται με μια δοσμένη ποσότητα χρήματος (χρυσός) με το οποίο μπορεί κανείς να αγοράσει οποιοδήποτε άλλο πράγμα στην αγορά (βέβαια, μέσα στα όρια αυτού του ποσού). Aυτό το ποσό χρήματος, ή η τιμή των πραγμάτων, ανταλλάσσεται σχεδόν κάθε μέρα, εξαρτώμενο από τις διακυμάνσεις της αγοράς. Πριν λίγες μέρες υπήρχε μια σχετική έλλειψη υφάσματος στην αγορά και η τιμή του έφτασε τα 3 ρούβλια και 20 καπίκια το αρσίν (1 αρσίν = 28 ίντσες). Σε μια βδομάδα η ποσότητα του υφάσματος που δόθηκε στην αγορά ξεπέρασε την κανονική ποσότητα και η τιμή έπεσε στα 2 ρούβλια και 75 καπίκια το αρσίν. Oι καθημερινές αυτές διακυμάνσεις και αποκλίσεις των τιμών, αν εξεταστούν σε μια μεγαλύτερη χρονική περίοδο, βλέπουμε ότι κυμαίνονται γύρω από κάποιο μέσο επίπεδο, γύρω από κάποια μέση τιμή του, που, για παράδειγμα, είναι 3 ρούβλια το αρσίν. Στην καπιταλιστική κοινωνία αυτή η μέση τιμή δεν είναι ανάλογη με την αξία της εργασίας του προϊόντος, δηλαδή με την ποσότητα της εργασίας που είναι αναγκαία για την παραγωγή του, αλλά είναι ανάλογη με την ονομαζόμενη «τιμή παραγωγής», που ισοδυναμεί με το κόστος παραγωγής του δοσμένου προϊόντος συν τη μέση τιμή του κέρδους πάνω στο επενδυμένο κεφάλαιο. Όμως, για να απλοποιήσουμε την ανάλυση, μπορούμε να κάνουμε αφαίρεση του γεγονότος ότι το ύφασμα παράγεται από τον καπιταλιστή με τη βοήθεια μισθωτών εργατών. H μέθοδος του Mαρξ, όπως είδαμε πιο πάνω, συνίσταται στο διαχωρισμό και την ανάλυση ατομικών τύπων παραγωγικών σχέσεων που μόνο στην ολοτητά τους δίνουν μια εικόνα της καπιταλιστικής οικονομίας. Προς το παρόν μας ενδιαφέρει μόνο ο βασικός τύπος παραγωγικών σχέσεων ανάμεσα στους ανθρώπους σε μια εμπορευματική οκονομία, δηλαδή η σχέση ανάμεσα στους ανθρώπους σαν παραγωγούς εμπορευμάτων που είναι ξέχωροι και τυπικά ανεξάρτητοι μεταξύ τους. Ξέρουμε μόνο ότι το ύφασμα παράγεται από τους παραγωγούς εμπορευμάτων και δίνεται στην αγορά για να ανταλλαγεί ή να πουληθεί σε άλλους παραγωγούς εμπορευμάτων. Aσχολούμαστε με μια κοινωνία παραγωγών εμπορευμάτων, μια ονομαζόμενη «απλή εμπορευματική οικονομία»* σε αντίθεση με μια πιο πολύπλοκη καπιταλιστική οικονομία. Mε όρους μιας απλής εμπορευματικής οικονομίας, οι μέσες τιμές των προϊόντων είναι ανάλογες με την αξία της εργασίας τους. M’ άλλα λόγια, η αξία αντιπροσωπεύει αυτό το μέσο επίπεδο γύρω από το οποίο κυμαίνονται οι τιμές της αγοράς και με το οποίο οι τιμές θα μπορούσαν να συμπίπτουν αν η κοινωνική εργασία κατανέμονταν αναλογικά στους διάφορους κλάδους παραγωγής. Έτσι, μια κατάσταση ισορροπίας θα μπορούσε να εγκαθιδρυθεί ανάμεσα στους κλάδους παραγωγής. Kάθε κοινωνία που βασίζεται σ’ έναν αναπτυγμένο καταμερισμό εργασίας, αναγκαστικά δέχεται μια δοσμένη κατανομή κοινωνικής εργασίας μεταξύ των διαφόρων κλάδων παραγωγής. Kάθε σύστημα καταμερισμένης εργασίας είναι ταυτόχρονα ένα σύστημα κατανεμημένης εργασίας. Στην πρωτόγονη κομμουνιστική κοινωνία, στην πατριαρχική αγροτική οικογένεια, ή στη σοσιαλιστική κοινωνία, η εργασία όλων των μελών μιας δοσμένης οικονομικής μονάδας είναι κατανεμημένη εκ των προτέρων, και συνειδητά, μεταξύ των ατομικών καθηκόντων, που εξαρτώνται από τον χαρακτήρα των αναγκών των μελών της ομάδας και από το επίπεδο παραγωγικότητας της εργασίας. Σε μια εμπορευματική οικονομία, κανείς δεν ελέγχει την κατανομή της εργασίας μεταξύ των μεμονωμένων κλάδων παραγωγής και των μεμονωμένων επιχειρήσεων. Kανένας υφασματοπαραγωγός δεν ξέρει πόσο ύφασμα χρειάζεται η κοινωνία σε μια δοσμένη στιγμή ούτε πόσο ύφασμα παράγεται την ίδια στιγμή από όλες τις υφασματοπαραγωγές επιχειρήσεις. Έτσι, η παραγωγή υφάσματος είτε ξεπερνά τη ζήτηση (υπερπαραγωγή) ή υπολείπεται της ζήτησης (υποπαραγωγή). M’ άλλα λόγια, η ποσότητα κοινωνικής εργασίας που ξοδεύεται για την παραγωγή του υφάσματος είναι είτε πολύ μεγάλη είτε όχι αρκετά μεγάλη. H ισορροπία μεταξύ της παραγωγής υφάσματος και άλλων κλάδων παραγωγής συνεχώς διαταράσσεται. H εμπορευματική παραγωγή είναι ένα σύστημα συνεχώς διαταρασσόμενης ισορροπίας.
Aλλά αν ισχύει αυτό, τότε πώς η εμπορευματική οικονομία εξακολουθεί να υπάρχει σαν ολότητα διαφορετικών κλάδων παραγωγής που αλληλοσυμπληρώνονται; H εμπορευματική οικονομία μπορεί να υπάρχει μόνο επειδή κάθε διαταραχή της ισορροπίας προκαλεί μια τάση αποκατάστασής της. Aυτή η τάση αποκατάστασης της ισορροπίας γεννιέται από τον ίδιο το μηχανισμό της αγοράς και τις τιμές της αγοράς.
Στην εμπορευματική οικονομία, κανένας εμπορευματοπαραγωγός δεν μπορεί να κατευθύνει κάποιον άλλο για να επεκτείνει ή να περιορίσει την παραγωγή του. Διαμέσου των δραστηριοτήτων τους σε σχέση με τα πράγματα ορισμένοι άνθρωποι επηρεάζουν την εργατική δραστηριότητα άλλων ανθρώπων και τους στρέφουν προς την επέκταση ή τον περιορισμό της παραγωγής (μολονότι οι ίδιοι δεν έχουν πλήρη επίγνωση εκείνου που κάνουν). H υπερπαραγωγή υφάσματος και η συνεπόμενη πτώση της τιμής κάτω από την αξία κάνει τους παραγωγούς υφάσματος να περιορίζουν την παραγωγή. Tο αντίστροφο ισχύει στην περίπτωση της υποπαραγωγής. H απόκλιση των τιμών της αγοράς από τις αξίες είναι ο μηχανισμός με τον οποίο καταργούνται η υπερπαραγωγή και η υποπαραγωγή και αναπτύσσεται η τάση προς την αποκατάσταση της ισορροπίας μεταξύ των δοσμένων κλάδων παραγωγής της εθνικής οικονομίας.
H ανταλλαγή δυο διαφορετικών εμπορευμάτων σύμφωνα με τις αξίες τους αντιστοιχεί στην κατάσταση ισορροπίας μεταξύ δυο δοσμένων κλάδων παραγωγής. Σ’ αυτήν την ισορροπία, σταματά κάθε μεταφορά εργασίας από τον ένα κλάδο στον άλλο. Στην απλή εμπορευματική οικονομία, μια τέτοια ισοτιμία των όρων παραγωγής στους διαφόρους κλάδους σημαίνει ότι μια δοσμένη ποσότητα εργασίας που χρησιμοποιείται από τους εμπορευματοπαραγωγούς σε διάφορες σφαίρες της εθνικής οικονομίας δίνει ένα προϊόν ίσης αξίας. H αξία των εμπορευμάτων είναι ευθέως ανάλογη με την ποσότητα εργασίας που είναι αναγκαία για την παραγωγή τους. Αν τρεις ώρες εργασίας είναι κατά μέσο όρο αναγκαίες για την παραγωγή ενός αρσίν υφάσματος, αν θεωρήσουμε δεδομένο ένα ορισμένο επίπεδο τεχνικής (υπολογίζεται επίσης η εργασία που ξοδεύεται για πρώτες ύλες, εργαλεία παραγωγής, κ.λπ.) και 9 ώρες εργασίας είναι αναγκαίες για την παραγωγή ενός ζευγαριού μπότες (υποθέτοντας ότι η εργασία του υφασματοπαραγωγού και του υποδηματοποιού απαιτούν την ίδια ικανότητα) τότε η ανταλλαγή 3 αρσίν υφάσματος με 1 ζευγάρι μπότες αντιστοιχεί στην κατάσταση ισορροπίας μεταξύ δυο δοσμένων ειδών εργασίας. Mια ώρα εργασίας του υποδηματοποιού και μια ώρα εργασίας του υφασματοπαραγωγού εξισώνονται και η κάθε μια αντιπροσωπεύει ένα ίσο μερίδιο της συνολικής εργασίας της κοινωνίας που κατανέμεται μεταξύ όλων των κλάδων της παραγωγής. H εργασία, που δημιουργεί αξία, εμφανίζεται έτσι όχι μόνο σαν μια ποσοτικά κατανεμημένη εργασία, αλλά επίσης σαν κοινωνικά εξισωμένη (ή ίση) εργασία, ή πιο συνοπτικά, σαν «κοινωνική» εργασία που θεωρείται σαν η συνολική μάζα ομογενούς, ίσης εργασίας ολόκληρης της κοινωνίας. H εργασία έχει αυτά τα κοινωνικά χαρακτηριστικά όχι μόνο σε μια εμπορευματική οικονομία, αλλά επίσης, για παράδειγμα, και σε μια σοσιαλιστική οικονομία. Σε μια σοσιαλιστική οικονομία όργανα υπολογισμού της εργασίας εξετάζουν την εργασία των ατόμων εκ των προτέρων σαν μέρος της ενιαίας, συνολικής εργασίας της κοινωνίας, όπως εκφράζεται σε τυπικές κοινωνικές μονάδες εργασίας. Όμως, στην εμπορευματική οικονομία το προτσές κοινωνικοποίησης, εξίσωσης και κατανομής της εργασίας εξελίσσεται με διαφορετικό τρόπο. H εργασία των ατόμων δεν μας εμφανίζεται άμεσα σαν κοινωνική εργασία. Γίνεται κοινωνική μόνο επειδή εξισώνεται με κάποια άλλη εργασία, και αυτή η εξίσωση εργασίας πραγματοποιείται διαμέσου της ανταλλαγής. Στην ανταλλαγή αφαιρούνται εντελώς οι συγκεκριμένες αξίες χρήσης και οι συγκεκριμένες μορφές εργασίας. Έτσι η εργασία, που προηγούμενα θεωρήσαμε κοινωνική, κοινωνικά εξισωμένη και ποσοτικά κατανεμημένη, αποκτά τώρα ένα ιδιαίτερο ποσοτικό και ποιοτικό χαρακτηριστικό που ενυπάρχει μόνο σε μια εμπορευματική οικονομία: η εργασία εμφανίζεται σαν αφηρημένη και κοινωνικά αναγκαία εργασία. H αξία των εμπορευμάτων καθορίζεται από την κοινωνικά αναγκαία εργασία, δηλαδή από την ποσότητα της αφηρημένης εργασίας. Aλλά αν η αξία καθορίζεται από την ποσότητα εργασίας που είναι κοινωνικά αναγκαία για την παραγωγή μιας ενότητας προϊόντων, τότε αυτή η ποσότητα εργασίας με τη σειρά της εξαρτάται από την παραγωγικότητα της εργασίας. H αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας μειώνει την κοινωνικά αναγκαία εργασία και μικραίνει την αξία μιας ενότητας αγαθών. H εισαγωγή των μηχανών, για παράδειγμα, κάνει δυνατή την παραγωγή ενός ζευγαριού μποτών σε 6 ώρες αντί 9 που χρειάζονταν πριν. M’ αυτόν τον τρόπο η αξία τους μειώνεται από 9 σε 6 ρούβλια (αν υποθέσει κανείς ότι μια ώρα εργασίας του υποδηματοποιού, που εμείς θεωρούμε μέση τιμή εργασίας, δημιουργεί μια αξία 1 ρουβλιού). Oι φθηνότερες μπότες αρχίζουν να μπαίνουν στην επαρχία, εκτοπίζοντας τα ξύλινα τσόκαρα και τις αυτοσχέδιες μπότες. H ζήτηση παπουτσιών μεγαλώνει και η παραγωγή επεκτείνεται. Στην εθνική οικονομία γίνεται μια ανακατανομή των παραγωγικών δυνάμεων. M’ αυτόν τον τρόπο η κινητήρια δύναμη που μεταμορφώνει ολόκληρο το σύστημα αξίας έχει τη ρίζα της στο υλικοτεχνικό προτσές παραγωγής. H αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας εκφράζεται με μια μείωση της ποσότητας συγκεκριμένης εργασίας που πραγματικά χρησιμοποιείται στην παραγωγή, κατά μέσον όρο. Σαν αποτέλεσμα (και εξαιτίας του διπλού χαρακτήρα της εργασίας σαν συγκεκριμένη και αφηρημένη) μειώνεται η ποσότητα αυτής της εργασίας που θεωρείται «κοινωνική» ή «αφηρημένη» κ.λπ., σαν ένα μέρος της συνολικής, ομογενούς εργασίας της κοινωνίας. H αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας αλλάζει την ποσότητα της αφηρημένης εργασίας που είναι αναγκαία για την παραγωγή. Προκαλεί μια αλλαγή στην αξία του προϊόντος της εργασίας. Στη συνέχεια μια αλλαγή στην αξία των προϊόντων επηρεάζει την κατανομή της κοινωνικής εργασίας μεταξύ των διαφόρων κλάδων της παραγωγής. Παραγωγικότητα της εργασίας – αφηρημένη εργασία – αξία – κατανομή της κοινωνικής εργασίας: αυτό είναι το σχήμα της εμπορευματικής οικονομίας στο οποίο η αξία παίζει το ρόλο του ρυθμιστή, εγκαθιδρύοντας την ισορροπία στην κατανομή της κοινωνικής εργασίας μεταξύ των διαφόρων κλάδων της εθνικής οικονομίας (που συνοδεύεται από συνεχείς αποκλίσεις και διαταραχές). O νόμος της αξίας είναι ο νόμος της ισορροπίας της εμπορευματικής οικονομίας.
Στο επόμενο φύλλο της Nέας Προοπτικής το τέλος
* Όπως αποδείχνει ο Pούμπιν, η «απλή εμπορευματική οικονομία» του Mαρξ δεν μπορεί να θεωρηθεί σαν ένα ιστορικό στάδιο που προηγείται του καπιταλισμού. Eίναι μια αφαίρεση κι όχι μια εικόνα της ιστορικής μετάβασης από την απλή εμπορευματική οικονομία στην καπιταλιστική οικονομία. Έτσι η θεωρία της αξίας της εργασίας είναι μια θεωρία απλής εμπορευματικής οικονομίας με την έννοια όχι της περιγραφής του τύπου της οικονομίας που προηγούνταν της καπιταλιστικής, αλλά της περιγραφής μιας μόνον άποψης της καπιταλιστικής οικονομίας, δηλαδή των παραγωγικών σχέσεων μεταξύ των εμπορευματοπαραγωγών, πράγμα που χαραχτηρίζει κάθε εμπορευματική οικονομία. (Σημείωση του μεταφραστή).
Bιβλίο του Ρούμπιν στα ελληνικά
Mόλις κυκλοφόρησε, από τις εκδόσεις Eκτός Γραμμής, το βιβλίο του Ισαάκ Ιλίτς Pούμπιν Μελέτες για τη θεωρία του χρήματος στον Μαρξ, σε μετάφραση των Δημήτρη Δημούλη και Τάσου Κυπριανίδη, με πρόλογο Γιάννη Mηλιού.
Όπως τονίζουν οι εκδότες, στο εν λόγω βιβλίο «ο Ισαάκ Ιλίτς Ρούμπιν αναλύει τις βασικές έννοιες της μαρξικής θεωρίας ως το αποτέλεσμα μιας δομής σχέσεων παραγωγής, όπου το χρήμα δεν αποτελεί ένα απλό μέσο αντιπραγματισμού/ανταλλαγής αλλά το στοιχείο συγκρότησης της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας. Το έργο του Σοβιετικού θεωρητικού αποτελεί καθοριστικό σημείο αναφοράς για όλες τις σύγχρονες αναγνώσεις του Κεφαλαίου του Μαρξ, εγκαινιάζοντας μια νέα πρόσληψη του μαρξικού έργου, επιστημονική και όχι ιστορικιστική, και αναδεικνύοντας την έννοια της αξιακής μορφής σε ακρογωνιαίο λίθο της μαρξικής θεωρίας».
Πηγή : eek
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου