1η Μάρτη 1921, μόλις μερικά χρόνια μετά το ξέσπασμα της Οκτωβριανής Επανάστασης των εργατικών συμβουλίων, η εξέγερση στην Κροστάνδη και η καταστολή που επακολούθησε σφράγισε το επαναστατικό πνεύμα των Σοβιέτ κάτω από την Κομματική εξουσία των Μπολσεβίκων. Παρακάτω ένα σύντομο χρονικό των γεγονότων.
[…] Κολάκευαν τον εαυτό τους αποδίδοντας στην εργατική τάξη το ρόλο ενός λυτρωτή των μελλουσών γενεών, ακρωτηριάζοντας έτσι τα νεύρα της πιο πολύτιμης δύναμής της. Με μια τέτοια διδασκαλία η τάξη ξέχασε τόσο το μίσος όσο και το πνεύμα θυσίας. Γιατί τρέφονται και τα δύο από την εικόνα των υποδουλωμένων προγόνων και όχι από το ιδανικό των απελευθερωμένων εγγονών.
Walter Benjamin, θέσεις για τη φιλοσoφία της ιστορίας
μετάφραση από libcom
H εξέγερση της Κροστάνδης έλαβε χώρα τις πρώτες εβδομάδες του Μαρτίου, το 1921. Ήταν και είναι ένα ναυτικό φρούριο σε ένα νησί στον Φιλανδικό Κόλπο. Παραδοσιακά, εξυπηρέτησε ως βάση του ρωσικού στόλου της Βαλτικής και τη φύλαξη των προσεγγίσεων στην Αγία Πετρούπολη ( που κατά τη διάρκεια του πρώτου παγκοσμίου μετονομάστηκε σε Πέτρογκραντ, και ύστερα Λένινγκραντ. Σήμερα λέγετε πάλι Αγία Πετρούπολη) 35 μίλια μακριά της.
Οι ναύτες της Κροστάνδης υπήρξαν η εμπροσθοφυλακή των επαναστάσεων του 1905 και του 1917. Το 1917, ο Τρότσκυ τους αποκάλεσε ‘’υπερηφάνεια και δόξα της Ρωσικής Επανάστασης’’. Οι κάτοικοι της Κροστάνδης ήταν υπέρμαχοι και συμμετέχοντες από νωρίς στη σοβιετική εξουσία, σχηματίζοντας μια ελεύθερη κουμμούνα το 1917 που ήταν σχετικά ανεξάρτητη από τις αρχές. Με τα λόγια του Israel Getzler, ενός ειδικού στο θέμα της Κροστάνδης:
” Ήταν στην αυτοδιοίκηση, όπως αυτή μιας κομμούνας, που η Κόκκινη Κροστάνδη πραγματώθηκε, συνειδητοποιώντας τις ριζοσπαστικές, δημοκρατικές και ισότιμες φιλοδοξίες των στρατιωτών και των εργατών, την αχόρταγη όρεξή τους για κοινωνική αναγνώριση, πολιτική δράση και δημόσια διαβούλευση. Τη λαχτάρα τους για εκπαίδευση, ένταξη και κοινωνικοποίηση. Μέσα σε μια νύχτα, τα πληρώματα του πλοίου, οι ναυτικές και στρατιωτικές μονάδες και οι εργάτες δημιούργησαν και εξάσκησαν την άμεση δημοκρατία, βασισμένη στις συνελεύσεις και τις επιτροπές.” [Kronstadt 1917-1921, σ. 248]
Στο κέντρο του φρουρίου μια τεράστια πλατεία χρησιμοποιήθηκε ως χώρος δημόσιας συζήτησης, χωρώντας τουλάχιστον 30 χιλιάδες άτομα. Οι εξεγερμένοι της Κροστάνδης”απέδειξαν πειστικά την ικανότητα των καθημερινών ανθρώπων να ”χρησιμοποιούν τα κεφάλια τους” κυβερνώντας τους εαυτούς τους και διαχειρίζοντας τη μεγαλύτερη ναυτική βάση και φρούριο της Ρωσίας”. [Getzler, σ. 250]
Ο Ρωσικός εμφύλιος πόλεμος τελείωσε στη Δυτική Ρωσία το Νοέμβρη του 1920 με την ήττα του στρατηγού Wrangel στην Κριμαία. Σε όλη τη Ρωσία διαμαρτυρίες και διαδηλώσεις είχαν ξεσπάσει, στην επαρχία στα χωριά και στις πόλεις. Οι αγρότες ξεσηκώθηκαν ενάντια στην πολιτική της επίταξης των σιτηρών από το Κομμουνιστικό Κόμμα. Στις αστικές περιοχές, κύματα αυθόρμητων απεργιών έλαβαν χώρα και προς το τέλος του Φεβρουαρίου γενική απεργία ξέσπασε στο Πέτρογκραντ.
Στις 26 Φεβρουαρίου του 1921, σε απάντηση σε αυτά τα γεγονότα στο Πέτρογκραντ, τα πληρώματα των πολεμικών πλοίων Πετροπαβλόσκ και Σεβαστόπολ πραγματοποίησαν μια έκτακτη συνάντηση και συμφώνησαν να στείλουν μια αντιπροσωπεία στην πόλη να διερευνήσει και να αναφέρει σχετικά με το συνεχιζόμενο κύμα των απεργιών. Μόλις οι απεσταλμένοι επέστρεψαν, δύο μέρες μετά, πληροφόρησαν τους συντρόφους τους για τις απεργίες (στις οποίες είχαν αμέριστη συμπάθεια) και για την κρατική καταστολή εναντίων τους. Αυτοί που ήταν παρόντες στη συνάντηση στο Πετροπαβλόσκ ενέκριναν ένα ψήφισμα που αξίωνε 15 αιτήματα όπως ελεύθερες εκλογές στα σοβιέτ, ελευθερία του λόγου, του τύπου, του συνέρχεσθαι των εργατικών οργανώσεων, των αγροτών, των αναρχικών και των αριστερών σοσιαλιστών. Από τα 15 αιτήματα, μόνο τα δυο αφορούσαν ό,τι οι Μαρξιστές αποκαλούν ”μικροαστική τάξη” (οι αγρότες και οι τεχνίτες) και αυτοί απαίτησαν ”απόλυτη ελευθερία δράσης” για όλους τους αγρότες και τεχνίτες που δεν εκμεταλλεύονται εργασία. Όπως οι εργάτες του Πέτρογκραντ, οι ναύτες της Κροστάνδης επίσης απαίτησαν την εξίσωση των μισθών και το τέλος του μπλοκαρίσματος των αποσπάσεων που απαγόρευαν τη μετακίνηση και τη δυνατότητα των εργατών να φέρουν φαγητό στην πόλη.
Μια μαζική συνέλευση δεκαπέντε-δεκάξι χιλιάδων ανθρώπων έλαβε χώρα στην πλατεία της Άγκυρας τη 1η Μαρτίου και ότι είχε γίνει γνωστό ως ψήφισμα του Πετροπαβλόσκ υιοθετήθηκε αφού η ‘’διερευνητική’’ αντιπροσωπεία εξέθεσε την αναφορά της. Μόνο δύο Μπολσεβίκοι υπάλληλοι ψήφισαν εναντίον. Σε αυτή τη συνάντηση αποφασίστηκε να στείλουν άλλη μια αντιπροσωπεία στο Πέτρογκραντ προκειμένου να εξηγήσουν στους απεργούς και στη φρουρά της πόλης τα αιτήματα της Κροστάνδης και να ζητήσουν να σταλθούν μη κομματικοί εκπρόσωποι από τους εργάτες του Πετρογκραντ στην Κροστάνδη ώστε να μάθουν από πρώτο χέρι τι συνέβαινε εκεί. Αυτή η αντιπροσωπεία των τριανταπέντε ατόμων συνελήφθη από τη κυβέρνηση των Μπολσεβίκων.
Καθώς η θητεία του Σοβιέτ της Κροστάνδης ήταν έτοιμη να λήξει, μια μαζική συνέλευση έλαβε χώρα στις 2 του Μάρτη και ονομάστηκε ‘’ Συνδιάσκεψη των Αντιπροσώπων’’. Αυτό έγινε προκειμένου να συζητηθεί ένας τρόπος με τον οποίο οι νέες εκλογές για το σοβιέτ θα λάμβαναν χώρα. Αυτό το συνέδριο αποτελούνταν από 2 αντιπροσώπους από το πλήρωμα των πλοίων, 2 από τις στρατιωτικές μονάδες, τα λιμάνια, τα εργαστήρια, τα συνδικάτα και τα Σοβιετικά θεσμικά όργανα. Η συνάντηση των 303 σύνεδρων υιοθέτησε το ψήφισμα του Πετροπαβλόσκ και εξέλεξε μια πενταμελής επιτροπή την ‘’Προσωρινή Επαναστατική Επιτροπή’’ (δυο μέρες αργότερα μεγάλωσε στα 15 μέλη). Αυτή η επιτροπή χρεώθηκε την οργάνωση της άμυνας της Κροστάνδης, μια κίνηση που αποφασίστηκε λόγω των απειλών από τους υπάλληλους των Μπολσεβίκων εκεί, και των αβάσιμων φημών πως οι Μπολσεβίκοι είχαν στείλει δυνάμεις για να επιτεθούν στη συνάντηση. Η Κόκκινη Κροστάνδη εναντιώθηκε στην ‘’Κομμουνιστική’’ κυβέρνηση και ύψωσε το σύνθημα της επανάστασης του ‘17 ‘’όλη η εξουσία στα Σοβιέτ’’, στο οποίο πρόσθεσε ‘’και όχι στα κόμματα’’. Ονόμασαν αυτή την εξέγερση ‘’Τρίτη Επανάσταση’’ που θα ολοκλήρωνε την δουλειά των δυο πρώτων ρωσικών επαναστάσεων μέχρι το ‘17, θεσμίζοντας μια πραγματική εργατική δημοκρατία βασισμένη στις ελεύθερες εκλογές, την αυτοδιαχείριση και τα Σοβιέτ.
Η Κομμουνιστική Κυβέρνηση απάντησε με ένα τελεσίγραφο στις 2 του Μάρτη. Αυτό, βεβαίωνε πως η εξέγερση είχε ‘’αναμφισβήτητα προετοιμαστεί από τη Γαλλική αντικατασκοπεία’’. Υποστήριζε επίσης πως οργανώθηκε από υπάλληλους του Τσάρου με αρχηγό τον στρατηγό Κοζλόβσκι (ο οποίος είχε, κατά ειρωνεία της τύχης, τοποθετηθεί στο φρούριο ως στρατιωτικός ειδικός από τον Τρότσκι). Αυτή ήταν η επίσημη κυβερνητική γραμμή κατά την εξέγερση.
Κατά τη διάρκεια της εξέγερσης, η Κροστάνδη άρχισε να αυτοοργανώνεται από κάτω προς τα πάνω. Οι επιτροπές των συνδικάτων επανεξελέγησαν και ένα συμβούλιο των συνδικάτων σχηματίστηκε. Η συνδιάσκεψη των εκπροσώπων συναντιόταν συχνά προκειμένου να συζητήσει θέματα που αφορούσαν τα συμφέροντα της Κροστάνδης και την πάλη κατά της κυβέρνησης των Μπολσεβίκων (συγκεκριμένα στις 2, 4 και 11 Μαρτίου). Κατώτερα μέλη του κόμματος έφυγαν από αυτό κατά κύματα, εκφράζοντας την υποστήριξή τους στην εξέγερση και στους στόχους της για το ‘’όλη η εξουσία στα Σοβιετ και όχι στα κόμματα’’. Περίπου 300 κομμουνιστές συνελήφθησαν και αντιμετωπίστηκαν, τουλάχιστον, ανθρώπινα στη φυλακή ( συγκριτικά, τουλάχιστον 780 κομμουνιστές έφυγαν από το κόμμα ως διαμαρτυρία για τις δράσεις που έλαβαν χώρα κατά της Κροστάνδης και του γενικού της ρόλου στην επανάσταση). Αξίζει να σημειωθεί πως έως και το ⅓ των αντιπροσώπων που εκλέχτηκαν στο επαναστατικό συνέδριο της Κροστάνδης, στις 2 του Μάρτη, ήταν κομμουνιστές. [Paul Avrich’s Kronstadt 1921]
Η εξέγερση της Κροστάνδης ήταν ειρηνική, αλλά από την αρχή η στάση των αρχών δεν ήταν διαπραγματευτική αλλά τελεσίδικη: είτε έρχεστε στα λογικά σας είτε θα υποστείτε τις συνέπειες. Πράγματι, οι Μπολσεβίκοι εισηγήθηκαν την εξής απειλή: οι επαναστάτες θα πυροβοληθούν όπως οι πέρδικες και οι οικογένειες των ναυτών θα παρθούν όμηροι στο Πέτρογκραντ. Προκειμένου να τελειώσει η εξέγερση ο Τρότσκυ επικύρωσε τη χρησιμοποίηση χημικών όπλων κατά των εξεγερμένων, και αν δεν είχαν κατασταλεί , μια επίθεση με αέρια θα πραγματοποιούνταν. [Paul Avrich’s Kronstadt 1921]
Υπήρχαν πιθανοί τρόποι για την ειρηνική επίλυση της σύγκρουσης. Την 5η του Μάρτη, δυο μέρες πριν τον βομβαρδισμό της Κροστάνδης, αναρχικοί μαζί με την Έμα Γκόλντμαν και τον Αλεξάντερ Μπέρκμαν προσφέρθηκαν ως διαμεσολαβητές προκειμένου να διευκολυνθούν οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των επαναστατών και της κυβέρνησης. [Emma Goldman, Living My Life, vol. 2, σ. 882-3]. Αυτό αγνοήθηκε από τους Μπολσεβίκους. Χρόνια μετά, ο μπολσεβίκος Victor Serge (μάρτυρας των γεγονότων) αναγνώρισε το εξής ‘’ακόμα και όταν η μάχη ξεκίνησε, ήταν εύκολο να αποφευχθεί το χειρότερο: ήταν μόνο απαραίτητο να γίνει δεκτή η διαμεσολάβηση των αναρχικών (ειδικά της Εμμα Γκολντμαν και του Αλεξάντερ Μπέργκμαν) που ήρθαν σε επαφή με τους αντάρτες. Για λόγους κύρους και με περίσσεια αυταρχισμού η Κεντρική Επιτροπή αρνήθηκε αυτή την πορεία’’. [The Serge-Trotsky Papers, σ. 164]
Η άρνηση να επιδιωχθεί μια ειρηνική λύση της κρίσης εξηγείται από το γεγονός πως η απόφαση για την επίθεση στην Κροστάνδη είχε ήδη ληφθεί. Βασιζόμενος σε ντοκουμέντα των Σοβιετικών Αρχείων, ο ιστορικός Israel Getzler δηλώνει πως: ’’ήδη από την 5η του Μάρτη, αν όχι νωρίτερα, οι Σοβιετικοί αρχηγοί αποφάσισαν να καταστρέψουν την Κροστάνδη. Έτσι, σε ένα τηλεγράφημα σε ένα μέλος του Συμβουλίου για την Εργασία και την Άμυνα, εκείνη την ημέρα, ο Τρότσκυ επέμενε πως ‘’μόνο η κατάληψη της Κροστάνδης θα έβαζε ένα τέλος στην πολιτική κρίση στο Πέτρογκραντ’’. Την ίδια μέρα, δρώντας ως πρόεδρος του ”Επαναστατικού Στρατιωτικού Συμβουλίου του Στρατού και του Ναυτικού της Δημοκρατίας”, διέταξε την αναμόρφωση και την κινητοποίηση του Έβδομου Στρατού προκειμένου να ”καταστείλει την εξέγερση στην Κροστάνδη”, και διόρισε τον Στρατηγό General Mikhail Tukhachevskii καθώς ο διοικητής του άλλαξε προκειμένου να κατασταλεί η εξέγερση στην Κροστάνδη στο λιγότερο δυνατό χρόνο”. [“The Communist Leaders’ Role in the Kronstadt Tragedy of 1921 in the Light of Recently Published Archival Documents”,Revolutionary Russia]
Όπως σημειώνει ο Αλεξάντερ Μπέργκμαν, η Κομμουνιστική κυβέρνηση ‘’δεν έκανε καμιά υπαναχώρηση στο προλεταριάτο, ενώ την ίδια στιγμή προσφέρονταν για έναν συμβιβασμό με τους καπιταλιστές της Ευρώπης και της Αμερικής’’. [Berkman, The Russian Tragedy, p. 62] Ενώ ήταν διατεθειμένη να διαπραγματευτεί και να συμβιβαστεί με τις ξένες κυβερνήσεις, αντιμετώπισε τους εργάτες και τους αγρότες της Κροστάνδης (και της υπόλοιπης Ρωσίας) ως ταξικό εχθρό
Η εξέγερση απομονώθηκε και δεν έλαβε καμιά εξωτερική βοήθεια. Οι εργάτες του Πέτρογκραντ ήταν κάτω από στρατιωτικό νόμο και δεν μπορούσαν να δράσουν παρά ελάχιστα προκειμένου να υποστηρίξουν την Κροστάνδη (υποθέτοντας πως αρνήθηκαν να πιστέψουν τα ψέματα των Μπολσεβίκων για την εξέγερση). Η Κομμουνιστική κυβέρνηση ξεκίνησε την επίθεση στην Κροστάνδη στις 7 του Μάρτη. Η πρώτη επίθεση απέτυχε. ‘’ Αφού ο Κόλπος κατάπιε τα πρώτα του θύματα’’ σημειώνει ο Paul Avrich, ‘’ ορισμένοι από τους στρατιώτες τους κόκκινου στρατού ξεκίνησαν να αποστατούν προς τους εξεγερμένους. Άλλοι αρνήθηκαν να προχωρήσουν, παρά τις απειλές από τους πολυβολητές στα μετόπισθεν που είχαν εντολές να πυροβολήσουν τυχόν αμφιταλαντεύσεις. Ο κομισάριος της βόρειας ομάδας ανέφερε πως τα στρατεύματά του ήθελαν να στείλουν αντιπροσώπους στην Κροστάνδη προκειμένου να μάθουν τα αιτήματα των εξεγερμένων’’ [Avrich, ο.π σ. 153-4]. Ύστερα από δέκα ημέρες ασταμάτητων επιθέσεων η εξέγερση της Κροστάνδης συνετρίβη από τον Κόκκινο Στρατό. Στις 17 του Μάρτη, η τελευταία επίθεση έλαβε χώρα. Και πάλι, οι Μπολσεβίκοι έπρεπε να εξαναγκάσουν τα στρατεύματά τους να πολεμήσουν. Τη νύχτα της 16ης προς τη 17η του Μαρτίου, για παράδειγμα, οι Μπολσεβίκοι ‘’συνέλαβαν πάνω από 100 λεγόμενους υποκινητές, 74 από τους οποίους τουφεκίσθηκαν δημόσια’’ [Getzler, ο.π σ. 35] . Μόλις οι δυνάμεις των Μπολσεβίκων εν τέλει μπήκαν στην πόλη της Κροστάνδης ‘’τα επιτιθέμενα στρατεύματα πήραν εκδίκηση για τους πεσόντες συντρόφους τους σε ένα όργιο αιματοχυσίας’’ [Avrich, ο.π σ. 153-4]. Την επόμενη μέρα, σε μια ειρωνεία της ιστορίας, οι Μπολσεβίκοι γιόρτασαν την πεντηκοστή επέτειο της Παρισινής Κομμούνας
Η καταστολή δεν τελείωσε εκεί. Σύμφωνα με τον Serge, ‘’οι ηττημένοι ναύτες ανήκαν ψυχή και σώμα στην Επανάσταση• εξέφραζαν τα βάσανα και τη θέληση του Ρωσικού λαού’’. Ακόμα, ‘’εκατοντάδες φυλακίστηκαν στο Πέτρογκραντ• μήνες αργότερα συνεχίζονται οι εκτελέσεις σε μικρές ομάδες, ένα παράλογο και εγκληματικό μαρτύριο’’. [Memoirs of a Revolutionary, σ. 131 and σ. 348]
Οι σοβιετικές δυνάμεις υπέστησαν απώλειες της τάξης των δέκα χιλιάδων κατά την έφοδο στην Κροστάνδη. Δεν υπάρχουν αξιόπιστα στοιχεία σχετικά με τις απώλειες των επαναστατών ή πόσοι εκτελέστηκαν από την Τσεκά ή στάλθηκαν σε στρατόπεδα φυλακών. Τα στοιχεία που υπάρχουν είναι αποσπασματικά. Αμέσως μετά την ήττα της εξέγερσης, 4..836 ναύτες της Κροστάνδης συνελήφθησαν και απελάθηκαν στην Κριμαία και τον Καύκασο. Όταν ο Λένιν το έμαθε αυτό στις 19 του Απρίλη, εξέφρασε σοβαρότατες επιφυλάξεις, και εν τέλει μεταφέρθηκαν σε στρατόπεδα εργασίας στις περιοχές των Archangelsk, Vologda και Murmansk. Οχτώ χιλιάδες ναύτες, στρατιώτες και πολίτες διέφυγαν μέσω του πάγου στη Φιλανδία. Τα πληρώματα του Πετροπαβλόσκ και του Σεβαστόπολ πολέμησαν μέχρι το πικρό τέλος, όπως έκαναν οι δόκιμοι του μηχανικού, τα αποσπάσματα των τορπιλών και οι μονάδες επικοινωνίας. Ένα στατιστικό δελτίο αναφέρει πως 6.528 επαναστάτες συνελήφθησαν, από τους οποίους 2.168 εκτελέστηκαν (33%), 1,955 καταδικάσθηκαν σε καταναγκαστική εργασία (από τους οποίους 1,486 έλαβαν πενταετή κάθειρξη) και 1,272 απελευθερώθηκαν. Μια στατιστική επισκόπηση της εξέγερσης που έγινε το 1935-36 αναφέρει αριθμό των συλληφθέντων 10,026 και δηλώνει πως ‘’δεν κατέστη δυνατό να προσδιοριστεί με ακρίβεια ο αριθμός των καταπιεσμένων’’. Οι οικογένειές των επαναστατών απελάθηκαν, με τη Σιβηρία να θεωρείται ως ‘’αναμφισβήτητα η μόνη κατάλληλη περιοχή’’ για αυτούς. [Israel Getzler, Revolutionary Russia]
Μετά την καταστολή της εξέγερσης, η Μπολσεβίκικη κυβέρνηση αναδιοργάνωσε το φρούριο. Ενώ επιτέθηκε στην εξέγερση στο όνομα της υπεράσπισης της ‘’Σοβιετικής Εξουσίας’’, ο νέος στρατιωτικός διοικητής της Κροστάνδης ‘’κατήργησε το σοβιέτ της Κροστάνδης’’ και διοίκησε το φρούριο ‘’με την βοήθεια της επαναστατικής τρόικας’’ (μια διορισμένη επιτροπή τριών ανθρώπων). Η εφημερίδα της Κροστάνδης μετονομάστηκε. Οι νικητές γρήγορα ξεκίνησαν να σβήνουν τα ίχνη της εξέγερσης. Η πλατεία της Άγκυρας έγινε ‘’Πλατεία της Επανάστασης’’ και τα πολεμικά πλοία της εξέγερσης Petropavlovsk και Sevastopol μετονομάστηκαν σε Marat και Paris Commune αντίστοιχα. [Getzler, ο.π σ. 244]
Η Κροστάνδη ήταν μια λαϊκή εξέγερση από τα κάτω, από τους ίδιους ναύτες, στρατιώτες και εργάτες που πραγματοποίησαν την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917. Η Μπολσεβίκικη καταστολή της εξέγερσης μπορεί να δικαιολογηθεί με όρους υπεράσπισης της κρατικής εξουσίας των Μπολσεβίκων, αλλά όχι με όρους σοσιαλιστικής θεωρίας. Πράγματι, αυτό δείχνει πως ο Μπολσεβικισμός είναι μια λαθεμένη πολιτική θεωρία, που δεν μπορεί να δημιουργήσει μια σοσιαλιστική κοινωνία, παρα μόνο ένα κρατικο-καπιταλιστικό καθεστώς βασισμένο στη δικτατορία του κόμματος. Αυτό είναι που δείχνει, πάνω απ’ όλα, η Κροστάνδη: δοσμένης μιας επιλογής μεταξύ της δύναμης των εργατών και της κομματικής εξουσίας, ο Μπολσεβικισμός θα καταστρέψει την πρώτη προκειμένου να διασφαλίσει τη δεύτερη.
Πηγή : provo
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου