Η εποχή των δύο μεγάλων γερμανών στοχαστών για τους οποίους θα συζητήσουμε σήμερα είναι ο 19ος αιώνας. Ο πρώτος τον ανοίγει και ο δεύτερος τον κλείνει. Ο Μαξ Στίρνερ γεννήθηκε το 1806 (ένα χρόνο μετά, το 1807, εκδόθηκε η Φαινομενολογία του πνεύματος του Χέγκελ) και δημοσίευσε το μοναδικό έργο του Ο μοναδικός και η ιδιοκτησία του το 1844, έτος κατά το οποίο γεννήθηκε ο Φρίντριχ Νίτσε. Ο Στίρνερ πέθανε το 1856 σε ηλικία 50 ετών. Με τη σειρά του, ο Νίτσε έγραψε το σπουδαιότερο έργο του, το Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα, το 1883, έτος θανάτου του Καρλ Μαρξ.
Ο Νίτσε έχασε τα λογικά του από το 1899 και πέθανε το 1900, σε ηλικία 56 ετών, έτος κατά το οποίο κυκλοφόρησε η Ερμηνευτική των ονείρων του Ζίγκμουντ Φρόυντ. (Προφανώς, οι συμπτώσεις αυτές δεν παραπέμπουν σε κάποιο μυστηριώδη «δόλο» της ιστορίας, αλλά είναι απλώς σημαδιακές «στιγμές» μέσα σε ένα ιστορικό και πνευματικό γίγνεσθαι.)
Λίγα λόγια τώρα, σχηματικά, για την εποχή. Ο 19ος αιώνας σημαδεύτηκε από τεράστιες ανατροπές και ανακατατάξεις σε κάθε επίπεδο και σε παγκόσμια κλίμακα. Ουσιαστικά, παρατηρείται στις αναπτυσσόμενες χώρες της Ευρώπης και στην Αμερική ο σταδιακός εκθρονισμός μιας αγροτικής παράδοσης αιώνων και η αντικατάστασή της από μια αστική, εκβιομηχανισμένη, τεχνοκρατική κοινωνία. Οι ιδέες της Γαλλικής αστικής επανάστασης του 1789 περί ελευθερίας, ισότητας και αδελφοσύνης μεταφράζονται στην αναγκαιότητα και τη δυνατότητα αυτοκαθορισμού του έθνους και στον φιλελευθερισμό, με την έμφασή του στην ατομική ελευθερία, τα ανθρώπινα δικαιώματα και την ελεύθερη αγορά, δηλαδή στην αλματώδη και απρόσκοπτη ανάπτυξη του καπιταλισμού. Ένα αποτέλεσμα της εξέλιξης αυτής είναι η δημιουργία των εθνών-κρατών, όπως είναι η Γερμανία (που ενοποιήθηκε ανάμεσα στο 1828 και το 1888), η Ιταλία, το Βέλγιο, οι βαλκανικές χώρες (μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα), η κατάρρευση παλιών αυτοκρατοριών, όπως είναι η αυστροουγγρική και η οθωμανική, και η εξάπλωση των ΗΠΑ προς τα δυτικά, η εκβιομηχάνισή της και η εντόπια επανάσταση της αγοράς, καθώς και η επέκταση και ο εκσυγχρονισμός της Ρωσίας. Ένα δεύτερο αποτέλεσμα, στενά συνδεδεμένο με το προηγούμενο είναι η ακμή της αποικιοκρατίας: μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα, οι δυτικές αυτοκρατορίες μοιράζονται ολόκληρη σχεδόν την Αφρική, τη νοτιοανατολική Ασία και πολλά νησιά του Ειρηνικού ωκεανού.
Η ανάπτυξη του καπιταλισμού συμβαδίζει και προωθείται από τις εντυπωσιακές και ραγδαίες προόδους της επιστήμης και της τεχνολογίας και την παρεπόμενη έκρηξη της βιομηχανικής επανάστασης, η οποία στηρίζεται αρχικά στη χρήση του κάρβουνου, του σίδηρου και του σιδηρόδρομου, αλλά προς τα τέλη του αιώνα, από το 1874 και εξής, στο ατσάλι, στα χημικά, στον ηλεκτρισμό και στο πετρέλαιο. Όψεις ή επακόλουθα της ανάπτυξης αυτής είναι ο πολλαπλασιασμός των μεγάλων βιομηχανικών συγκροτημάτων, η γιγάντωση των πόλεων και η αστυφιλία, η άνοδος του επιπέδου ζωής, αλλά και το μεγάλωμα του χάσματος μεταξύ πλουσίων και φτωχών, και τέλος η γένεση ενός ογκώδους βιομηχανικού προλεταριάτου και η εμφάνιση και δράση σοσιαλιστικών, κομουνιστικών και αναρχικών κινημάτων.
Οι αντίστοιχες εξελίξεις στο ιδεολογικό επίπεδο (με την ευρύτερη έννοια του όρου) είναι εξ ορισμού τόσο πολύπλοκες και ετεροβαρείς που δεν επιδέχονται ανάλογη σχηματοποίηση. Θα περιοριστώ να πω ότι ο φιλελευθερισμός, με την έμφασή του τόσο στον ατομικισμό όσο και στην αναγκαιότητα και τη δυνατότητα της συνεχούς «προόδου» του ανθρώπου συνολικά, με την επιμονή του σε μια δήθεν πραγμάτωση των ιδεών του Διαφωτισμού περί ισότητας, δικαιοσύνης και ελευθερίας, αποτελεί μια προσχηματική επικάλυψη τόσο της κυριαρχίας του κράτους και της «αντιπροσωπευτικής» ψευδοδημοκρατίας όσο και της διαιώνισης της ταξικής κοινωνίας και της ανισότητας των ανθρώπων. Αντίθετα, οι σοσιαλιστικές, κομουνιστικές και αναρχικές θεωρίες, πρεσβεύουν μια άλλη αντίληψη περί προόδου και μια ουσιαστική υλοποίηση των ιδεών του Διαφωτισμού (είναι αυτονόητο πως η διαπίστωση αυτή δεν θέλει σε καμιά περίπτωση να τις εξομοιώσει και να εξαλείψει τα ιδιαίτερα και συχνά αντιφατικά χαρακτηριστικά τους). Οι θεωρίες αυτές θέλουν να καταρρίψουν, η καθεμιά με τον τρόπο της, τόσο την ταξική κοινωνία όσο και τις θεωρίες που τη νομιμοποιούν και πιστεύουν στη δυνατότητα ενός ριζικού και πρωτόφαντου ιστορικά μετασχηματισμού της κοινωνίας. Τέλος, το αντίβαρο στις δύο αυτές «αισιόδοξες» τάσεις με τα πολυάριθμα παρακλάδια είναι ο μηδενισμός, η έλλειψη πίστης στη δυνατότητα της προόδου, της βελτίωσης του ανθρώπου, της μεταρρύθμισης εν γένει, που φτάνει σε σημείο, αντλώντας ακόμη και από θεολογικές πηγές, να αρνηθεί κάθε νόημα στην ύπαρξη. Ο μηδενισμός μπορεί να είναι πεσιμισμός, μπορεί όμως να εκφράζει και ένα στρεβλό οπτιμισμό (για να το πω στην κοινή γλώσσα: αν δεν μένει πια τίποτε να ειπωθεί και αν τίποτε δεν έχει νόημα, κοιτώ τουλάχιστον να «περνώ καλά»).
Έρχομαι τώρα στους δύο στοχαστές που αποτελούν αντικείμενο της ομιλίας μου. Αφού σημειώσω πως και οι δύο παρακολουθούσαν εκ του σύνεγγυς τα γεγονότα της ιδιαίτερα δραματικής εποχής τους (π.χ. ο Στίρνερ τις κοινωνικές εξεγέρσεις του 1848 και ο Νίτσε την Κομούνα των Παρισίων του 1871), θα δώσω λίγα βιογραφικά στοιχεία του Στίρνερ. Αυτός γεννήθηκε το 1806 και πέθανε το 1856 στη Γερμανία. Σπούδασε φιλοσοφία, θεολογία και κλασική φιλολογία (ευτύχησε να έχει δάσκαλο τον ίδιο τον Χέγκελ), εργάστηκε για ένα διάστημα ως καθηγητής σε ιδιωτικό λύκειο θηλέων και κατόπιν (μετά το δεύτερο γάμο του και με το κεφάλαιο της γυναίκας του) επιχείρησε να γίνει, ανεπιτυχώς, έμπορος γάλατος. Στη συνέχεια μετέφρασε κάποια έργα άγγλων οικονομολόγων στα γερμανικά και τελείωσε τη διαδρομή του ως φτωχός παραγγελιοδόχος, που αναγκαζόταν να αλλάζει πόλεις επειδή τον κυνηγούσαν οι πιστωτές του.
Ο Στίρνερ ανδρώθηκε διανοητικά μέσα στο χώρο των νέων εγελειανών ή εγελειανών της αριστεράς, όπως ο Φόυερμπαχ, οι αδελφοί Μπάουερ, ο Νταβίντ Στράους, ο Ρούγκε, ο Ες και τελικά ο Μαρξ και ο Ένγκελς, οι οποίοι προσπάθησαν να αποτινάξουν από πάνω τους, ο καθένας με τον τρόπο του, τη βαριά σκιά του Χέγκελ, προτάσσοντας ταυτόχρονα τη δική τους άποψη για τον άνθρωπο και τον κόσμο.
Ο Στίρνερ υπήρξε συγγραφέας ενός και μοναδικού ογκώδους βιβλίου με τον τίτλοΟ μοναδικός και η ιδιοκτησία του. (Έγραψε και κάποια πολύ βραχύτερα κείμενα μικρότερης σημασίας.). Το βιβλίο αυτό ορθά παρομοιάστηκε με «κομήτη». Έλαμψε για λίγο έντονα στο ευρωπαϊκό πνευματικό στερέωμα, δέχτηκε δριμείες κριτικές, εξαφανίστηκε και επανεμφανίστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα, σπρωγμένο από την αίγλη που είχαν αποκτήσει διεθνώς τα έργα του Νίτσε. Έκτοτε παραμένει ορατό. Στα αγγλικά έχει μεταφραστεί δύο φορές, στα γαλλικά επίσης δύο, στα ιταλικά έξι κτλ. (Στα ελληνικά έχουν μεταφραστεί μόνον αποσπάσματά του.).
Ας δούμε από πιο κοντά το βιβλίο αυτό. Ήδη από τον τίτλο του θέλει να δείξει ότι το άτομο, το εγώ, κάθε μεμονωμένο άτομο και μεμονωμένο εγώ, είναι μοναδικό και δεν μπορεί να αναχθεί σε καμιά κοινωνική, πολιτική ή θρησκευτική διάσταση. Ως τέτοιο, μπορεί λοιπόν να θεωρεί, δικαιωματικά, όλα τα υπόλοιπα πράγματα, τον κόσμο και τους ανθρώπους, «ιδιοκτησία» του.
Το εγώ είναι η πρώτη αρχή, αλλά δεν μπορούμε να το ορίσουμε, διότι βρίσκεται σε μια συνεχή διαδικασία ροής και διάλυσης. Αν προσπαθήσουμε να το σκεφτούμε (δηλαδή να το ορίσουμε), τού στερούμε ακριβώς τη μοναδικότητά του, εφόσον, θέλουμε δεν θέλουμε, θα το κλείσουμε μέσα σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, σε κάποια γενική ουσία ή καθορισμό. Το εγώ βγαίνει μέσα από ένα δημιουργικό μηδέν, στο οποίο κάθε τόσο επιστρέφει.
Το πεπερασμένο αυτό εγώ διαθέτει αυτοκατοχή, μια ιδιότητα την οποία έχει πάντα και υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, ακόμη και όταν είναι δούλος ή υφίσταται βασανιστήρια. Σε αντίθεση με την αυτοκατοχή, η πολυδιαφημισμένη ελευθερία είναι για τον Στίρνερ πλασματική έννοια, καθώς σημαίνει πάντα την «ελευθερίααπό κάτι». Όσο πιο ελεύθεροι όμως γινόμαστε, τόσο περισσότερους καταναγκασμούς ανακαλύπτουμε. Όσο για την «εσωτερική ελευθερία», την οποία μπορεί να έχει ακόμη και ένας δούλος (όπως υποστήριζαν ήδη από την αρχαιότητα οι στωικοί φιλόσοφοι), κι αυτή δεν είναι, για τον Στίρνερ, παρά φενάκη.
Ο μοναδικός, το εγώ, κινείται μέσα στον κόσμο μόνο και μόνο για να εξυπηρετήσει τα συμφέροντά του. Για να το πετύχει αυτό, χρησιμοποιεί μέσα όπως η πειθώς, ο εξαναγκασμός, το παρακάλιο ή η υποκρισία. Ποιος δεν είπε ψέματα σε έναν χωροφύλακα που τον συνέλαβε κάποτε; λέει ο Στίρνερ. Γι’ αυτό βλέπει τον κόσμο και τους ανθρώπους ως ιδιοκτησία του, ως κάτι που χρησιμοποιεί για την προσωπική του απόλαυση, ως κάτι που μπορεί να διαθέσει όπως θέλει, ακόμη και να το χαλάσει, ανάλογα με τις επιθυμίες του και τις επιταγές της ελεύθερης θέλησής του. (Έννοιες όπως γενική βούληση, γενικό συμφέρον, καλό του συνόλου κτλ. είναι ψευδείς και αλλοτριωτικές κατά τον Στίρνερ.) Η έκταση και ο βαθμός στον οποίο μπορεί να χρησιμοποιήσει την ιδιοκτησία του το εγώ εξαρτώνται από την ποσότητα της δύναμής του. Αυτό είναι και το μόνο δικαίωμα του μοναδικού, ο οποίος δεν αναγνωρίζει κανένα άλλο δικαίωμα, υποχρέωση ή καθήκον, όπως τα λεγόμενα ανθρώπινα δικαιώματα ή τα πάσης φύσεως ιερά και αναπαλλοτρίωτα δικαιώματα.
Για να μπορέσει να ζήσει ο μοναδικός ως ιδιοκτήτης, πρέπει να βρίσκεται σε διαρκή κατάσταση εξέγερσης, προκειμένου να μπορεί να απαλλάσσεται από όλες τις μεγάλες και καθαγιασμένες φενάκες που στοχεύουν στην αλλοτρίωσή του. Αυτές είναι η ιδιοκτησία με τη γνωστή (όχι τη στιρνερική) έννοια του όρου, η οικογένεια, το κράτος, ο λαός, η κοινωνία, οι κοινωνικές τάξεις, η ανθρωπότητα, η κοινότητα, η ομάδα (κάθε ομάδα). Όλες αυτές είναι ψευδείς υποστάσεις και τάξεις εξάρτησης, ξένοι αφέντες που αποβλέπουν στην υποδούλωση του μοναδικού, στον ευνουχισμό του, στο να μη γίνει αυτό που είναι, στο να μην ζήσει τον εαυτό του. Για παράδειγμα, το δημιουργημένο από την αστική τάξη κράτος είναι ο κατεξοχήν απόλυτος μονάρχης που, με βάση ένα σύστημα δικαίου, καθορίζει τι μπορούν και τι δεν μπορούν να κάνουν οι άνθρωποι (δικαιώματα και υποχρεώσεις), καθώς και τις συνθήκες νομιμότητας της ιδιοκτησίας. Το αποτέλεσμα όμως, που δεν το καταλαβαίνουν ούτε οι ίδιοι οι δημιουργοί του, οι αστοί, είναι η αυτονόμηση του κράτους. Το κράτος γίνεται μια εξωτερική, αυτοδύναμη βαθμίδα που βάζει φραγμό στα συμφέροντα του μοναδικού και συγχρόνως προσδιορίζει άπαξ διά παντός τα συμφέροντα των δικών του δημιουργών, των αστών. Συνεπώς, αυτοί είναι ευνουχισμένα εγώ, φυλακισμένοι στην ιδεοληψία που οι ίδιοι κατασκεύασαν. Εξυπηρετούν βέβαια μέσω του κράτους τα συμφέροντά τους, αλλά τα συμφέροντα αυτά είναι περιορισμένα, καθορισμένα, συρρικνωμένα, αιώνια και ανάλλακτα.
Τα ίδια ισχύουν και για τις άλλες φενάκες, τον λαό, την πατρίδα, την οικογένεια κτλ. Όλα αυτά τα νοητικά κατασκευάσματα αυτονομούνται, επιτυγχάνουν την αλλοτρίωση του εγώ, το κάνουν να θυσιάζεται για σκοπούς άλλους από τον δικό του. Στην αρχαία Αθήνα, για παράδειγμα, ο λαός, το σώμα των αθηναίων πολιτών, είχε αυτονομηθεί, με συνέπεια να καταπιέζεται και να μένει ανυπεράσπιστο το μεμονωμένο άτομο. Οι Αθηναίοι επινόησαν τον οστρακισμό, την αποπομπή των ανεπιθύμητων πολιτών, ακριβώς την εποχή που ο λαός απολάμβανε της μεγαλύτερης εκτίμησης. Θύμα αυτής της αυταπάτης έπεσε και ο ίδιος ο Σωκράτης, ο οποίος δεν άκουσε τις παραινέσεις των μαθητών του και δεν το έσκασε από τη φυλακή. Ήπιε το κώνειο, αποδεικνύοντας περίτρανα πως ήταν κορόιδο, θύμα της πιο συντριπτικής φαντασίωσης των ανθρώπων της εποχής του. (Εξίσου κορόιδο φάνηκε, κατά τον Στίρνερ, και ο Χριστός, που άφησε να τον σταυρώσουν, ενώ είχε ήδη πετύχει την ανατροπή του «εθνικού» ειδωλολατρικού κατεστημένου.)
Αντίθετα, ο «αντιουτοπιστής» μοναδικός δεν πιστεύει σε κανένα «πρέπει». Δεν πιστεύει στις ηθικές αξίες, στην ισότητα, στη δικαιοσύνη, στη φιλία, στην αγάπη, είτε υπό κάποια υπαρκτή μορφή τους είτε υπό κάποια ιδεατή. Δεν πιστεύει σε καμιά θεωρία που μιλά για δυνατότητα βελτίωσης του ανθρώπου, για πρόοδο του ανθρώπου ή για δυνατότητα έκφρασης της αληθινής φύσης του, αν γκρεμιστούν τα τείχη και σηκωθούν τα πέπλα που την καταστέλλουν και τη συσκοτίζουν. Οι κομουνιστικές ή αναρχικές ιδέες της κατάργησης της ιδιοκτησίας, της ίσης κατανομής του πλούτου και της καθαίρεσης του κράτους, που, αν πραγματωθούν, θα επιτρέψουν στους ανθρώπους να ζήσουν με αλληλεγγύη, ισότητα και ελευθερία, είναι γι’ αυτόν απάτες και παραπλανήσεις. Τόσο η «τυπική» ισότητα του φιλελευθερισμού (όπου όλα τα άτομα είναι «τυπικά» ίσα έναντι των νόμων, αλλά άνισα ως προς τον πλούτο και την εξουσία) είναι για τον Στίρνερ εξίσου κατακριτέα και απορριπτέα με την ιδέα της ουσιαστικής ισότητας, που θα προκύψει, κατά τους κομουνιστές και τους αναρχικούς, από την κατάργηση της ιδιοκτησίας, διότι και στις δύο περιπτώσεις εκείνο που θα κυριαρχήσει είναι μια «απρόσωπη» κοινωνία, με τους νόμους και την ηθική της, η οποία συνεπάγεται εξ ορισμού την εκμηδένιση της μοναδικότητας του εγώ, την εξαφάνισή του ως προσώπου. Ισότητα μεταξύ των ανθρώπων δεν μπορεί να υπάρξει, αφού αυτοί διαθέτουν (και θα διαθέτουν εσαεί) διαφορετική ποσότητα δύναμης. Η ελευθερία δεν μπορεί να νοηθεί μέσα σε κοινωνικά πλαίσια. Αυτό θα ήταν αντίφαση στους όρους. Κάθε μορφή κοινωνίας, φιλελεύθερη, κομουνιστική ή αναρχική, επιβάλλει στο άτομο όρια που το εμποδίσουν να αντιδράσει απέναντι στους άλλους όπως του αρέσει. Το σλόγκαν «η ελευθερία μου τελειώνει εκεί που αρχίζει η ελευθερία του άλλου» δείχνει εύγλωττα πως με κοινωνικούς όρους η ελευθερία είναι πάντα σχετική, ελευθερία μέσα στον περιορισμό, στην καθυπόταξη ή και στη δουλεία. Επομένως, καμιά πολιτική επανάσταση ή ανατροπή δεν μπορεί να «ελευθερώσει» τον άνθρωπο.
Τα παραπάνω δεν σημαίνουν όμως ότι ο μοναδικός είναι ερημίτης ή ασκητής. Συνάπτει σχέσεις (π.χ. φιλικές ή επαγγελματικές), ποτέ όμως δεν παραδίνεται σ’ αυτές, δεν αφήνει να τον ορίσουν, δεν θυσιάζει το συμφέρον του για χάρη τους. Ίσα ίσα, τις χρησιμοποιεί για το συμφέρον του. Οι σχέσεις του χαρακτηρίζονται από προσωρινότητα και διαρκή αμφισβήτηση, διότι μέριμνά του είναι να αξιολογεί τον εαυτό του με βάση την αποκλειστικότητά του και όχι τις σχέσεις του. Μπορεί να αγαπάει (φιλικά ή ερωτικά) κάποιον ή κάποιαν, απεχθάνεται όμως τη ρομαντική ή αλτρουιστική αγάπη, την παράδοση στον άλλο, τη θυσία δηλαδή του εαυτού του. Αγαπάει μόνο στο βαθμό που αυτό εξυπηρετεί τους δικούς του σκοπούς. Η ιδιοτέλεια είναι το μόνο πράγμα που υπάρχει, ακόμη και σ’ εκείνους που ισχυρίζονται πως είναι ανιδιοτελείς. (Κατά τον Στίρνερ, και αυτοί είναι εγωιστές, αλλά, για να το πούμε έτσι, ασύνειδοι.) Έννοιες όπως φιλανθρωπία, οίκτος, αλληλεγγύη εκφράζουν, κατά τον Στίρνερ, κλασικές μορφές αυτοαλλοτρίωσης και αυτοπροδοσίας.
Ο μοναδικός του Στίρνερ είναι λοιπόν ο απόλυτος μηδενιστής (οπτιμιστής μηδενιστής)-εγωιστής, ο οποίος βλέπει τον εαυτό του και τον κόσμο ως ιδιοκτησία του, ως κάτι που μπορεί να μπορεί να απολαύσει σπαταλώντας το, διαλύοντάς το, ζώντας το, χρησιμοποιώντας το όπως του αρέσει. Κι αυτό το κάνει μόνος του, δίχως να θέλει να το μοιραστεί με κανέναν άλλο. Τον ενδιαφέρει μόνον το παρόν και δεν ζει με ελπίδες για το μέλλον ούτε αναγνωρίζει κανέναν ανώτερο σκοπό ή προορισμό. Ο μοναδικός μπορεί λοιπόν να κινηθεί όπως επιθυμεί ή κρίνει, αφήνοντας και τους άλλους να κάνουν το ίδιο. Στόχος του δεν είναι η ανατροπή του κατεστημένου, του κράτους, της οικογένειας και των άλλων αλλοτριωτικών θεσμών, αλλά το ξεγέλασμά τους και η χρησιμοποίησή τους. Συνεπώς, ο μοναδικός μπορεί να είναι οτιδήποτε, τρομοκράτης, βομβιστής, κρατικός αξιωματούχος, άνθρωπος της θρησκείας κτλ., αν κρίνει και για όσο κρίνει ότι αυτό εξυπηρετεί καλύτερα την επιδίωξη της προσωπικής ευχαρίστησής του. Ξέρει τι είναι οι θεσμοί, αλλά δεν αφήνει να «τον πιάσουν κορόιδο». Αντίθετα, τους εξαπατά αυτός. Είναι ένας «προηγμένος» κυνικός.
Τι είναι όμως η ευχαρίστηση, οι επιθυμίες, τα συμφέροντα, η ελεύθερη θέληση του μοναδικού; Είναι πράγματα αυθύπαρκτα και αυτοκαθοριζόμενα; Και γιατί είναι η ηδονή κάτι αυτοφυές και αληθές, ενώ η παραγωγή αξιών και ιδανικών κάτι ετεροκαθοριζόμενο και ψευδές; Επιπλέον, δεν μπορεί να αντλείται ηδονή από οράματα ή ιδανικά; Γιατί είναι αυτοσκοπός η ηδονή; Ο Στίρνερ, αυτός ο μακρινός συγγενής του μαρκήσιου ντε Σαντ, εξετάζει ανεπαρκώς τα εύλογα αυτά ερωτήματα που σηματοδοτούν, μεταξύ άλλων, και τα όρια της σκέψης του, τα όρια του βιβλίου του, που εύστοχα χαρακτηρίστηκε «οδηγός επιβίωσης μέσα στον καπιταλισμό».
Όλα λοιπόν ξεκινούν από τον εαυτό και καταλήγουν σ’ αυτόν. Για τον Στίρνερ, το γενικό ερώτημα «τι είναι ο άνθρωπος;» δεν έχει καμιά απολύτως σημασία και πρέπει να αντικατασταθεί από το ερώτημα «ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος;». Ωστόσο, παρόλο που ο Στίρνερ δεν ιλιγγιά μπροστά στην απομόνωση, στο μηδέν, στο κενό που πρεσβεύει, αλλά θέλει αντίθετα να το «χαρεί», και παρόλο που πιστεύει ότι οι αλήθειες του είναι «σχετικές» και μη ανακοινώσιμες (τότε όμως γιατί έγραψε το βιβλίο του;), κάνει μια περίεργη υποχώρηση. Υποστηρίζει ότι, αφού η κοινωνία είναι κάτι ψευδές και καταπιεστικό, θα έπρεπε να αντικατασταθεί από τον «συνασπισμό» ή «ένωση» των εγωιστών, μοναδικών δηλαδή ατόμων, που θα συνέχιζαν όμως να αποβλέπουν, εντός της ένωσης, στην ικανοποίηση των προσωπικών επιθυμιών τους. Η ένωση αυτή θα ήταν βέβαια ένας «πόλεμος όλων εναντίον όλων», με σκοπό την αύξηση της δύναμης του καθένα σε βάρος, φυσικά, των άλλων. Τα ερωτήματα που εγείρονται αμέσως μετά την αλλόκοτη αυτή σύλληψη είναι πολλά και σπουδαία. Θα περιοριστώ να πω ότι πρώτος ο νεοεγελειανός Μόζες Ες κατηγόρησε τον Στίρνερ γι’ αυτήν τονίζοντας ότι όλες οι κοινωνίες μέχρι τώρα δεν ήταν παρά παρόμοιες «ενώσεις» ή «συνασπισμοί εγωιστών», που απέβλεπαν και κατέληγαν στην εκμετάλλευση των πολλών από τους λίγους. Ο Ες δεν έλαβε πάντως υπόψη του ότι ο συνασπισμός του Στίρνερ θα λάμβανε χώρα ανάμεσα σε «μοναδικούς», δηλαδή σε αποφενακισμένα άτομα, σε άτομα που θα είχαν προβεί προηγουμένως σε καθολική απομυθοποίηση των πάντων και θα είχαν απαλλαγεί από κάθε είδος αυταπάτης. Ίσως η ιδέα της ένωσης ή του συνασπισμού των εγωιστών ή μοναδικών να είναι τελικά ένα «αντίδοτο» που δίνει ο ίδιος ο Στίρνερ στον απόλυτο ατομικισμό και μηδενισμό του. Όσο κι αν ο συγγραφέας ισχυρίζεται το αντίθετο, ίσως ο «συνασπισμός των εγωιστών» να είναι ένα σκιώδες κοινωνικό πρόταγμα, κάτι που ξεφεύγει δηλαδή από το παρόν και κατοικοεδρεύει στο μέλλον.
Στη συνέχεια θα αναφερθώ σε κάποιους από τους υποτιθέμενους αντιπάλους και διαδόχους του Στίρνερ. Οι κριτικές που δέχτηκε ο Στίρνερ αμέσως μετά την εμφάνιση του «μοναδικού» του βιβλίου ήταν περισσότερες από τους επαίνους και προέρχονταν κυρίως από τους παλιούς του ομοϊδεάτες, τους εγελειανούς της αριστεράς, όπως τον Φόυερμπαχ, τον Ες και τον Μπάουερ. Την πιο δριμεία κριτική του άσκησαν όμως οι Μαρξ και Ένγκελς, το 1845-1846, με το βιβλίο τουςΗ γερμανική ιδεολογία, το οποίο πρωτοδημοσιεύτηκε όμως σε δύο φάσεις, το 1903-1904 και το 1932, και έμεινε συνεπώς για πάντα άγνωστο στον Στίρνερ. Σημειώνω ότι ο Ένγκελς έκανε για πολύ καιρό παρέα με τον Στίρνερ στο Βερολίνο, στην ομάδα Die Freien, και είναι αυτός που τον κατέταξε το 1886 με το ατυχές βιβλίο του Ο Λουδοβίκος Φόυερμπαχ και το τέλος της κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας, στην ίδια κατηγορία με τους αναρχικούς Μπακούνιν και Προυντόν.
Στηριζόμενοι στην πεποίθηση ότι ο εαυτός, η συνείδηση, η αυτοσυνειδησία είναι πράγματα κοινωνικά καθορισμένα και δεν μπορούν να εξεταστούν έξω από τα πλαίσια κάθε συγκεκριμένης εποχής και κοινωνικού περιβάλλοντος, ο Μαρξ και ο Ένγκελς κατηγορούν τον Στίρνερ ότι οι έννοιές του τού μοναδικού και της αυτοσυνειδησίας είναι κενές αφαιρέσεις, απλοϊκός υλισμός και συνάμα απενσαρκωμένος ιδεαλισμός. Τονίζουν ότι, παρόλο που απεχθάνεται το κράτος, δεν μπορεί να το γκρεμίσει, διότι η εξέγερσή του είναι καθαρά «κατ’ όνομα», πλασματική. (Παραβλέπουν όμως το γεγονός ότι ο Στίρνερ δεν θέλει να καταργήσει το κράτος αλλά να το «εξαπατήσει».) Απορρίπτουν επίσης την έννοια των μοναδικών για κάθε άνθρωπο συμφερόντων, των καθαρά ατομικών συμφερόντων (για αυτούς ο άνθρωπος είναι κοινωνικό ον, άρα υπάρχει πάντα, έστω και διαστρεβλωμένο, κάτι που θα μπορούσε να ονομαστεί «γενικό συμφέρον»). Υποστηρίζουν, βεβιασμένα και άστοχα είναι αλήθεια, ότι οι απόψεις του Στίρνερ για την ιδιοκτησία τον καθιστούν εκπρόσωπο των γερμανών μικροαστών, που μόνη τους λαχτάρα ήταν να γίνουν αστοί και να καρπωθούν τα προνόμια των τελευταίων. Τέλος, μέμφονται, ορθά από μια ορισμένη οπτική γωνία, τον Στίρνερ για το ότι ανάγει τελικά όλες τις ανθρώπινες σχέσεις σε σχέσεις ωφελιμισμού και εκμετάλλευσης.
Είναι φανερό πως άβυσσος χωρίζει τον Στίρνερ από τη μια και τους Μαρξ και Ένγκελς από την άλλη. Αρκούμαι εδώ να επισημάνω ότι ο Μαρξ και ο Ένγκελς αφήνονται να παρασυρθούν από την ούτως ή άλλως συζητήσιμη πεποίθησή τους ότι «δεν καθορίζει η συνείδηση τη ζωή, αλλά η ζωή τη συνείδηση» και βλέπουν τον μοναδικό του Στίρνερ ως μια απόπειρα πλήρους ανεξαρτητοποίησης του εγώ, του εαυτού, από τα κοινωνικο-ιστορικά δεδομένα. Ο Στίρνερ όμως αφήνει να εννοηθεί, υπόρρητα κατά τη γνώμη μου, ότι ο μοναδικός δεν είναι αλλά γίνεται. Γίνεται, όταν συνειδητοποιήσει και διώξει όλα τα φαντάσματα που τον κατατρύχουν (κοινωνία, θρησκεία, ανθρώπινη φυλή, κράτος, έθνος, τάξεις κτλ.), τα οποία δεν έχουν κατεβεί από κάπου σαν από μηχανής θεοί αλλά είναι, ασφαλώς, κοινωνικο-ιστορικά κατασκευάσματα. Μπορεί να μη θέλει να τα εξαλείψει, σίγουρα όμως θέλει να τα ξεπεράσει, «να ανεβεί ψηλότερα απ’ αυτά», όπως λέει ο ίδιος. (Εξ ου και η «μόνιμη» εξέγερσή του.). Επομένως, ο χαρακτηρισμός του Στίρνερ ως ενός είδους «αυτιστικού ιδεαλιστή» είναι ανεπιτυχής και μαρτυρεί τη σφοδρή επιθυμία του Μαρξ και του Ένγκελς να τελειώνουν μια για πάντα με μια πολύ προκλητική (έστω και προβληματική) σκέψη. (Αυτό φαίνεται και από τον τεράστιο αριθμό των σελίδων που αντιστοιχούν στη Γερμανική ιδεολογία στον «άγιο Μαξ», δηλαδή στον Στίρνερ.) Πάντως, η βασική διαφορά μεταξύ των τριών έγκειται στο ότι στη σύλληψη του Μαρξ και του Ένγκελς σχετικά με την πράξη μιας ανθρώπινης συλλογικότητας (ομάδας, κοινωνικής τάξης κτλ.), η οποία αφορά το σύνολο των ανθρώπινων όντων, αντιπαρατίθεται η σύλληψη του Στίρνερ σχετικά με τη «δημιουργικότητα» του καλλιτέχνη, ο οποίος πραγματώνει και εκφράζει μόνον τον εαυτό του.
Για να περάσω σε ένα άλλο ζήτημα, μια από τις πιο παράξενες και βεβιασμένες ταυτίσεις που έχουν γίνει είναι εκείνη του Στίρνερ με τους αναρχικούς. Η άποψη αυτή, που ανάγεται στον Ένγκελς και επαναλαμβάνεται αργότερα από τον αναρχικό ποιητή και βιογράφο του Στίρνερ Μακάυ, παγιώθηκε με τον χαρακτηρισμό του Στίρνερ ως αριστοκράτη ή ατομικιστή αναρχικού, μολονότι δεν κατέστη δυνατό να εντοπιστούν αναρχικοί στοχαστές άμεσα επηρεασμένοι από τις ιδέες του Στίρνερ. Οι μόνοι που ονοματίστηκαν «επίγονοι» του Στίρνερ ήταν ο αμερικανός αναρχικός Μπέντζαμιν Τάκερ, κάποιοι κύκλοι καλλιτεχνών και λογοτεχνών του «τέλους του αιώνα», ιδίως Γάλλοι, και τέλος ορισμένες «τρομοκρατικές» ομάδες αναρχικών που έδρασαν στη Γαλλία και στην Ιταλία τη δεκαετία του 1890, καθώς και διάφορες «γκανγκστερικές» συμμορίες της Αμερικής του 1920.
Οι «εκλεκτικές» αυτές συγγένειες είναι, κατά τη γνώμη μου, πολύ αμφίβολες. Ανυπόστατη ή στην καλύτερη περίπτωση εξαιρετικά χαλαρή φαίνεται για παράδειγμα η σύνδεση του Στίρνερ με τη δράση των αναρχικών «ντεσπεράντος», που ζούσαν εκτός νόμου, σαν μοναχικοί λύκοι, κάνοντας ένοπλες ληστείες, βάζοντας βόμβες και σκοτώνοντας εκπροσώπους του κατεστημένου. Θεωρητικά, ο Στίρνερ δεν θα είχε αντίρρηση για τις ένοπλες ληστείες, αφού αυτές θα ήταν απλώς ένα από τα «πρόσφορα» μέσα που θα μπορούσε να επιλέξει και να χρησιμοποιήσει κάποιος για να εξυπηρετήσει τα συμφέροντά του, θα έβρισκε όμως άνευ νοήματος τη σύγκρουση με το κατεστημένο με βόμβες ή δολοφονίες, είτε αυτές γίνονταν από αυτοτροφοδοτούμενο μίσος είτε με σκοπό να «αφυπνίσουν» τον κόσμο.
Από μια συγκεκριμένη οπτική γωνία, θα μπορούσε να πει κανείς ότι ο Στίρνερ μοιάζει με τους αναρχικούς στην απόρριψη κάθε καθαγιασμένης αυθεντίας (θρησκευτικής, πολιτικής ή ευρύτερα κοινωνικής), στην άρνηση του κράτους ως μέσου εδραίωσης της κοινωνικής τάξης και επιβολής του δικαίου στα μέλη του (ενός δικαίου που καθορίζει με αυστηρούς κανόνες και με τη βία την ατομικότητά τους και τη δράση τους) και στη μη παραδοχή των «αναπαλλοτρίωτων» δικαιωμάτων ιδιοκτησίας. Σε γενικές γραμμές όμως, οι αναρχικοί πιστεύουν ότι αν μέσω της επανάστασης συντριβεί το κράτος και οι ιδεολογικοί μηχανισμοί του, αν αρθούν οι ιδεολογικές αγκυλώσεις της θρησκείας και της παγιωμένης, αμετακίνητης ηθικής, καθώς και οι κοντόφθαλμες ιδεολογίες όπως π.χ. ο εθνικισμός, ο ρατσισμός και ο σεξισμός, αν τέλος καταργηθεί η ιδιοκτησία ως εργαλείο οικονομικής εκμετάλλευσης και κοινωνικής ανισότητας, οι άνθρωποι θα μπορέσουν να πραγματοποιήσουν δυνατότητες κρυμμένες ή φιμωμένες ώς εκείνη τη στιγμή και να χτίσουν μια κοινωνική οργάνωση δίχως αυθεντίες και διακυβέρνηση εκ των άνω, στηριγμένη στην αυτονομία, στην αλληλοβοήθεια και τη συνεργασία. Το πρόταγμα αυτό εμπεριέχει τις εξής πεποιθήσεις: α) ότι ο άνθρωπος είναι, όπως είπε ο Μπακούνιν, βαθύτατα κοινωνικό και συνάμα βαθύτατα ατομικό ον· β) ότι ο άνθρωπος έχει έμφυτη ηθική αίσθηση και αίσθηση δικαίου, οι οποίες μπορούν να αποτελέσουν έρεισμα της συνεργασίας και του αμοιβαίου σεβασμού, χωρίς βέβαια να εξαλείφονται ως διά μαγείας οι διαφορές και οι συγκρούσεις, και γ) ότι ο άνθρωπος μπορεί να πειστεί από το ίδιο του το λογικό και να το χρησιμοποιήσει έτσι ώστε να υλοποιήσει στην πράξη, να δώσει σάρκα και οστά στις ιδέες της ελευθερίας, της ισότητας και της δικαιοσύνης. Κατά τους αναρχικούς λοιπόν, ο άνθρωπος είναι ένα ον που διαθέτει δυνατότητα ριζικής βελτίωσης ή αναμόρφωσης του εαυτού του και του κόσμου (περφεξιονισμός).
Αντίθετα, ο μοναδικός του Στίρνερ δεν δέχεται την ύπαρξη μιας ιδεώδους ανθρώπινης φύσης, που απλώς δεν έχει πραγματωθεί ακόμα, ούτε την πιθανότητα για την επίτευξη κάποιας κοινωνικής αρμονίας. Περιφρονεί κάθε ηθική αρχή (είναι δηλαδή αμοραλιστής) και δεν πιστεύει στη συλλογική δράση ή στην επανάσταση. Θέλει απλώς να απαλλαχτεί από τις αλλοτριώσεις που του έχουν επιβάλλει και να «ζήσει τον εαυτό του», μόνος του, αν και ανάμεσα σε άλλους, εδώ και τώρα. Αμφισβητεί τα δικαιώματα ιδιοκτησίας μόνο και μόνο επειδή του απαγορεύουν να χρησιμοποιήσει ο ίδιος πράγματα που δεν του «ανήκουν». Επειδή όμως τα θέλει, θα χρησιμοποιήσει τη δύναμη που διαθέτει (κάθε μέσο που κρίνει λυσιτελές) για να τα αποκτήσει. Το ίδιο μπορούν να κάνουν και όλοι οι άλλοι. Ανάλογη με τη δύναμη του καθένα θα είναι και η ιδιοκτησία του. Γι’ αυτό ο Στίρνερ απορρίπτει την άποψη του Προυντόν ότι «η ιδιοκτησία είναι κλοπή». Ο μοναδικός είναι εξ ορισμού εγκληματίας. Επίσης, ο μοναδικός εχθρεύεται το κράτος, όχι επειδή αυτό βιάζει την αυτονομία του ατόμου, αλλά επειδή είναι απειλή για τα ιδιωτικά συμφέροντα του τελευταίου. Το κράτος ασκεί τη δύναμή του πάνω μου, αλλά και εγώ θα ασκήσω τη δική μου. Θα προσπαθήσω με κάθε τρόπο να εξαπατήσω το κράτος και να αποφύγω τους νόμους του. Επομένως, ο μοναδικός είναι ένας κυνικός ατομικιστής που πιστεύει μόνο στη δύναμη και στον ανταγωνισμό και προσβλέπει μόνο στην ικανοποίηση των συμφερόντων και των επιθυμιών του. (Υπενθυμίζω πάντως την αντίφαση που αντιπροσωπεύει η σύλληψη της ένωσης, του συνασπισμού των εγωιστών.). Τέλος, ο μοναδικός αρνείται ουσιαστικά την ελευθερία, την ισότητα και τη δικαιοσύνη, αφού βλέπει τους πάντες και τα πάντα σαν αντικείμενα προς ιδιοποίηση και αφού θεωρεί καθετί συλλογικό υπαρκτή ή δυνητική αλλοτρίωση για το «εγώ».
Είπα ήδη πως ο Μοναδικός του Στίρνερ ξαναπρόβαλε στον ορίζοντα όταν έγινε ευρέως γνωστό το έργο του Φρίντριχ Νίτσε και ιδίως το βιβλίο τουΈτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα, που γράφτηκε το 1883, σαράντα περίπου χρόνια μετά τον Μοναδικό. (Σημειώνω εν παρόδω πως στο ογκώδες έργο του Νίτσε δεν γίνεται καμιά μνεία στον Στίρνερ. Το μόνο που έχουμε στη διάθεσή μας σχετικά με κάποια ενδεχόμενη συγγένεια μεταξύ τους είναι δυο τρεις μαρτυρίες που λένε πως ο Νίτσε γνώριζε το έργο του Στίρνερ. Προσωπική μου γνώμη, την οποία δεν θα στηρίξω με επιχειρήματα τώρα, είναι ότι ο Νίτσε το γνώριζε.
Ο Νίτσε γεννήθηκε το 1844 και πέθανε το 1900 στη Γερμανία σε ηλικία 56 ετών. Σπούδασε φιλολογία, θεολογία και φιλοσοφία και εργάστηκε ως καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Βασιλείας για 6 χρόνια. Παραιτήθηκε από τη θέση του για λόγους υγείας (ο Νίτσε πέρασε όλη σχεδόν τη ζωή του άρρωστος) και, χάρη σε μια μικρή σύνταξη που κατόρθωσε να βγάλει, πέρασε δεκαπέντε χρόνια ως εργένης πλάνης, γράφοντας τα βιβλία του και αλλάζοντας συνεχώς τόπο διαμονής (μέρη που προτιμούσε ήταν η Ελβετία και ο «Νότος», δηλαδή η βόρεια Ιταλία και η νότια Γαλλία). Το 1888, σε ηλικία 44 ετών, είχε ήδη γράψει ένα τεράστιο έργο (15 πολυσέλιδοι τόμοι στην πιο πρόσφατη έκδοση των απάντων του). Τον ίδιο χρόνο εκδηλώθηκε η ψυχική νόσος που θα τον βύθιζε σε πνευματικό σκοτάδι για 11 ολόκληρα χρόνια, ώς τη στιγμή του θανάτου του.
Επιφανειακά, υπάρχουν ομοιότητες ανάμεσα στη σκέψη του Νίτσε και σ’ εκείνη του Στίρνερ. Τέτοιες είναι:
α) Η έμφαση στο υπάρχον άτομο, που πασχίζει εδώ και τώρα να «βγάλει άκρη» με την άμεση εμπειρία του. Η οργάνωση του χάους της άμεσης εμπειρίας είναι για τον Νίτσε «αισθητικό» φαινόμενο. Ο κόσμος δικαιώνεται μόνον ως αισθητικό φαινόμενο.
β) Ο άνθρωπος αναζητά διαρκώς την «αλήθεια», αυτή όμως είναι πάντα σχετική. Εκείνο που μετράει είναι συνεπώς η συνεχής αναζήτησή της, δηλαδή η μόνιμη άσκηση της κριτικής και της αμφισβήτησης σε όλες τις διαστάσεις και τις πτυχές τους.
γ) Η στροφή στον παρόντα κόσμο και συνεπώς η απόρριψη κάθε υπερβατικής, εξωκοσμικής ή αλλοκοσμικής ουσίας και λύσης. Για τον Νίτσε είναι απαράδεκτη κάθε μορφή θρησκείας και ανυπόστατη κάθε μορφή τέλειας, ιδεώδους και δυνάμενης να πραγματοποιηθεί στο μέλλον ανθρώπινης ουσίας και κοινότητας (σαν αυτές που πρεσβεύουν λ.χ. ο κομουνισμός ή ο αναρχισμός).
δ) Η εξονυχιστική εξέταση του ηθικού σύμπαντος, ο εντοπισμός και η καταγγελία των ηθικών συμβάσεων, κοινοτοπιών και αποκρύψεων. Για παράδειγμα, η ηθική αρχή του οίκτου μπορεί να είναι στην ουσία αυτοπροστασία και εκείνη της φιλανθρωπίας φιλαυτία, αγάπη για τον εαυτό.
ε) Η άρνηση κάθε θεσμισμένης αυθεντίας και, φυσικά, της ύψιστης μορφής της, του σύγχρονου κράτους.
στ) Η απολάκτιση ιδεολογιών και πραγματικοτήτων όπως ο φιλελευθερισμός, η αντιπροσωπευτική, κοινοβουλευτική δημοκρατία, ο εθνικισμός, ο φυλετισμός κτλ. αφενός επειδή τείνουν να αρνηθούν την ατομικότητα, να ομοιογενοποιήσουν τους ανθρώπους, να τους μετατρέψουν σε αγέλη, σε κοπάδι (αυτό κάνει κατά τον Νίτσε κάθε μορφή εξισωτισμού, κάθε θεωρία ότι όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι) και αφετέρου επειδή ανάγουν σε ύψιστες και καθοριστικές αρχές ιδιότητες που είναι απλά προσαρτήματα, όπως το χρώμα του δέρματος, το φύλο, η εθνικότητα, η ηλικία κτλ. (Ο Νίτσε ήταν υπέρμαχος μιας μορφής κοσμοπολιτισμού που καμιά σχέση δεν έχει φυσικά μ’ αυτό που είναι γνωστό σήμερα ως παγκοσμιοποίηση.)
ζ) Η ανάδειξη της δύναμης και της σύγκρουσης ως των μόνων πανταχού παρουσών και σίγουρων πραγματικοτήτων στη ζωή και στον κόσμο. (Θυμίζω ότι ο Στίρνερ υποστηρίζει ότι μόνον η δύναμη υπάρχει και η ζωή είναι ο «πόλεμος όλων εναντίον όλων».)
Περνώντας στη θεωρία του Νίτσε, θα ήθελα να τονίσω πως γι’ αυτόν η θέληση για δύναμη είναι η μόνη δύναμη πάνω στη γη, αυτή που κινεί όλα τα όντα και τα κάνει να αλληλοσυγκρούονται, να συνδυάζονται, να ενώνονται, να ανακατεύονται αέναα. Όπως λέει ο ίδιος στο Πέρα από το καλό και το κακό, «η ζωή είναι κατ’ ουσίαν ιδιοποίηση, παράβλαψη, καθυπόταξη του ξένου και του ανίσχυρου, καταπίεση, σκληρότητα, εκμετάλλευση… δηλαδή θέληση για δύναμη». Επειδή τα όντα δεν έχουν την ίδια δύναμη (δεν είναι ίσα), ο κόσμος είναι μια τάξη ιεραρχίας από το ανώτερο στο κατώτερο, μια τάξη όμως ρευστή και επιδεχόμενη συνεχείς αμφισβητήσεις και ανακατατάξεις. Στην κορυφή της πυραμίδας αυτών των θελήσεων για δύναμη βρίσκεται φυσικά ο άνθρωπος, ο οποίος έχει επιβάλλει και θα επιβάλλει πάντα την εξουσία του πάνω στη φύση και στους ομοίους του. Αυτό που διέπει τις ανθρώπινες σχέσεις είναι ο ανταγωνισμός (ο αρχαίος ελληνικόςαγών, αυτό που δεν άφηνε τον Θεμιστοκλή να κοιμηθεί όταν σκεφτόταν «το του Μιλτιάδου τρόπαιον»). Σας θυμίζω στο σημείο αυτό ότι ο Στίρνερ θεωρούσε τονοστρακισμό που λάμβανε χώρα στην αρχαία Αθήνα εκμηδένιση του ατόμου. Αντίθετα, ο Νίτσε υποστηρίζει ότι ο θεσμός του οστρακισμού ήταν θετικός: όταν ένα άτομο ξεπερνάει όλα τα άλλα, παραμερίζεται από την κοινότητα «προκειμένου να ξαναρχίσει το παιχνίδι των ανταγωνιζόμενων δυνάμεων». (Εδώ ίσως θα ήταν ενδιαφέρουσα μια σύγκριση με την ένωση, τον συνασπισμό των εγωιστών του Στίρνερ. Ίσως μέσα σ’ αυτόν τον «συνασπισμό» να κρύβεται η ιδεώδης μορφή αγώνος.)
Για τον Νίτσε, η πιο ισχυρή θέληση για δύναμη είναι η πιο πνευματική, δηλαδή εκείνη που χαρακτηρίζει τους «μεγάλους εφευρέτες καινούργιων αξιών» ή δημιουργούς. Τέτοιοι άνθρωποι προβαίνουν, μαζί με τους μαθητές/οπαδούς τους, σε καινούργιες αξιολογήσεις των ανθρώπινων αξιών, ιδεών και πραγμάτων και έτσι προτείνουν ένα καινούργιο «αγαθό» για την πλειονότητα των ανθρώπων (για τον λαό), αναπόσπαστο από έναν πίνακα «υπερνικήσεων», δηλαδή έναν πίνακα που περιέχει όλα εκείνα που πρέπει να ξεπεραστούν τη δεδομένη στιγμή. Οι δημιουργοί μπορούν να εκφράζουν μια «θετική» ή μια «αρνητική» θέληση για δύναμη. Θετική είναι κάθε θέληση για δύναμη που είναι καταφατική προς τη ζωή, που «ευλογεί τα πράγματα και τον άνθρωπο», και αρνητική κάθε θέληση για δύναμη που δεν σέβεται, δεν εκτιμά και δεν αναδεικνύει την αξία της ζωής. Για παράδειγμα, ο χριστιανισμός, η πανίσχυρη αυτή θρησκεία, υποτιμά και δυσφημεί τη ζωή και τον κόσμο εδώ κάτω εν ονόματι ενός «επέκεινα», ενός άλλου κόσμου τιμωρίας ή ανταμοιβής (κόλαση και παράδεισος). Με τις έννοιες της αμαρτίας και της τιμωρίας ταπεινώνει και κουτσουρεύει το ανθρώπινο σώμα και πνεύμα. Με τον χριστιανισμό ανεβαίνουν στην εξουσία οι αδύναμοι, οι αρνητές της ζωής. Ο Χριστός ήταν βέβαια ένας μεγάλος δημιουργός, εξέφρασε όμως την ηθική και επέβαλε την κυριαρχία των «αδύναμων», των «δούλων», δηλαδή των αρνητών της ζωής.
Μιλώντας για την εποχή του, την εποχή της Δύσης του 19ου αιώνα, ο Νίτσε υποστηρίζει πως είναι παρακμιακή, μηδενιστική, εποχή της κυριαρχίας των αδύναμων και της αρνητικής θέλησης για δύναμη. Το κοινωνικό πρόταγμά του (κι εδώ έγκειται μια από τις ουσιώδεις διαφορές του με τον Στίρνερ) είναι να επικρατήσει πάλι, όπως συνέβη πολλές φορές στην ιστορία, η θετική θέληση για δύναμη, η θέληση για δύναμη των δυνατών. (Το «πάλι» διασώζει ώς ένα βαθμό τον Νίτσε από την κατηγορία ότι προσβλέπει κι αυτός σε μια μελλοντική «τέλεια» κοινωνία.) Παρόλο που διατείνεται πως είναι αμοραλιστής και βρίσκεται «πέρα από το καλό και το κακό», θέλει την εγκαθίδρυση μιας καινούργιας ηθικής, που θα στηρίζεται στην επαναξιολόγηση όλων των δεδομένων μέχρι τώρα αξιών. Το ζητούμενο είναι να βρεθούν οι δημιουργοί, εκείνη η ελίτ που θα προωθήσει και θα επιβάλλει μέσα από ένα νικηφόρο αγώνα έναν τέτοιο σκοπό. Είναι ολοφάνερο ότι ο Νίτσε διαφοροποιείται ευθέως από οποιοδήποτε σοσιαλιστικό ή αναρχικό όραμα μιας μελλοντικής κοινωνίας, η οποία θα ερείδεται κυρίως στη συνεργασία και στην αλληλοβοήθεια ίσων ατόμων. Επιπλέον, ακόμη κι αν νικήσει η θετική θέληση για δύναμη, η κυριαρχία της δεν μπορεί παρά να είναι προσωρινή, όπως διδάσκει η νιτσεϊκή θεωρία της αιώνιας επιστροφής όλων των πραγμάτων –μια δυσνόητη και νεφελώδης θεωρία με την οποία δεν μπορώ να ασχοληθώ εδώ παραπάνω. Εξίσου διαφοροποιείται όμως ο Νίτσε και από τον Στίρνερ, εφόσον πιστεύει σε κάποια μορφή, έστω και αριστοκρατική, συλλογικής δράσης –πράγμα απαράδεκτο και αλλοτριωτικό για τον «Μοναδικό».
Επιγραμματικά, ο μηδενιστικός χαρακτήρας της σύγχρονης εποχής φαίνεται για τον Νίτσε α) από την κυριαρχία του κράτους και των ψεύτικων και παραπλανητικών ιδεωδών της ισότητας, της ελευθερίας και της δικαιοσύνης, καθώς και των γελοίων τυπικών ενσαρκώσεών τους (η ισότητα π.χ. δεν είναι παρά ισότητα έναντι του νόμου και στηρίζεται στην οικονομική και κοινωνική ανισότητα), β) από την κυριαρχία της θρησκείας και των πάσης φύσεως ασφυκτικών και αποστερητικών ιδεολογιών, γ) από την παντοδυναμία του πνεύματος του καπιταλισμού ή του «μικρέμπορου», όπως έλεγε ο ίδιος, με τις αξίες του τού πλουτισμού, της ακατάπαυστης και μηχανικής εργασίας, της επιβεβλημένης σχόλης, του ζωώδους καταναλωτισμού και ηδονισμού. Όλα τα παραπάνω σε καμιά περίπτωση όμως δεν αυτοαποκαλούνται «μηδενισμός», αλλά αυτοπαρουσιάζονται ως πρόοδος και συνεχής βελτίωση της ανθρώπινης κατάστασης. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι για τον Νίτσε αντιπροσωπεύουν τον «κρυφό», αλλά πανίσχυρο, μηδενισμό –αν και ο χαρακτηρισμός αυτός δεν είναι δικός του αλλά δικός μου. Στον «φανερό», τώρα, μηδενισμό ανήκουν όλες εκείνες οι ιδεολογίες και οι φιλοσοφίες που ισχυρίζονται απερίφραστα ότι τίποτε δεν αξίζει, ότι η ζωή είναι μια σειρά επαναλαμβανόμενων κύκλων δίχως νόημα, ότι όλα κανονίζονται, όπως έλεγε π.χ. ο γερμανός φιλόσοφος Άρτουρ Σοπενάουερ, από μια ανώτερη δύναμη, μια «θέληση», που θα μείνει για πάντα άγνωστη στον άνθρωπο και που συνεχώς εξαντικειμενικεύεται δημιουργώντας τις μορφές του υλικού και του πνευματικού κόσμου. Φαντάζομαι πως σ’ αυτήν την κατηγορία θα κατέτασσε ο Νίτσε και την κατά τα άλλα πολύ διαφορετική φιλοσοφία του Μαξ Στίρνερ και παρά τα κοινά στοιχεία που είχε μ’ αυτόν. Μολονότι ο Στίρνερ δεν δεχόταν καμιά υπερβατική αρχή (και προφανώς δεν θα δεχόταν πως μια παντοδύναμη εξωανθρώπινη θέληση σοπεναουερικού ή άλλου τύπου καθορίζει όπως αυτή θέλει τη ζωή των ανθρώπων), ο ατομικισμός και ο ηδονισμός του δεν θα μπορούσε να γίνει αποδεκτός από τον Νίτσε, τον αριστοκράτη φιλόσοφο της κατάφασης στη ζωή, τον υποστηρικτή της υπέρβασης και της επαναξιολόγησης όλων των αξιών, από τον ψυχολόγο που θέλει βέβαια να δρουν και να μην φιμώνονται τα ένστικτα και οι ενορμήσεις, αλλά που τονίζει παράλληλα πως αυτά μετουσιώνονται και πρέπει να μετουσιώνονται διοχετεύοντας την ενέργειά τους σε άλλης τάξης δημιουργήματα. (Σημειώνω εν παρόδω πως στην ιδέα αυτή –και όχι μόνον– στηρίχτηκε αργότερα ο Φρόυντ.)
Ο Νίτσε ζητά λοιπόν μια πνευματική επανάσταση που θα επιφέρει την κυριαρχία της θετικής θέλησης για δύναμη, την οποία αντιπροσωπεύουν οι «δυνατοί». Ωστόσο, τόσο αυτή η σύλληψη για την επανάσταση όσο και η θέληση για δύναμη και το δυαδικό σχήμα «κατάφαση στη ζωή» και «άρνηση της ζωής» παραμένουν για μένα εξαιρετικά προβληματικά, όπως άλλωστε και το αντιδιαφωτιστικό μένος του Νίτσε –με την παντελή απαξίωση της ισότητας, της ελευθερίας και της δικαιοσύνης. Είναι όμως αναπόφευκτο να ισοδυναμεί η δύναμη με την επιβολή της κυριαρχίας, δηλαδή την ανισότητα και την ανελευθερία; Με άλλα λόγια, γιατί να μη συμβαδίζει η διαφορά στη δύναμη με μια θεσμισμένηισότητα και ελευθερία; (Με τη λέξη δύναμη δεν εννοώ φυσικά καμιά μορφή κοινωνικής, οικονομικής κτλ. δύναμης.)
Στα δυσκολότατα αυτά ερωτήματα δεν θα αποπειραθώ να δώσω κάποια απάντηση τώρα. Αυτό που κρατώ πάντως από τους δύο μεγάλους στοχαστές που μας απασχόλησαν σήμερα, τον Στίρνερ και τον Νίτσε, είναι η συμβολή τους στην κριτική και την απομαγικοποίηση της δυτικής κοινωνίας, η άρνηση κάθε υπερβατικότητας, η απαράμιλλή τους ικανότητα να απομυθοποιούν πεποιθήσεις, ιδέες και αξίες παγιωμένες και ατράνταχτες για αιώνες και η επιμονή τους στην αναζήτηση της αλήθειας, έστω κι αν θεωρούν την τελευταία «σχετική». Αναζήτηση της αλήθειας σημαίνει όμως κριτική, αμφισβήτηση, διερώτηση, αποφενακισμός. Τα στοιχεία αυτά είναι για μένα οι κινητήριοι μοχλοί για μια καινούργια σύλληψη της ατομικότητας και της συλλογικότητας και για μια υπερκέραση της σημερινής παντοδυναμίας του μηδενισμού
Λίγα λόγια τώρα, σχηματικά, για την εποχή. Ο 19ος αιώνας σημαδεύτηκε από τεράστιες ανατροπές και ανακατατάξεις σε κάθε επίπεδο και σε παγκόσμια κλίμακα. Ουσιαστικά, παρατηρείται στις αναπτυσσόμενες χώρες της Ευρώπης και στην Αμερική ο σταδιακός εκθρονισμός μιας αγροτικής παράδοσης αιώνων και η αντικατάστασή της από μια αστική, εκβιομηχανισμένη, τεχνοκρατική κοινωνία. Οι ιδέες της Γαλλικής αστικής επανάστασης του 1789 περί ελευθερίας, ισότητας και αδελφοσύνης μεταφράζονται στην αναγκαιότητα και τη δυνατότητα αυτοκαθορισμού του έθνους και στον φιλελευθερισμό, με την έμφασή του στην ατομική ελευθερία, τα ανθρώπινα δικαιώματα και την ελεύθερη αγορά, δηλαδή στην αλματώδη και απρόσκοπτη ανάπτυξη του καπιταλισμού. Ένα αποτέλεσμα της εξέλιξης αυτής είναι η δημιουργία των εθνών-κρατών, όπως είναι η Γερμανία (που ενοποιήθηκε ανάμεσα στο 1828 και το 1888), η Ιταλία, το Βέλγιο, οι βαλκανικές χώρες (μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα), η κατάρρευση παλιών αυτοκρατοριών, όπως είναι η αυστροουγγρική και η οθωμανική, και η εξάπλωση των ΗΠΑ προς τα δυτικά, η εκβιομηχάνισή της και η εντόπια επανάσταση της αγοράς, καθώς και η επέκταση και ο εκσυγχρονισμός της Ρωσίας. Ένα δεύτερο αποτέλεσμα, στενά συνδεδεμένο με το προηγούμενο είναι η ακμή της αποικιοκρατίας: μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα, οι δυτικές αυτοκρατορίες μοιράζονται ολόκληρη σχεδόν την Αφρική, τη νοτιοανατολική Ασία και πολλά νησιά του Ειρηνικού ωκεανού.
Η ανάπτυξη του καπιταλισμού συμβαδίζει και προωθείται από τις εντυπωσιακές και ραγδαίες προόδους της επιστήμης και της τεχνολογίας και την παρεπόμενη έκρηξη της βιομηχανικής επανάστασης, η οποία στηρίζεται αρχικά στη χρήση του κάρβουνου, του σίδηρου και του σιδηρόδρομου, αλλά προς τα τέλη του αιώνα, από το 1874 και εξής, στο ατσάλι, στα χημικά, στον ηλεκτρισμό και στο πετρέλαιο. Όψεις ή επακόλουθα της ανάπτυξης αυτής είναι ο πολλαπλασιασμός των μεγάλων βιομηχανικών συγκροτημάτων, η γιγάντωση των πόλεων και η αστυφιλία, η άνοδος του επιπέδου ζωής, αλλά και το μεγάλωμα του χάσματος μεταξύ πλουσίων και φτωχών, και τέλος η γένεση ενός ογκώδους βιομηχανικού προλεταριάτου και η εμφάνιση και δράση σοσιαλιστικών, κομουνιστικών και αναρχικών κινημάτων.
Οι αντίστοιχες εξελίξεις στο ιδεολογικό επίπεδο (με την ευρύτερη έννοια του όρου) είναι εξ ορισμού τόσο πολύπλοκες και ετεροβαρείς που δεν επιδέχονται ανάλογη σχηματοποίηση. Θα περιοριστώ να πω ότι ο φιλελευθερισμός, με την έμφασή του τόσο στον ατομικισμό όσο και στην αναγκαιότητα και τη δυνατότητα της συνεχούς «προόδου» του ανθρώπου συνολικά, με την επιμονή του σε μια δήθεν πραγμάτωση των ιδεών του Διαφωτισμού περί ισότητας, δικαιοσύνης και ελευθερίας, αποτελεί μια προσχηματική επικάλυψη τόσο της κυριαρχίας του κράτους και της «αντιπροσωπευτικής» ψευδοδημοκρατίας όσο και της διαιώνισης της ταξικής κοινωνίας και της ανισότητας των ανθρώπων. Αντίθετα, οι σοσιαλιστικές, κομουνιστικές και αναρχικές θεωρίες, πρεσβεύουν μια άλλη αντίληψη περί προόδου και μια ουσιαστική υλοποίηση των ιδεών του Διαφωτισμού (είναι αυτονόητο πως η διαπίστωση αυτή δεν θέλει σε καμιά περίπτωση να τις εξομοιώσει και να εξαλείψει τα ιδιαίτερα και συχνά αντιφατικά χαρακτηριστικά τους). Οι θεωρίες αυτές θέλουν να καταρρίψουν, η καθεμιά με τον τρόπο της, τόσο την ταξική κοινωνία όσο και τις θεωρίες που τη νομιμοποιούν και πιστεύουν στη δυνατότητα ενός ριζικού και πρωτόφαντου ιστορικά μετασχηματισμού της κοινωνίας. Τέλος, το αντίβαρο στις δύο αυτές «αισιόδοξες» τάσεις με τα πολυάριθμα παρακλάδια είναι ο μηδενισμός, η έλλειψη πίστης στη δυνατότητα της προόδου, της βελτίωσης του ανθρώπου, της μεταρρύθμισης εν γένει, που φτάνει σε σημείο, αντλώντας ακόμη και από θεολογικές πηγές, να αρνηθεί κάθε νόημα στην ύπαρξη. Ο μηδενισμός μπορεί να είναι πεσιμισμός, μπορεί όμως να εκφράζει και ένα στρεβλό οπτιμισμό (για να το πω στην κοινή γλώσσα: αν δεν μένει πια τίποτε να ειπωθεί και αν τίποτε δεν έχει νόημα, κοιτώ τουλάχιστον να «περνώ καλά»).
Έρχομαι τώρα στους δύο στοχαστές που αποτελούν αντικείμενο της ομιλίας μου. Αφού σημειώσω πως και οι δύο παρακολουθούσαν εκ του σύνεγγυς τα γεγονότα της ιδιαίτερα δραματικής εποχής τους (π.χ. ο Στίρνερ τις κοινωνικές εξεγέρσεις του 1848 και ο Νίτσε την Κομούνα των Παρισίων του 1871), θα δώσω λίγα βιογραφικά στοιχεία του Στίρνερ. Αυτός γεννήθηκε το 1806 και πέθανε το 1856 στη Γερμανία. Σπούδασε φιλοσοφία, θεολογία και κλασική φιλολογία (ευτύχησε να έχει δάσκαλο τον ίδιο τον Χέγκελ), εργάστηκε για ένα διάστημα ως καθηγητής σε ιδιωτικό λύκειο θηλέων και κατόπιν (μετά το δεύτερο γάμο του και με το κεφάλαιο της γυναίκας του) επιχείρησε να γίνει, ανεπιτυχώς, έμπορος γάλατος. Στη συνέχεια μετέφρασε κάποια έργα άγγλων οικονομολόγων στα γερμανικά και τελείωσε τη διαδρομή του ως φτωχός παραγγελιοδόχος, που αναγκαζόταν να αλλάζει πόλεις επειδή τον κυνηγούσαν οι πιστωτές του.
Ο Στίρνερ ανδρώθηκε διανοητικά μέσα στο χώρο των νέων εγελειανών ή εγελειανών της αριστεράς, όπως ο Φόυερμπαχ, οι αδελφοί Μπάουερ, ο Νταβίντ Στράους, ο Ρούγκε, ο Ες και τελικά ο Μαρξ και ο Ένγκελς, οι οποίοι προσπάθησαν να αποτινάξουν από πάνω τους, ο καθένας με τον τρόπο του, τη βαριά σκιά του Χέγκελ, προτάσσοντας ταυτόχρονα τη δική τους άποψη για τον άνθρωπο και τον κόσμο.
Ο Στίρνερ υπήρξε συγγραφέας ενός και μοναδικού ογκώδους βιβλίου με τον τίτλοΟ μοναδικός και η ιδιοκτησία του. (Έγραψε και κάποια πολύ βραχύτερα κείμενα μικρότερης σημασίας.). Το βιβλίο αυτό ορθά παρομοιάστηκε με «κομήτη». Έλαμψε για λίγο έντονα στο ευρωπαϊκό πνευματικό στερέωμα, δέχτηκε δριμείες κριτικές, εξαφανίστηκε και επανεμφανίστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα, σπρωγμένο από την αίγλη που είχαν αποκτήσει διεθνώς τα έργα του Νίτσε. Έκτοτε παραμένει ορατό. Στα αγγλικά έχει μεταφραστεί δύο φορές, στα γαλλικά επίσης δύο, στα ιταλικά έξι κτλ. (Στα ελληνικά έχουν μεταφραστεί μόνον αποσπάσματά του.).
Ας δούμε από πιο κοντά το βιβλίο αυτό. Ήδη από τον τίτλο του θέλει να δείξει ότι το άτομο, το εγώ, κάθε μεμονωμένο άτομο και μεμονωμένο εγώ, είναι μοναδικό και δεν μπορεί να αναχθεί σε καμιά κοινωνική, πολιτική ή θρησκευτική διάσταση. Ως τέτοιο, μπορεί λοιπόν να θεωρεί, δικαιωματικά, όλα τα υπόλοιπα πράγματα, τον κόσμο και τους ανθρώπους, «ιδιοκτησία» του.
Το εγώ είναι η πρώτη αρχή, αλλά δεν μπορούμε να το ορίσουμε, διότι βρίσκεται σε μια συνεχή διαδικασία ροής και διάλυσης. Αν προσπαθήσουμε να το σκεφτούμε (δηλαδή να το ορίσουμε), τού στερούμε ακριβώς τη μοναδικότητά του, εφόσον, θέλουμε δεν θέλουμε, θα το κλείσουμε μέσα σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, σε κάποια γενική ουσία ή καθορισμό. Το εγώ βγαίνει μέσα από ένα δημιουργικό μηδέν, στο οποίο κάθε τόσο επιστρέφει.
Το πεπερασμένο αυτό εγώ διαθέτει αυτοκατοχή, μια ιδιότητα την οποία έχει πάντα και υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, ακόμη και όταν είναι δούλος ή υφίσταται βασανιστήρια. Σε αντίθεση με την αυτοκατοχή, η πολυδιαφημισμένη ελευθερία είναι για τον Στίρνερ πλασματική έννοια, καθώς σημαίνει πάντα την «ελευθερίααπό κάτι». Όσο πιο ελεύθεροι όμως γινόμαστε, τόσο περισσότερους καταναγκασμούς ανακαλύπτουμε. Όσο για την «εσωτερική ελευθερία», την οποία μπορεί να έχει ακόμη και ένας δούλος (όπως υποστήριζαν ήδη από την αρχαιότητα οι στωικοί φιλόσοφοι), κι αυτή δεν είναι, για τον Στίρνερ, παρά φενάκη.
Ο μοναδικός, το εγώ, κινείται μέσα στον κόσμο μόνο και μόνο για να εξυπηρετήσει τα συμφέροντά του. Για να το πετύχει αυτό, χρησιμοποιεί μέσα όπως η πειθώς, ο εξαναγκασμός, το παρακάλιο ή η υποκρισία. Ποιος δεν είπε ψέματα σε έναν χωροφύλακα που τον συνέλαβε κάποτε; λέει ο Στίρνερ. Γι’ αυτό βλέπει τον κόσμο και τους ανθρώπους ως ιδιοκτησία του, ως κάτι που χρησιμοποιεί για την προσωπική του απόλαυση, ως κάτι που μπορεί να διαθέσει όπως θέλει, ακόμη και να το χαλάσει, ανάλογα με τις επιθυμίες του και τις επιταγές της ελεύθερης θέλησής του. (Έννοιες όπως γενική βούληση, γενικό συμφέρον, καλό του συνόλου κτλ. είναι ψευδείς και αλλοτριωτικές κατά τον Στίρνερ.) Η έκταση και ο βαθμός στον οποίο μπορεί να χρησιμοποιήσει την ιδιοκτησία του το εγώ εξαρτώνται από την ποσότητα της δύναμής του. Αυτό είναι και το μόνο δικαίωμα του μοναδικού, ο οποίος δεν αναγνωρίζει κανένα άλλο δικαίωμα, υποχρέωση ή καθήκον, όπως τα λεγόμενα ανθρώπινα δικαιώματα ή τα πάσης φύσεως ιερά και αναπαλλοτρίωτα δικαιώματα.
Για να μπορέσει να ζήσει ο μοναδικός ως ιδιοκτήτης, πρέπει να βρίσκεται σε διαρκή κατάσταση εξέγερσης, προκειμένου να μπορεί να απαλλάσσεται από όλες τις μεγάλες και καθαγιασμένες φενάκες που στοχεύουν στην αλλοτρίωσή του. Αυτές είναι η ιδιοκτησία με τη γνωστή (όχι τη στιρνερική) έννοια του όρου, η οικογένεια, το κράτος, ο λαός, η κοινωνία, οι κοινωνικές τάξεις, η ανθρωπότητα, η κοινότητα, η ομάδα (κάθε ομάδα). Όλες αυτές είναι ψευδείς υποστάσεις και τάξεις εξάρτησης, ξένοι αφέντες που αποβλέπουν στην υποδούλωση του μοναδικού, στον ευνουχισμό του, στο να μη γίνει αυτό που είναι, στο να μην ζήσει τον εαυτό του. Για παράδειγμα, το δημιουργημένο από την αστική τάξη κράτος είναι ο κατεξοχήν απόλυτος μονάρχης που, με βάση ένα σύστημα δικαίου, καθορίζει τι μπορούν και τι δεν μπορούν να κάνουν οι άνθρωποι (δικαιώματα και υποχρεώσεις), καθώς και τις συνθήκες νομιμότητας της ιδιοκτησίας. Το αποτέλεσμα όμως, που δεν το καταλαβαίνουν ούτε οι ίδιοι οι δημιουργοί του, οι αστοί, είναι η αυτονόμηση του κράτους. Το κράτος γίνεται μια εξωτερική, αυτοδύναμη βαθμίδα που βάζει φραγμό στα συμφέροντα του μοναδικού και συγχρόνως προσδιορίζει άπαξ διά παντός τα συμφέροντα των δικών του δημιουργών, των αστών. Συνεπώς, αυτοί είναι ευνουχισμένα εγώ, φυλακισμένοι στην ιδεοληψία που οι ίδιοι κατασκεύασαν. Εξυπηρετούν βέβαια μέσω του κράτους τα συμφέροντά τους, αλλά τα συμφέροντα αυτά είναι περιορισμένα, καθορισμένα, συρρικνωμένα, αιώνια και ανάλλακτα.
Τα ίδια ισχύουν και για τις άλλες φενάκες, τον λαό, την πατρίδα, την οικογένεια κτλ. Όλα αυτά τα νοητικά κατασκευάσματα αυτονομούνται, επιτυγχάνουν την αλλοτρίωση του εγώ, το κάνουν να θυσιάζεται για σκοπούς άλλους από τον δικό του. Στην αρχαία Αθήνα, για παράδειγμα, ο λαός, το σώμα των αθηναίων πολιτών, είχε αυτονομηθεί, με συνέπεια να καταπιέζεται και να μένει ανυπεράσπιστο το μεμονωμένο άτομο. Οι Αθηναίοι επινόησαν τον οστρακισμό, την αποπομπή των ανεπιθύμητων πολιτών, ακριβώς την εποχή που ο λαός απολάμβανε της μεγαλύτερης εκτίμησης. Θύμα αυτής της αυταπάτης έπεσε και ο ίδιος ο Σωκράτης, ο οποίος δεν άκουσε τις παραινέσεις των μαθητών του και δεν το έσκασε από τη φυλακή. Ήπιε το κώνειο, αποδεικνύοντας περίτρανα πως ήταν κορόιδο, θύμα της πιο συντριπτικής φαντασίωσης των ανθρώπων της εποχής του. (Εξίσου κορόιδο φάνηκε, κατά τον Στίρνερ, και ο Χριστός, που άφησε να τον σταυρώσουν, ενώ είχε ήδη πετύχει την ανατροπή του «εθνικού» ειδωλολατρικού κατεστημένου.)
Αντίθετα, ο «αντιουτοπιστής» μοναδικός δεν πιστεύει σε κανένα «πρέπει». Δεν πιστεύει στις ηθικές αξίες, στην ισότητα, στη δικαιοσύνη, στη φιλία, στην αγάπη, είτε υπό κάποια υπαρκτή μορφή τους είτε υπό κάποια ιδεατή. Δεν πιστεύει σε καμιά θεωρία που μιλά για δυνατότητα βελτίωσης του ανθρώπου, για πρόοδο του ανθρώπου ή για δυνατότητα έκφρασης της αληθινής φύσης του, αν γκρεμιστούν τα τείχη και σηκωθούν τα πέπλα που την καταστέλλουν και τη συσκοτίζουν. Οι κομουνιστικές ή αναρχικές ιδέες της κατάργησης της ιδιοκτησίας, της ίσης κατανομής του πλούτου και της καθαίρεσης του κράτους, που, αν πραγματωθούν, θα επιτρέψουν στους ανθρώπους να ζήσουν με αλληλεγγύη, ισότητα και ελευθερία, είναι γι’ αυτόν απάτες και παραπλανήσεις. Τόσο η «τυπική» ισότητα του φιλελευθερισμού (όπου όλα τα άτομα είναι «τυπικά» ίσα έναντι των νόμων, αλλά άνισα ως προς τον πλούτο και την εξουσία) είναι για τον Στίρνερ εξίσου κατακριτέα και απορριπτέα με την ιδέα της ουσιαστικής ισότητας, που θα προκύψει, κατά τους κομουνιστές και τους αναρχικούς, από την κατάργηση της ιδιοκτησίας, διότι και στις δύο περιπτώσεις εκείνο που θα κυριαρχήσει είναι μια «απρόσωπη» κοινωνία, με τους νόμους και την ηθική της, η οποία συνεπάγεται εξ ορισμού την εκμηδένιση της μοναδικότητας του εγώ, την εξαφάνισή του ως προσώπου. Ισότητα μεταξύ των ανθρώπων δεν μπορεί να υπάρξει, αφού αυτοί διαθέτουν (και θα διαθέτουν εσαεί) διαφορετική ποσότητα δύναμης. Η ελευθερία δεν μπορεί να νοηθεί μέσα σε κοινωνικά πλαίσια. Αυτό θα ήταν αντίφαση στους όρους. Κάθε μορφή κοινωνίας, φιλελεύθερη, κομουνιστική ή αναρχική, επιβάλλει στο άτομο όρια που το εμποδίσουν να αντιδράσει απέναντι στους άλλους όπως του αρέσει. Το σλόγκαν «η ελευθερία μου τελειώνει εκεί που αρχίζει η ελευθερία του άλλου» δείχνει εύγλωττα πως με κοινωνικούς όρους η ελευθερία είναι πάντα σχετική, ελευθερία μέσα στον περιορισμό, στην καθυπόταξη ή και στη δουλεία. Επομένως, καμιά πολιτική επανάσταση ή ανατροπή δεν μπορεί να «ελευθερώσει» τον άνθρωπο.
Τα παραπάνω δεν σημαίνουν όμως ότι ο μοναδικός είναι ερημίτης ή ασκητής. Συνάπτει σχέσεις (π.χ. φιλικές ή επαγγελματικές), ποτέ όμως δεν παραδίνεται σ’ αυτές, δεν αφήνει να τον ορίσουν, δεν θυσιάζει το συμφέρον του για χάρη τους. Ίσα ίσα, τις χρησιμοποιεί για το συμφέρον του. Οι σχέσεις του χαρακτηρίζονται από προσωρινότητα και διαρκή αμφισβήτηση, διότι μέριμνά του είναι να αξιολογεί τον εαυτό του με βάση την αποκλειστικότητά του και όχι τις σχέσεις του. Μπορεί να αγαπάει (φιλικά ή ερωτικά) κάποιον ή κάποιαν, απεχθάνεται όμως τη ρομαντική ή αλτρουιστική αγάπη, την παράδοση στον άλλο, τη θυσία δηλαδή του εαυτού του. Αγαπάει μόνο στο βαθμό που αυτό εξυπηρετεί τους δικούς του σκοπούς. Η ιδιοτέλεια είναι το μόνο πράγμα που υπάρχει, ακόμη και σ’ εκείνους που ισχυρίζονται πως είναι ανιδιοτελείς. (Κατά τον Στίρνερ, και αυτοί είναι εγωιστές, αλλά, για να το πούμε έτσι, ασύνειδοι.) Έννοιες όπως φιλανθρωπία, οίκτος, αλληλεγγύη εκφράζουν, κατά τον Στίρνερ, κλασικές μορφές αυτοαλλοτρίωσης και αυτοπροδοσίας.
Ο μοναδικός του Στίρνερ είναι λοιπόν ο απόλυτος μηδενιστής (οπτιμιστής μηδενιστής)-εγωιστής, ο οποίος βλέπει τον εαυτό του και τον κόσμο ως ιδιοκτησία του, ως κάτι που μπορεί να μπορεί να απολαύσει σπαταλώντας το, διαλύοντάς το, ζώντας το, χρησιμοποιώντας το όπως του αρέσει. Κι αυτό το κάνει μόνος του, δίχως να θέλει να το μοιραστεί με κανέναν άλλο. Τον ενδιαφέρει μόνον το παρόν και δεν ζει με ελπίδες για το μέλλον ούτε αναγνωρίζει κανέναν ανώτερο σκοπό ή προορισμό. Ο μοναδικός μπορεί λοιπόν να κινηθεί όπως επιθυμεί ή κρίνει, αφήνοντας και τους άλλους να κάνουν το ίδιο. Στόχος του δεν είναι η ανατροπή του κατεστημένου, του κράτους, της οικογένειας και των άλλων αλλοτριωτικών θεσμών, αλλά το ξεγέλασμά τους και η χρησιμοποίησή τους. Συνεπώς, ο μοναδικός μπορεί να είναι οτιδήποτε, τρομοκράτης, βομβιστής, κρατικός αξιωματούχος, άνθρωπος της θρησκείας κτλ., αν κρίνει και για όσο κρίνει ότι αυτό εξυπηρετεί καλύτερα την επιδίωξη της προσωπικής ευχαρίστησής του. Ξέρει τι είναι οι θεσμοί, αλλά δεν αφήνει να «τον πιάσουν κορόιδο». Αντίθετα, τους εξαπατά αυτός. Είναι ένας «προηγμένος» κυνικός.
Τι είναι όμως η ευχαρίστηση, οι επιθυμίες, τα συμφέροντα, η ελεύθερη θέληση του μοναδικού; Είναι πράγματα αυθύπαρκτα και αυτοκαθοριζόμενα; Και γιατί είναι η ηδονή κάτι αυτοφυές και αληθές, ενώ η παραγωγή αξιών και ιδανικών κάτι ετεροκαθοριζόμενο και ψευδές; Επιπλέον, δεν μπορεί να αντλείται ηδονή από οράματα ή ιδανικά; Γιατί είναι αυτοσκοπός η ηδονή; Ο Στίρνερ, αυτός ο μακρινός συγγενής του μαρκήσιου ντε Σαντ, εξετάζει ανεπαρκώς τα εύλογα αυτά ερωτήματα που σηματοδοτούν, μεταξύ άλλων, και τα όρια της σκέψης του, τα όρια του βιβλίου του, που εύστοχα χαρακτηρίστηκε «οδηγός επιβίωσης μέσα στον καπιταλισμό».
Όλα λοιπόν ξεκινούν από τον εαυτό και καταλήγουν σ’ αυτόν. Για τον Στίρνερ, το γενικό ερώτημα «τι είναι ο άνθρωπος;» δεν έχει καμιά απολύτως σημασία και πρέπει να αντικατασταθεί από το ερώτημα «ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος;». Ωστόσο, παρόλο που ο Στίρνερ δεν ιλιγγιά μπροστά στην απομόνωση, στο μηδέν, στο κενό που πρεσβεύει, αλλά θέλει αντίθετα να το «χαρεί», και παρόλο που πιστεύει ότι οι αλήθειες του είναι «σχετικές» και μη ανακοινώσιμες (τότε όμως γιατί έγραψε το βιβλίο του;), κάνει μια περίεργη υποχώρηση. Υποστηρίζει ότι, αφού η κοινωνία είναι κάτι ψευδές και καταπιεστικό, θα έπρεπε να αντικατασταθεί από τον «συνασπισμό» ή «ένωση» των εγωιστών, μοναδικών δηλαδή ατόμων, που θα συνέχιζαν όμως να αποβλέπουν, εντός της ένωσης, στην ικανοποίηση των προσωπικών επιθυμιών τους. Η ένωση αυτή θα ήταν βέβαια ένας «πόλεμος όλων εναντίον όλων», με σκοπό την αύξηση της δύναμης του καθένα σε βάρος, φυσικά, των άλλων. Τα ερωτήματα που εγείρονται αμέσως μετά την αλλόκοτη αυτή σύλληψη είναι πολλά και σπουδαία. Θα περιοριστώ να πω ότι πρώτος ο νεοεγελειανός Μόζες Ες κατηγόρησε τον Στίρνερ γι’ αυτήν τονίζοντας ότι όλες οι κοινωνίες μέχρι τώρα δεν ήταν παρά παρόμοιες «ενώσεις» ή «συνασπισμοί εγωιστών», που απέβλεπαν και κατέληγαν στην εκμετάλλευση των πολλών από τους λίγους. Ο Ες δεν έλαβε πάντως υπόψη του ότι ο συνασπισμός του Στίρνερ θα λάμβανε χώρα ανάμεσα σε «μοναδικούς», δηλαδή σε αποφενακισμένα άτομα, σε άτομα που θα είχαν προβεί προηγουμένως σε καθολική απομυθοποίηση των πάντων και θα είχαν απαλλαγεί από κάθε είδος αυταπάτης. Ίσως η ιδέα της ένωσης ή του συνασπισμού των εγωιστών ή μοναδικών να είναι τελικά ένα «αντίδοτο» που δίνει ο ίδιος ο Στίρνερ στον απόλυτο ατομικισμό και μηδενισμό του. Όσο κι αν ο συγγραφέας ισχυρίζεται το αντίθετο, ίσως ο «συνασπισμός των εγωιστών» να είναι ένα σκιώδες κοινωνικό πρόταγμα, κάτι που ξεφεύγει δηλαδή από το παρόν και κατοικοεδρεύει στο μέλλον.
Στη συνέχεια θα αναφερθώ σε κάποιους από τους υποτιθέμενους αντιπάλους και διαδόχους του Στίρνερ. Οι κριτικές που δέχτηκε ο Στίρνερ αμέσως μετά την εμφάνιση του «μοναδικού» του βιβλίου ήταν περισσότερες από τους επαίνους και προέρχονταν κυρίως από τους παλιούς του ομοϊδεάτες, τους εγελειανούς της αριστεράς, όπως τον Φόυερμπαχ, τον Ες και τον Μπάουερ. Την πιο δριμεία κριτική του άσκησαν όμως οι Μαρξ και Ένγκελς, το 1845-1846, με το βιβλίο τουςΗ γερμανική ιδεολογία, το οποίο πρωτοδημοσιεύτηκε όμως σε δύο φάσεις, το 1903-1904 και το 1932, και έμεινε συνεπώς για πάντα άγνωστο στον Στίρνερ. Σημειώνω ότι ο Ένγκελς έκανε για πολύ καιρό παρέα με τον Στίρνερ στο Βερολίνο, στην ομάδα Die Freien, και είναι αυτός που τον κατέταξε το 1886 με το ατυχές βιβλίο του Ο Λουδοβίκος Φόυερμπαχ και το τέλος της κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας, στην ίδια κατηγορία με τους αναρχικούς Μπακούνιν και Προυντόν.
Στηριζόμενοι στην πεποίθηση ότι ο εαυτός, η συνείδηση, η αυτοσυνειδησία είναι πράγματα κοινωνικά καθορισμένα και δεν μπορούν να εξεταστούν έξω από τα πλαίσια κάθε συγκεκριμένης εποχής και κοινωνικού περιβάλλοντος, ο Μαρξ και ο Ένγκελς κατηγορούν τον Στίρνερ ότι οι έννοιές του τού μοναδικού και της αυτοσυνειδησίας είναι κενές αφαιρέσεις, απλοϊκός υλισμός και συνάμα απενσαρκωμένος ιδεαλισμός. Τονίζουν ότι, παρόλο που απεχθάνεται το κράτος, δεν μπορεί να το γκρεμίσει, διότι η εξέγερσή του είναι καθαρά «κατ’ όνομα», πλασματική. (Παραβλέπουν όμως το γεγονός ότι ο Στίρνερ δεν θέλει να καταργήσει το κράτος αλλά να το «εξαπατήσει».) Απορρίπτουν επίσης την έννοια των μοναδικών για κάθε άνθρωπο συμφερόντων, των καθαρά ατομικών συμφερόντων (για αυτούς ο άνθρωπος είναι κοινωνικό ον, άρα υπάρχει πάντα, έστω και διαστρεβλωμένο, κάτι που θα μπορούσε να ονομαστεί «γενικό συμφέρον»). Υποστηρίζουν, βεβιασμένα και άστοχα είναι αλήθεια, ότι οι απόψεις του Στίρνερ για την ιδιοκτησία τον καθιστούν εκπρόσωπο των γερμανών μικροαστών, που μόνη τους λαχτάρα ήταν να γίνουν αστοί και να καρπωθούν τα προνόμια των τελευταίων. Τέλος, μέμφονται, ορθά από μια ορισμένη οπτική γωνία, τον Στίρνερ για το ότι ανάγει τελικά όλες τις ανθρώπινες σχέσεις σε σχέσεις ωφελιμισμού και εκμετάλλευσης.
Είναι φανερό πως άβυσσος χωρίζει τον Στίρνερ από τη μια και τους Μαρξ και Ένγκελς από την άλλη. Αρκούμαι εδώ να επισημάνω ότι ο Μαρξ και ο Ένγκελς αφήνονται να παρασυρθούν από την ούτως ή άλλως συζητήσιμη πεποίθησή τους ότι «δεν καθορίζει η συνείδηση τη ζωή, αλλά η ζωή τη συνείδηση» και βλέπουν τον μοναδικό του Στίρνερ ως μια απόπειρα πλήρους ανεξαρτητοποίησης του εγώ, του εαυτού, από τα κοινωνικο-ιστορικά δεδομένα. Ο Στίρνερ όμως αφήνει να εννοηθεί, υπόρρητα κατά τη γνώμη μου, ότι ο μοναδικός δεν είναι αλλά γίνεται. Γίνεται, όταν συνειδητοποιήσει και διώξει όλα τα φαντάσματα που τον κατατρύχουν (κοινωνία, θρησκεία, ανθρώπινη φυλή, κράτος, έθνος, τάξεις κτλ.), τα οποία δεν έχουν κατεβεί από κάπου σαν από μηχανής θεοί αλλά είναι, ασφαλώς, κοινωνικο-ιστορικά κατασκευάσματα. Μπορεί να μη θέλει να τα εξαλείψει, σίγουρα όμως θέλει να τα ξεπεράσει, «να ανεβεί ψηλότερα απ’ αυτά», όπως λέει ο ίδιος. (Εξ ου και η «μόνιμη» εξέγερσή του.). Επομένως, ο χαρακτηρισμός του Στίρνερ ως ενός είδους «αυτιστικού ιδεαλιστή» είναι ανεπιτυχής και μαρτυρεί τη σφοδρή επιθυμία του Μαρξ και του Ένγκελς να τελειώνουν μια για πάντα με μια πολύ προκλητική (έστω και προβληματική) σκέψη. (Αυτό φαίνεται και από τον τεράστιο αριθμό των σελίδων που αντιστοιχούν στη Γερμανική ιδεολογία στον «άγιο Μαξ», δηλαδή στον Στίρνερ.) Πάντως, η βασική διαφορά μεταξύ των τριών έγκειται στο ότι στη σύλληψη του Μαρξ και του Ένγκελς σχετικά με την πράξη μιας ανθρώπινης συλλογικότητας (ομάδας, κοινωνικής τάξης κτλ.), η οποία αφορά το σύνολο των ανθρώπινων όντων, αντιπαρατίθεται η σύλληψη του Στίρνερ σχετικά με τη «δημιουργικότητα» του καλλιτέχνη, ο οποίος πραγματώνει και εκφράζει μόνον τον εαυτό του.
Για να περάσω σε ένα άλλο ζήτημα, μια από τις πιο παράξενες και βεβιασμένες ταυτίσεις που έχουν γίνει είναι εκείνη του Στίρνερ με τους αναρχικούς. Η άποψη αυτή, που ανάγεται στον Ένγκελς και επαναλαμβάνεται αργότερα από τον αναρχικό ποιητή και βιογράφο του Στίρνερ Μακάυ, παγιώθηκε με τον χαρακτηρισμό του Στίρνερ ως αριστοκράτη ή ατομικιστή αναρχικού, μολονότι δεν κατέστη δυνατό να εντοπιστούν αναρχικοί στοχαστές άμεσα επηρεασμένοι από τις ιδέες του Στίρνερ. Οι μόνοι που ονοματίστηκαν «επίγονοι» του Στίρνερ ήταν ο αμερικανός αναρχικός Μπέντζαμιν Τάκερ, κάποιοι κύκλοι καλλιτεχνών και λογοτεχνών του «τέλους του αιώνα», ιδίως Γάλλοι, και τέλος ορισμένες «τρομοκρατικές» ομάδες αναρχικών που έδρασαν στη Γαλλία και στην Ιταλία τη δεκαετία του 1890, καθώς και διάφορες «γκανγκστερικές» συμμορίες της Αμερικής του 1920.
Οι «εκλεκτικές» αυτές συγγένειες είναι, κατά τη γνώμη μου, πολύ αμφίβολες. Ανυπόστατη ή στην καλύτερη περίπτωση εξαιρετικά χαλαρή φαίνεται για παράδειγμα η σύνδεση του Στίρνερ με τη δράση των αναρχικών «ντεσπεράντος», που ζούσαν εκτός νόμου, σαν μοναχικοί λύκοι, κάνοντας ένοπλες ληστείες, βάζοντας βόμβες και σκοτώνοντας εκπροσώπους του κατεστημένου. Θεωρητικά, ο Στίρνερ δεν θα είχε αντίρρηση για τις ένοπλες ληστείες, αφού αυτές θα ήταν απλώς ένα από τα «πρόσφορα» μέσα που θα μπορούσε να επιλέξει και να χρησιμοποιήσει κάποιος για να εξυπηρετήσει τα συμφέροντά του, θα έβρισκε όμως άνευ νοήματος τη σύγκρουση με το κατεστημένο με βόμβες ή δολοφονίες, είτε αυτές γίνονταν από αυτοτροφοδοτούμενο μίσος είτε με σκοπό να «αφυπνίσουν» τον κόσμο.
Από μια συγκεκριμένη οπτική γωνία, θα μπορούσε να πει κανείς ότι ο Στίρνερ μοιάζει με τους αναρχικούς στην απόρριψη κάθε καθαγιασμένης αυθεντίας (θρησκευτικής, πολιτικής ή ευρύτερα κοινωνικής), στην άρνηση του κράτους ως μέσου εδραίωσης της κοινωνικής τάξης και επιβολής του δικαίου στα μέλη του (ενός δικαίου που καθορίζει με αυστηρούς κανόνες και με τη βία την ατομικότητά τους και τη δράση τους) και στη μη παραδοχή των «αναπαλλοτρίωτων» δικαιωμάτων ιδιοκτησίας. Σε γενικές γραμμές όμως, οι αναρχικοί πιστεύουν ότι αν μέσω της επανάστασης συντριβεί το κράτος και οι ιδεολογικοί μηχανισμοί του, αν αρθούν οι ιδεολογικές αγκυλώσεις της θρησκείας και της παγιωμένης, αμετακίνητης ηθικής, καθώς και οι κοντόφθαλμες ιδεολογίες όπως π.χ. ο εθνικισμός, ο ρατσισμός και ο σεξισμός, αν τέλος καταργηθεί η ιδιοκτησία ως εργαλείο οικονομικής εκμετάλλευσης και κοινωνικής ανισότητας, οι άνθρωποι θα μπορέσουν να πραγματοποιήσουν δυνατότητες κρυμμένες ή φιμωμένες ώς εκείνη τη στιγμή και να χτίσουν μια κοινωνική οργάνωση δίχως αυθεντίες και διακυβέρνηση εκ των άνω, στηριγμένη στην αυτονομία, στην αλληλοβοήθεια και τη συνεργασία. Το πρόταγμα αυτό εμπεριέχει τις εξής πεποιθήσεις: α) ότι ο άνθρωπος είναι, όπως είπε ο Μπακούνιν, βαθύτατα κοινωνικό και συνάμα βαθύτατα ατομικό ον· β) ότι ο άνθρωπος έχει έμφυτη ηθική αίσθηση και αίσθηση δικαίου, οι οποίες μπορούν να αποτελέσουν έρεισμα της συνεργασίας και του αμοιβαίου σεβασμού, χωρίς βέβαια να εξαλείφονται ως διά μαγείας οι διαφορές και οι συγκρούσεις, και γ) ότι ο άνθρωπος μπορεί να πειστεί από το ίδιο του το λογικό και να το χρησιμοποιήσει έτσι ώστε να υλοποιήσει στην πράξη, να δώσει σάρκα και οστά στις ιδέες της ελευθερίας, της ισότητας και της δικαιοσύνης. Κατά τους αναρχικούς λοιπόν, ο άνθρωπος είναι ένα ον που διαθέτει δυνατότητα ριζικής βελτίωσης ή αναμόρφωσης του εαυτού του και του κόσμου (περφεξιονισμός).
Αντίθετα, ο μοναδικός του Στίρνερ δεν δέχεται την ύπαρξη μιας ιδεώδους ανθρώπινης φύσης, που απλώς δεν έχει πραγματωθεί ακόμα, ούτε την πιθανότητα για την επίτευξη κάποιας κοινωνικής αρμονίας. Περιφρονεί κάθε ηθική αρχή (είναι δηλαδή αμοραλιστής) και δεν πιστεύει στη συλλογική δράση ή στην επανάσταση. Θέλει απλώς να απαλλαχτεί από τις αλλοτριώσεις που του έχουν επιβάλλει και να «ζήσει τον εαυτό του», μόνος του, αν και ανάμεσα σε άλλους, εδώ και τώρα. Αμφισβητεί τα δικαιώματα ιδιοκτησίας μόνο και μόνο επειδή του απαγορεύουν να χρησιμοποιήσει ο ίδιος πράγματα που δεν του «ανήκουν». Επειδή όμως τα θέλει, θα χρησιμοποιήσει τη δύναμη που διαθέτει (κάθε μέσο που κρίνει λυσιτελές) για να τα αποκτήσει. Το ίδιο μπορούν να κάνουν και όλοι οι άλλοι. Ανάλογη με τη δύναμη του καθένα θα είναι και η ιδιοκτησία του. Γι’ αυτό ο Στίρνερ απορρίπτει την άποψη του Προυντόν ότι «η ιδιοκτησία είναι κλοπή». Ο μοναδικός είναι εξ ορισμού εγκληματίας. Επίσης, ο μοναδικός εχθρεύεται το κράτος, όχι επειδή αυτό βιάζει την αυτονομία του ατόμου, αλλά επειδή είναι απειλή για τα ιδιωτικά συμφέροντα του τελευταίου. Το κράτος ασκεί τη δύναμή του πάνω μου, αλλά και εγώ θα ασκήσω τη δική μου. Θα προσπαθήσω με κάθε τρόπο να εξαπατήσω το κράτος και να αποφύγω τους νόμους του. Επομένως, ο μοναδικός είναι ένας κυνικός ατομικιστής που πιστεύει μόνο στη δύναμη και στον ανταγωνισμό και προσβλέπει μόνο στην ικανοποίηση των συμφερόντων και των επιθυμιών του. (Υπενθυμίζω πάντως την αντίφαση που αντιπροσωπεύει η σύλληψη της ένωσης, του συνασπισμού των εγωιστών.). Τέλος, ο μοναδικός αρνείται ουσιαστικά την ελευθερία, την ισότητα και τη δικαιοσύνη, αφού βλέπει τους πάντες και τα πάντα σαν αντικείμενα προς ιδιοποίηση και αφού θεωρεί καθετί συλλογικό υπαρκτή ή δυνητική αλλοτρίωση για το «εγώ».
Είπα ήδη πως ο Μοναδικός του Στίρνερ ξαναπρόβαλε στον ορίζοντα όταν έγινε ευρέως γνωστό το έργο του Φρίντριχ Νίτσε και ιδίως το βιβλίο τουΈτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα, που γράφτηκε το 1883, σαράντα περίπου χρόνια μετά τον Μοναδικό. (Σημειώνω εν παρόδω πως στο ογκώδες έργο του Νίτσε δεν γίνεται καμιά μνεία στον Στίρνερ. Το μόνο που έχουμε στη διάθεσή μας σχετικά με κάποια ενδεχόμενη συγγένεια μεταξύ τους είναι δυο τρεις μαρτυρίες που λένε πως ο Νίτσε γνώριζε το έργο του Στίρνερ. Προσωπική μου γνώμη, την οποία δεν θα στηρίξω με επιχειρήματα τώρα, είναι ότι ο Νίτσε το γνώριζε.
Ο Νίτσε γεννήθηκε το 1844 και πέθανε το 1900 στη Γερμανία σε ηλικία 56 ετών. Σπούδασε φιλολογία, θεολογία και φιλοσοφία και εργάστηκε ως καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Βασιλείας για 6 χρόνια. Παραιτήθηκε από τη θέση του για λόγους υγείας (ο Νίτσε πέρασε όλη σχεδόν τη ζωή του άρρωστος) και, χάρη σε μια μικρή σύνταξη που κατόρθωσε να βγάλει, πέρασε δεκαπέντε χρόνια ως εργένης πλάνης, γράφοντας τα βιβλία του και αλλάζοντας συνεχώς τόπο διαμονής (μέρη που προτιμούσε ήταν η Ελβετία και ο «Νότος», δηλαδή η βόρεια Ιταλία και η νότια Γαλλία). Το 1888, σε ηλικία 44 ετών, είχε ήδη γράψει ένα τεράστιο έργο (15 πολυσέλιδοι τόμοι στην πιο πρόσφατη έκδοση των απάντων του). Τον ίδιο χρόνο εκδηλώθηκε η ψυχική νόσος που θα τον βύθιζε σε πνευματικό σκοτάδι για 11 ολόκληρα χρόνια, ώς τη στιγμή του θανάτου του.
Επιφανειακά, υπάρχουν ομοιότητες ανάμεσα στη σκέψη του Νίτσε και σ’ εκείνη του Στίρνερ. Τέτοιες είναι:
α) Η έμφαση στο υπάρχον άτομο, που πασχίζει εδώ και τώρα να «βγάλει άκρη» με την άμεση εμπειρία του. Η οργάνωση του χάους της άμεσης εμπειρίας είναι για τον Νίτσε «αισθητικό» φαινόμενο. Ο κόσμος δικαιώνεται μόνον ως αισθητικό φαινόμενο.
β) Ο άνθρωπος αναζητά διαρκώς την «αλήθεια», αυτή όμως είναι πάντα σχετική. Εκείνο που μετράει είναι συνεπώς η συνεχής αναζήτησή της, δηλαδή η μόνιμη άσκηση της κριτικής και της αμφισβήτησης σε όλες τις διαστάσεις και τις πτυχές τους.
γ) Η στροφή στον παρόντα κόσμο και συνεπώς η απόρριψη κάθε υπερβατικής, εξωκοσμικής ή αλλοκοσμικής ουσίας και λύσης. Για τον Νίτσε είναι απαράδεκτη κάθε μορφή θρησκείας και ανυπόστατη κάθε μορφή τέλειας, ιδεώδους και δυνάμενης να πραγματοποιηθεί στο μέλλον ανθρώπινης ουσίας και κοινότητας (σαν αυτές που πρεσβεύουν λ.χ. ο κομουνισμός ή ο αναρχισμός).
δ) Η εξονυχιστική εξέταση του ηθικού σύμπαντος, ο εντοπισμός και η καταγγελία των ηθικών συμβάσεων, κοινοτοπιών και αποκρύψεων. Για παράδειγμα, η ηθική αρχή του οίκτου μπορεί να είναι στην ουσία αυτοπροστασία και εκείνη της φιλανθρωπίας φιλαυτία, αγάπη για τον εαυτό.
ε) Η άρνηση κάθε θεσμισμένης αυθεντίας και, φυσικά, της ύψιστης μορφής της, του σύγχρονου κράτους.
στ) Η απολάκτιση ιδεολογιών και πραγματικοτήτων όπως ο φιλελευθερισμός, η αντιπροσωπευτική, κοινοβουλευτική δημοκρατία, ο εθνικισμός, ο φυλετισμός κτλ. αφενός επειδή τείνουν να αρνηθούν την ατομικότητα, να ομοιογενοποιήσουν τους ανθρώπους, να τους μετατρέψουν σε αγέλη, σε κοπάδι (αυτό κάνει κατά τον Νίτσε κάθε μορφή εξισωτισμού, κάθε θεωρία ότι όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι) και αφετέρου επειδή ανάγουν σε ύψιστες και καθοριστικές αρχές ιδιότητες που είναι απλά προσαρτήματα, όπως το χρώμα του δέρματος, το φύλο, η εθνικότητα, η ηλικία κτλ. (Ο Νίτσε ήταν υπέρμαχος μιας μορφής κοσμοπολιτισμού που καμιά σχέση δεν έχει φυσικά μ’ αυτό που είναι γνωστό σήμερα ως παγκοσμιοποίηση.)
ζ) Η ανάδειξη της δύναμης και της σύγκρουσης ως των μόνων πανταχού παρουσών και σίγουρων πραγματικοτήτων στη ζωή και στον κόσμο. (Θυμίζω ότι ο Στίρνερ υποστηρίζει ότι μόνον η δύναμη υπάρχει και η ζωή είναι ο «πόλεμος όλων εναντίον όλων».)
Περνώντας στη θεωρία του Νίτσε, θα ήθελα να τονίσω πως γι’ αυτόν η θέληση για δύναμη είναι η μόνη δύναμη πάνω στη γη, αυτή που κινεί όλα τα όντα και τα κάνει να αλληλοσυγκρούονται, να συνδυάζονται, να ενώνονται, να ανακατεύονται αέναα. Όπως λέει ο ίδιος στο Πέρα από το καλό και το κακό, «η ζωή είναι κατ’ ουσίαν ιδιοποίηση, παράβλαψη, καθυπόταξη του ξένου και του ανίσχυρου, καταπίεση, σκληρότητα, εκμετάλλευση… δηλαδή θέληση για δύναμη». Επειδή τα όντα δεν έχουν την ίδια δύναμη (δεν είναι ίσα), ο κόσμος είναι μια τάξη ιεραρχίας από το ανώτερο στο κατώτερο, μια τάξη όμως ρευστή και επιδεχόμενη συνεχείς αμφισβητήσεις και ανακατατάξεις. Στην κορυφή της πυραμίδας αυτών των θελήσεων για δύναμη βρίσκεται φυσικά ο άνθρωπος, ο οποίος έχει επιβάλλει και θα επιβάλλει πάντα την εξουσία του πάνω στη φύση και στους ομοίους του. Αυτό που διέπει τις ανθρώπινες σχέσεις είναι ο ανταγωνισμός (ο αρχαίος ελληνικόςαγών, αυτό που δεν άφηνε τον Θεμιστοκλή να κοιμηθεί όταν σκεφτόταν «το του Μιλτιάδου τρόπαιον»). Σας θυμίζω στο σημείο αυτό ότι ο Στίρνερ θεωρούσε τονοστρακισμό που λάμβανε χώρα στην αρχαία Αθήνα εκμηδένιση του ατόμου. Αντίθετα, ο Νίτσε υποστηρίζει ότι ο θεσμός του οστρακισμού ήταν θετικός: όταν ένα άτομο ξεπερνάει όλα τα άλλα, παραμερίζεται από την κοινότητα «προκειμένου να ξαναρχίσει το παιχνίδι των ανταγωνιζόμενων δυνάμεων». (Εδώ ίσως θα ήταν ενδιαφέρουσα μια σύγκριση με την ένωση, τον συνασπισμό των εγωιστών του Στίρνερ. Ίσως μέσα σ’ αυτόν τον «συνασπισμό» να κρύβεται η ιδεώδης μορφή αγώνος.)
Για τον Νίτσε, η πιο ισχυρή θέληση για δύναμη είναι η πιο πνευματική, δηλαδή εκείνη που χαρακτηρίζει τους «μεγάλους εφευρέτες καινούργιων αξιών» ή δημιουργούς. Τέτοιοι άνθρωποι προβαίνουν, μαζί με τους μαθητές/οπαδούς τους, σε καινούργιες αξιολογήσεις των ανθρώπινων αξιών, ιδεών και πραγμάτων και έτσι προτείνουν ένα καινούργιο «αγαθό» για την πλειονότητα των ανθρώπων (για τον λαό), αναπόσπαστο από έναν πίνακα «υπερνικήσεων», δηλαδή έναν πίνακα που περιέχει όλα εκείνα που πρέπει να ξεπεραστούν τη δεδομένη στιγμή. Οι δημιουργοί μπορούν να εκφράζουν μια «θετική» ή μια «αρνητική» θέληση για δύναμη. Θετική είναι κάθε θέληση για δύναμη που είναι καταφατική προς τη ζωή, που «ευλογεί τα πράγματα και τον άνθρωπο», και αρνητική κάθε θέληση για δύναμη που δεν σέβεται, δεν εκτιμά και δεν αναδεικνύει την αξία της ζωής. Για παράδειγμα, ο χριστιανισμός, η πανίσχυρη αυτή θρησκεία, υποτιμά και δυσφημεί τη ζωή και τον κόσμο εδώ κάτω εν ονόματι ενός «επέκεινα», ενός άλλου κόσμου τιμωρίας ή ανταμοιβής (κόλαση και παράδεισος). Με τις έννοιες της αμαρτίας και της τιμωρίας ταπεινώνει και κουτσουρεύει το ανθρώπινο σώμα και πνεύμα. Με τον χριστιανισμό ανεβαίνουν στην εξουσία οι αδύναμοι, οι αρνητές της ζωής. Ο Χριστός ήταν βέβαια ένας μεγάλος δημιουργός, εξέφρασε όμως την ηθική και επέβαλε την κυριαρχία των «αδύναμων», των «δούλων», δηλαδή των αρνητών της ζωής.
Μιλώντας για την εποχή του, την εποχή της Δύσης του 19ου αιώνα, ο Νίτσε υποστηρίζει πως είναι παρακμιακή, μηδενιστική, εποχή της κυριαρχίας των αδύναμων και της αρνητικής θέλησης για δύναμη. Το κοινωνικό πρόταγμά του (κι εδώ έγκειται μια από τις ουσιώδεις διαφορές του με τον Στίρνερ) είναι να επικρατήσει πάλι, όπως συνέβη πολλές φορές στην ιστορία, η θετική θέληση για δύναμη, η θέληση για δύναμη των δυνατών. (Το «πάλι» διασώζει ώς ένα βαθμό τον Νίτσε από την κατηγορία ότι προσβλέπει κι αυτός σε μια μελλοντική «τέλεια» κοινωνία.) Παρόλο που διατείνεται πως είναι αμοραλιστής και βρίσκεται «πέρα από το καλό και το κακό», θέλει την εγκαθίδρυση μιας καινούργιας ηθικής, που θα στηρίζεται στην επαναξιολόγηση όλων των δεδομένων μέχρι τώρα αξιών. Το ζητούμενο είναι να βρεθούν οι δημιουργοί, εκείνη η ελίτ που θα προωθήσει και θα επιβάλλει μέσα από ένα νικηφόρο αγώνα έναν τέτοιο σκοπό. Είναι ολοφάνερο ότι ο Νίτσε διαφοροποιείται ευθέως από οποιοδήποτε σοσιαλιστικό ή αναρχικό όραμα μιας μελλοντικής κοινωνίας, η οποία θα ερείδεται κυρίως στη συνεργασία και στην αλληλοβοήθεια ίσων ατόμων. Επιπλέον, ακόμη κι αν νικήσει η θετική θέληση για δύναμη, η κυριαρχία της δεν μπορεί παρά να είναι προσωρινή, όπως διδάσκει η νιτσεϊκή θεωρία της αιώνιας επιστροφής όλων των πραγμάτων –μια δυσνόητη και νεφελώδης θεωρία με την οποία δεν μπορώ να ασχοληθώ εδώ παραπάνω. Εξίσου διαφοροποιείται όμως ο Νίτσε και από τον Στίρνερ, εφόσον πιστεύει σε κάποια μορφή, έστω και αριστοκρατική, συλλογικής δράσης –πράγμα απαράδεκτο και αλλοτριωτικό για τον «Μοναδικό».
Επιγραμματικά, ο μηδενιστικός χαρακτήρας της σύγχρονης εποχής φαίνεται για τον Νίτσε α) από την κυριαρχία του κράτους και των ψεύτικων και παραπλανητικών ιδεωδών της ισότητας, της ελευθερίας και της δικαιοσύνης, καθώς και των γελοίων τυπικών ενσαρκώσεών τους (η ισότητα π.χ. δεν είναι παρά ισότητα έναντι του νόμου και στηρίζεται στην οικονομική και κοινωνική ανισότητα), β) από την κυριαρχία της θρησκείας και των πάσης φύσεως ασφυκτικών και αποστερητικών ιδεολογιών, γ) από την παντοδυναμία του πνεύματος του καπιταλισμού ή του «μικρέμπορου», όπως έλεγε ο ίδιος, με τις αξίες του τού πλουτισμού, της ακατάπαυστης και μηχανικής εργασίας, της επιβεβλημένης σχόλης, του ζωώδους καταναλωτισμού και ηδονισμού. Όλα τα παραπάνω σε καμιά περίπτωση όμως δεν αυτοαποκαλούνται «μηδενισμός», αλλά αυτοπαρουσιάζονται ως πρόοδος και συνεχής βελτίωση της ανθρώπινης κατάστασης. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι για τον Νίτσε αντιπροσωπεύουν τον «κρυφό», αλλά πανίσχυρο, μηδενισμό –αν και ο χαρακτηρισμός αυτός δεν είναι δικός του αλλά δικός μου. Στον «φανερό», τώρα, μηδενισμό ανήκουν όλες εκείνες οι ιδεολογίες και οι φιλοσοφίες που ισχυρίζονται απερίφραστα ότι τίποτε δεν αξίζει, ότι η ζωή είναι μια σειρά επαναλαμβανόμενων κύκλων δίχως νόημα, ότι όλα κανονίζονται, όπως έλεγε π.χ. ο γερμανός φιλόσοφος Άρτουρ Σοπενάουερ, από μια ανώτερη δύναμη, μια «θέληση», που θα μείνει για πάντα άγνωστη στον άνθρωπο και που συνεχώς εξαντικειμενικεύεται δημιουργώντας τις μορφές του υλικού και του πνευματικού κόσμου. Φαντάζομαι πως σ’ αυτήν την κατηγορία θα κατέτασσε ο Νίτσε και την κατά τα άλλα πολύ διαφορετική φιλοσοφία του Μαξ Στίρνερ και παρά τα κοινά στοιχεία που είχε μ’ αυτόν. Μολονότι ο Στίρνερ δεν δεχόταν καμιά υπερβατική αρχή (και προφανώς δεν θα δεχόταν πως μια παντοδύναμη εξωανθρώπινη θέληση σοπεναουερικού ή άλλου τύπου καθορίζει όπως αυτή θέλει τη ζωή των ανθρώπων), ο ατομικισμός και ο ηδονισμός του δεν θα μπορούσε να γίνει αποδεκτός από τον Νίτσε, τον αριστοκράτη φιλόσοφο της κατάφασης στη ζωή, τον υποστηρικτή της υπέρβασης και της επαναξιολόγησης όλων των αξιών, από τον ψυχολόγο που θέλει βέβαια να δρουν και να μην φιμώνονται τα ένστικτα και οι ενορμήσεις, αλλά που τονίζει παράλληλα πως αυτά μετουσιώνονται και πρέπει να μετουσιώνονται διοχετεύοντας την ενέργειά τους σε άλλης τάξης δημιουργήματα. (Σημειώνω εν παρόδω πως στην ιδέα αυτή –και όχι μόνον– στηρίχτηκε αργότερα ο Φρόυντ.)
Ο Νίτσε ζητά λοιπόν μια πνευματική επανάσταση που θα επιφέρει την κυριαρχία της θετικής θέλησης για δύναμη, την οποία αντιπροσωπεύουν οι «δυνατοί». Ωστόσο, τόσο αυτή η σύλληψη για την επανάσταση όσο και η θέληση για δύναμη και το δυαδικό σχήμα «κατάφαση στη ζωή» και «άρνηση της ζωής» παραμένουν για μένα εξαιρετικά προβληματικά, όπως άλλωστε και το αντιδιαφωτιστικό μένος του Νίτσε –με την παντελή απαξίωση της ισότητας, της ελευθερίας και της δικαιοσύνης. Είναι όμως αναπόφευκτο να ισοδυναμεί η δύναμη με την επιβολή της κυριαρχίας, δηλαδή την ανισότητα και την ανελευθερία; Με άλλα λόγια, γιατί να μη συμβαδίζει η διαφορά στη δύναμη με μια θεσμισμένηισότητα και ελευθερία; (Με τη λέξη δύναμη δεν εννοώ φυσικά καμιά μορφή κοινωνικής, οικονομικής κτλ. δύναμης.)
Στα δυσκολότατα αυτά ερωτήματα δεν θα αποπειραθώ να δώσω κάποια απάντηση τώρα. Αυτό που κρατώ πάντως από τους δύο μεγάλους στοχαστές που μας απασχόλησαν σήμερα, τον Στίρνερ και τον Νίτσε, είναι η συμβολή τους στην κριτική και την απομαγικοποίηση της δυτικής κοινωνίας, η άρνηση κάθε υπερβατικότητας, η απαράμιλλή τους ικανότητα να απομυθοποιούν πεποιθήσεις, ιδέες και αξίες παγιωμένες και ατράνταχτες για αιώνες και η επιμονή τους στην αναζήτηση της αλήθειας, έστω κι αν θεωρούν την τελευταία «σχετική». Αναζήτηση της αλήθειας σημαίνει όμως κριτική, αμφισβήτηση, διερώτηση, αποφενακισμός. Τα στοιχεία αυτά είναι για μένα οι κινητήριοι μοχλοί για μια καινούργια σύλληψη της ατομικότητας και της συλλογικότητας και για μια υπερκέραση της σημερινής παντοδυναμίας του μηδενισμού
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου