Δευτέρα 5 Ιανουαρίου 2015

Η ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ (1919) ΚΑΙ Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΤΟΥ ΣΠΑΡΤΑΚΟΥ

του Κ. Ρουσίτη / 5-1-2013


Το 1919 η Ευρώπη καταρρέει μετά από 4 χρόνια πολέμου κάτω από τα χτυπήματα της εξέγερσης.


Με το τέλος του Α’ Παγκοσμίου πολέμου ο ευρωπαϊκός καπιταλισμός βρέθηκε μπροστά στη θανάσιμη απειλή της σοσιαλιστικής επανάστασης. Στη Ρωσία οι εργάτες κατόρθωσαν να στήσουν τη δική τους εξουσία. Η σκυτάλη πέρασε στη γερμανική εργατική τάξη. Όμως, δυστυχώς, η επανάσταση στη Γερμανία ηττήθηκε ενώ οι ηρωικοί ηγέτες της δολοφονήθηκαν. Το κόκκινο ξέφωτο στη σμπαραλιασμένη και παρηκμασμένη καπιταλιστική Ευρώπη άρχισε, από την ήττα εκείνη, να υποχωρεί.


Το πολεμικό σφαγείο έφτανε στο τέλος του. Από τις αρχές του ΄18 προδιαγραφόταν η γερμανική ήττα. Εκατομμύρια φαντάροι και ναύτες, ο ανθός της γερμανική νεολαίας, έδωσαν τη ζωή τους σε έναν άδικο πόλεμο για τα συμφέροντα του πεινασμένου γερμανικού ιμπεριαλισμού και για τη ματωβαμμένη δυναστεία του πρωσικού μιλιταρισμού, τους Χοεντζόλερν.
Οι πολιτικές οργανώσεις στη Γερμανία

Το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (ΣΚ) ήταν για δεκαετίες ο μοναδικός εκφραστής της γερμανικής εργατικής τάξης. Στην πάροδο των ετών στο εσωτερικό του είχε αποκρυσταλλωθεί ένα φάσμα πολιτικών τάσεων, από την επανάσταση έως τον ρεφορμισμό. Όπως συνέβη και με ολόκληρη τη σοσιαλδημοκρατία της Δεύτερης Διεθνούς, το ξέσπασμα του πρώτου παγκόσμιου πολέμου το 1914 έκανε τις αντιφάσεις στο εσωτερικό του να εκραγούν, καθώς στο μεγαλύτερό μέρος της ηγεσίας του πέταξε στην άκρη τις διακηρύξεις για σοσιαλισμό και αγκάλιασε τον εθνικισμό και το μιλιταρισμό της δικής “της” πατρίδας. Το 1918, μετά από 4 χρόνια πολέμου το ΣΚ έχει εξαχρειωθεί εντελώς.

Η συστοίχιση του ΣΚ στην ουρά της αστικής τάξης συνιστούσε τη μεγαλύτερη προδοσία του σοσιαλισμού. Δεν ήταν ένα τυχαίο γεγονός. Στη Γερμανία, όπως και σε όλες τις ιμπεριαλιστικές χώρες, οι καπιταλιστές είχαν τη δυνατότητα να εξαγοράζουν ένα κομμάτι της εργατικής τάξης εκμεταλλευόμενοι τα συσσωρευμένα υπερκέρδη από την ιμπεριαλιστική ληστεία. Αυτή η «εργατική αριστοκρατία» με τους παχυλούς μισθούς, την εργασιακή σταθερότητα και διάφορα προνόμια κάθε τύπου, αποτελούσε τη δεξαμενή του μηχανισμού του ΣΚ και των συνδικάτων. Έτσι συνδικαλιστές ηγέτες, βουλευτές, υψηλόβαθμοι υπάλληλοι, με μια λέξη γραφειοκράτες «πάχαιναν την κοιλιά τους» με τα ψίχουλα που έπεφταν από το τραπέζι των αφεντικών. Ο φόβος και ο τρόμος των γραφειοκρατών ήταν η επανάσταση γιατί θα έβαζε σε κίνδυνο τη διατήρηση των προνομίων τους. Σ΄ αυτή τη βάση γεννήθηκε ο ρεφορμισμός. Οι σοσιαλδημοκράτες ηγέτες ήταν πολύ καλοί στο να αποκοιμίζουν τους εργάτες τάζοντάς τους το σοσιαλισμό στο μέλλον, αλλά -προς θεού- χωρίς επαναστάσεις, παρά μόνο διευρύνοντας σιγά- σιγά τις κατακτήσεις μέχρις ότου ο καπιταλισμός να μετασχηματιστεί σε σοσιαλισμό. Ωστόσο, ο παρηκμασμένος ιμπεριαλιστικός καπιταλισμός του 20ου αιώνα δεν επέτρεπε μια σταθερή διεύρυνση των εργατικών κατακτήσεων. Το ζήτημα του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας μπορούσε να τεθεί μόνο με τη βίαιη απόσπαση της εξουσίας από τα χέρια των καπιταλιστών και την κατάκτησή της από τους εργάτες, δηλ. μόνο από τη σοσιαλιστική επανάσταση.

Στους κόλπους του ΣΚ και σε όλη τη διάρκεια του πολέμου, ένα μειοψηφικό τμήμα εναντιώθηκε με τον έναν ή άλλο τρόπο ενάντια στον σωβινισμό και το ρεφορμισμό της ηγεσίας του. Η Ένωση Σπάρτακος δημιουργήθηκε τις αρχές του πολέμου σαν το αριστερό τμήμα του ΣΚ , παραμένοντας όμως οργανωτικά στους κόλπους του, σαν φράξια. Στην ίδρυση του Σπάρτακου πρωτοστάτησαν οι Καρλ Λήμπνεχτ, Ρόζα Λούξεμπουργκ, Λέο Γιόγκισες αλλά και ιστορικά στελέχη του ΣΚ σαν τους Κλάρα Τσέτκιν, Φραντς Μέρινγκ. Όλοι τους πολεμούσαν από τα αριστερά τις ρεφορμιστικές αντιλήψεις του ΣΚ, αναγνωρίζοντας την επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού σαν το μόνο δρόμο προς τη νίκη. Ο Σπάρτακος κράτησε διεθνιστικη στάση στο ζήτημα του πολέμου, υπερασπίζοντας τη διεθνιστική ενότητα των εργατών, καλώντας στη μετατροπή του πολέμου σε επανάσταση, ξεσκεπάζοντας τον άδικο ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα της σφαγής. Σε όλα τα μικρά και μεγάλα γεγονότα της ταξική πάλης οι σπαρτακιστές βρέθηκαν στη πρωτοπορία Σε απεργίες, οδομαχίες, αντιπολεμικές εκδηλώσεις παντού μπροστά.



Μια ακόμη μεγαλύτερη ομάδα στοιχήθηκε γύρω από τις πασιφιστικές θέσεις του Κάουτσκι, που αποτελούσε το κέντρο ανάμεσα στη δεξιά ηγεσία του ΣΚ και την αριστερά του Σπάρτακου. Το 1917 το ΣΚ διασπάστηκε και αποχώρησε το κέντρο και η αριστερά ιδρύοντας τοΑνεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (Ανεξάρτητοι). Σε αυτούς εντάχθηκε σαν φράξια και η ομάδα του Σπάρτακου. Το κόμμα αυτό ήταν τυπικό των διεργασιών στη γερμανική αριστερά. Ένα κόμμα τυπικά «κεντρίστικο», που παράδερνε ανάμεσα σε πολιτικές ταξικής συνεργασίας και κοινοβουλευτικών λύσεων, την ίδια ώρα που μιλούσε για την ανάγκη της επανάστασης. Μέσα στους κόλπους του μια δεξιά ηγεσία ελάχιστα πιο αριστερά από τη σοσιαλδημοκρατία, που προσπαθούσε να συνεννοηθεί πάντα με το ΣΚ (και τελικά επέστρεψε στο ΣΚ) και μια μαχητική βάση επαναστατών εργατών που προσανατολιζόταν προς τον Σπάρτακο (και ενοποιήθηκε τελικά με αυτόν στο μετέπειτα ΚΚ Γερμανίας).

Έξω από τους ανεξάρτητους υπήρχαν επίσης κάποιες μικρότερες ομάδες με αναφορά στην προλεταριακή επανάσταση. Οι σημαντικότερες ήταν η φιλομπολσεβίκικη Εργατική Πολιτική με δύναμη στη Βρέμη και το Αμβούργο και οι Εργοστασιακοί Αντιπρόσωποι, μια ομάδα επαναστατών συνδικαλιστών στο Βερολίνο με μάλλον μπλανκίστικες απόψεις.

Οι συνθήκες του πολέμου, η καταστολή αλλά και η έντονες πολιτικές μεταστροφές συνέτειναν σε μια σχετικά ασαφή οργανωτική οριοθέτηση αυτών των ομαδοποιήσεων. Θα μπορούσε ένας εργάτης να συνεργάζεται στο εργοστάσιο του με τους Εργ. Αντιπροσώπους, στη γειτονιά του με του Ανεξάρτητους και ταυτόχρονα να δηλώνει οπαδός του Λήμπκνεχτ και της Ρόζας.
Η επανάσταση του Νοέμβρη

Η άνοδος του εργατικού κινήματος κατά τη διάρκεια του πολέμου άρχισε να εκδηλώνεται ήδη από το 1917 με τη μορφή γερών απεργιών. Τότε παρουσιάστηκαν και τα πρώτα συμβούλια εργατών. Η Γερμανική αστική τάξη απαντά με σκλήρυνση της καταστολής, και φυλακίσεις των στελεχών της αριστεράς, την ίδια στιγμή που επιχειρεί μια “φιλελευθεροποίηση” του καθεστώτος.

Τον Οκτώβρη του 1918 πρωθυπουργός αναλαμβάνει ο πρίγκιπας Μαξ και σχηματίζει μια πλατιά κυβέρνηση στην οποία για πρώτη φορά μετέχει και το ΣΚ με τον Σάιντεμαν. Το ΣΚ δικαιολογεί την συμμετοχή του στην κυβέρνηση σαν “μια πράξη αναγκαία, καθώς ο λαός και η αυτοκρατορία βρίσκονται μπροστά στον μεγαλύτερο κίνδυνο”, όπως δήλωσε ο Νόσκε, αρχηγός του ΣΚ.

Ο κίνδυνος για τον οποίο μιλούσε ο Νόσκε ήταν η κατάρρευση του μετώπου και η διαγραφόμενη ήττα της Γερμανίας, αλλά και η κοινωνική δυσαρέσκεια στο εσωτερικό που σιγόβραζε. Τα δυο γεγονότα συνδυάζονταν με μεγάλη ταχύτητα στο δρόμο που οδηγούσε στην επανάσταση. Λίγες μόλις μέρες μετά το σχηματισμό της κυβέρνησης και η Βαλτική φλεγόταν. Οι ναύτες του γερμανικού στόλου στο Κίελο αρνούνται να αποπλεύσουν τα καράβια για μια ακόμη πολεμική επιχείρηση και στασιάζουν. Συγκροτούν συμβούλια και συγκρούονται με τις δυνάμεις καταστολής. Μέχρι τις 5 Νοέμβρίου το Κίελο έχει περάσει στην εξουσία των συμβουλίων εργατών και ναυτών. Η εξέγερση των ναυτών ήταν η σπίθα της επανάστασης. Την επόμενη ακολουθεί το Αμβούργο, και στις 7 Νοέμβρη η επανάσταση σαρώνει τις μεγάλες γερμανικές πόλεις. Παντού σχηματίζονταν συμβούλια εργατών και στρατιωτών που έπαιρναν τον έλεγχο όλων των μεγάλων πόλεων. Στις 9 η επανάσταση σαρώνει το Βερολίνο. Η κατάληψη των αστυνομικών τμημάτων και των στρατώνων από τους διαδηλωτές και ο εξοπλισμός τους είναι και το τέλος της δυναστείας των Χοετζόλερν: ο αυτοκράτορας παραιτείται, όταν οι επιτελείς του και η κυβέρνηση τον διαβεβαιούν ότι είναι αδύνατο να κατασταλεί η επανάσταση με τα όπλα.

Μέσα σε αυτό τον καταιγισμό των γεγονότων, η ηγεσία του ΣΚ φανερώνεται πολύ ευέλικτη και ικανή στο να εκτρέψει την επανάσταση και να σώσει τον γερμανικό καπιταλισμό. Αν και δεν είχε συμμετάσχει ούτε στο ελάχιστο στο επαναστατικό ξέσπασμα των μαζών, αν και συμμετείχε στην αυτοκρατορική κυβέρνηση όταν ξέσπασε η επανάσταση και έπαιξε έναν πυροσβεστικό ρόλο, ξαφνικά κάνει μια στροφή 180 μοιρών. Αμέσως μετά την παραίτηση του αυτοκράτορα, οι ηγέτες του ΣΚ Σάιντεμαν και Έμπερτ πείθουν τον πρωθυπουργό Μαξ να παραιτηθεί, και αμέσως ανακηρύσσουν στο Ράιχσταγκ την “Γερμανική Δημοκρατία”. Παράλληλα προτείνουν μια συμμαχία στους Ανεξάρτητους, οι οποίοι τη δέχονται. Διακηρύσσουν πως η εξουσία βρίσκεται στα χέρια των συμβουλίων των εργατών και των στρατιωτών τα οποία και καλούν να οργανώσουν σύντομα ένα πανεθνικό συνέδριο των συμβουλίων. Μέχρι τότε χρέη κυβέρνησης θα έχει ένα 6μελές όργανο που αποτελείται από 3 στελέχη του ΣΚ (Έμπερτ, Σάιντεμαν και Λάντσμπεργκ) και 3 των Ανεξάρτητων. Η 10η Νοέμβρη ξημερώνει με τον αυτοκράτορα να καταφεύγει στην Ολλανδία και την εξαμελής κυβέρνηση να κηρύσσει τη Γερμανική Δημοκρατία στο όνομα των συμβουλίων.




Τα συμβούλια των εργατών

Τα συμβούλια των εργατών και των στρατιωτών είναι ο φυσικός καρπός της επανάστασης. Είναι η προσπάθεια της εργατικής τάξης να πάρει τις τύχες στα χέρια της, να οργανωθεί και να λύσει η ίδια με τα όργανά της τα ζητήματα της επανάστασης. Ορθώνεται ενάντια στα όργανα (ή τα υπολείμματα οργάνων) της αστικής εξουσίας, της αστικής κυβέρνησης. Ανοίγει μια περίοδος “δυαδικής εξουσίας” όπου οι δυο εξουσίες, των συμβουλίων και της αστικής κυβέρνησης, μάχονται με ευθύ ή υπόγεια τρόπο για την τελική νίκη. Αυτή η κατάσταση μπορεί να παραταθεί για λίγο χρόνο. Είτε τα συμβούλια θα πάρουν στα χέρια τους την εξουσία της χώρας σαρώνοντας τους αστικούς θεσμούς και ανοίγοντας το δρόμο στη δικτατορία του προλεταριάτου, είτε η αστική εξουσία θα αναδιοργανωθεί και τσακίζοντας τα συμβούλια θα εγκαθιδρύσει τη δικτατορία της αστικής τάξης. Η περίοδος της δυαδικής εξουσίας, όπως έχουν δείξει όλες οι επαναστάσεις της ιστορίας είναι στην πραγματικότητα η περίοδος προετοιμασίας του εμφυλίου πολέμου.

Στην περίπτωση της Γερμανίας η ίδια η κυβέρνηση δεν ήταν παρά το προϊόν της επαναστατικής κατάστασης που είχε ανοίξει και τελικά της αδυναμίας της αστικής τάξης να την ελέγξει. Η σοσιαλδημοκρατία ανέλαβε συνειδητά αυτό το καθήκον, να υπερασπιστεί το καπιταλιστικό κράτος, για λογαριασμό των γερμανών καπιταλιστών. Το κατάφερε ακριβώς γιατί οι γερμανοί εργάτες ήταν γεμάτοι αυταπάτες για το ΣΚ και την κυβέρνηση Έμπερτ. Στα συμβούλια εργατών και στρατιωτών το ΣΚ είχε την πλειοψηφία. Σε μια κατάσταση επαναστατική, με τη συνείδηση να μεταβάλλεται με ταχύτατους ρυθμούς, οι συσχετισμοί στο εσωτερικό της εργατικής τάξης αλλάζουν με εκπληκτικούς ρυθμούς. Αλλά στη δεδομένη στιγμή, στα τέλη του Νοέμβρη τα συμβούλια στην πλειοψηφία τους στηρίζουν το ΣΚ. Αυτό έδωσε τη δυνατότητα στον Έμπερτ να υπερασπίζεται την καπιταλιστική τάξη μιλώντας στο όνομα των συμβουλίων. Αλλά επρόκειτο για μια ταχτική που δεν θα μπορούσε παρά να είναι βραχύβια. Οι καπιταλιστές και μαζί τους ο Έμπερτ ήθελαν να ξεφορτωθούν τα συμβούλια. Ο Έμπερτ ξεκίνησε μια πολιτική ειρηνικής, ομαλής, ανώδυνης εξαφάνισης των συμβουλίων μέσα από μια «δημοκρατική» κοινοβουλευτική μανούβρα, παρά τη βίαιη σύγκρουση με τους εργάτες και τους στρατιώτες.

Η αποθέωση των συμβουλίων

Τα επαναστατικά γεγονότα βρίσκουν τον Σπάρτακο ανέτοιμο. Η επανάσταση που άνοιξε τις φυλακές έβγαλε τους ηγέτες της αριστεράς και τους τοποθέτησε μπροστά σε ένα απίστευτο τοπίο. Σε μια Γερμανία των συμβουλίων με μια “προσωρινή” κυβέρνηση που αποτελείται από τρία μέλη του δεξιού ΣΚ (με το οποίο πριν ενάμισι χρόνο ήταν στο ίδιο κόμμα) και τρία μέλη των Ανεξάρτητων (με τους οποίους βρίσκονταν ήδη εκείνη τη στιγμή στο ίδιο κόμμα, έστω και ως φράξια. Μια κυβέρνηση όμως που είχε σκοπό ξεγελώντας τα συμβούλια να διασώσει τον γερμανικό καπιταλισμό. Οι σπαρτακιστές δεν είχαν καμιά αυταπάτη για τις προθέσεις και τη φύση αυτής της κυβέρνησης. Από την πρώτη στιγμή κατήγγειλαν τα σχέδια του Έμπερτ και διακήρυσσαν πως τελική νίκη της επανάστασης δεν μπορεί να είναι άλλη από το σοσιαλισμό. Σε αυτό το στόχο προσπάθησαν να προσανατολίσουν και να κινητοποιήσουν τους εργάτες με μια σειρά σωστών πολιτικών συνθημάτων: Καμιά εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση Έμπερτ. Ενίσχυση των συμβουλίων. Όλη η εξουσία στα συμβούλια. Εξοπλισμός του προλεταριάτου.

Τώρα όμως φαίνονταν τα αδιέξοδα των οργανωτικών επιλογών του Σπάρτακου ολόκληρη την προηγούμενη περίοδο, που παρά τις επαναστατικές του θέσεις αρνούνταν να σπάσει οργανωτικά από τη σοσιαλδημοκρατία και να δημιουργήσει ένα ανεξάρτητο κόμμα της εργατικής πρωτοπορίας. Αυτή η επιλογή που ακολουθούσε στο όνομα της ενότητας της εργατικής τάξης, ήταν η μεγάλη διαφορά των σπαρτακιστών με τους μπολσεβίκους όλο το προηγούμενο διάστημα. Τώρα, την ώρα της επανάστασης, η εργατική πρωτοπορία με μπροστάρηδες τους σπαρτακιστές είναι μεν σωστά προσανατολισμένη, αλλά εντελώς ανοργάνωτη, διαχυμένη μέσα στο σύνολο της εργατικής τάξης. Μιας εργατικής τάξης που έχει ακόμη πολύ ισχυρές αυταπάτες.

Στην πραγματικότητα ο Σπάρτακος είναι μια χαλαρή ομοσπονδία επαναστατών διασκορπισμένων μεταξύ τους με μια στοιχειώδη οργανωτική ενότητα. Το τεράστιο έργο του χτισίματος της οργάνωσης πέφτει στους ώμους ενός ικανότατου επαναστάτη, του Λέο Γιόγκισες. Αμέσως μετά την αποφυλάκισή του οργανώνει την έκδοση της “Ρότε Φάνε” (Κόκκινη Σημαία) που σταθερά και καθημερινά υπερασπίζει στους γερμανούς εργάτες την σοσιαλιστική επανάσταση και τη δικτατορία του προλεταριάτου. Βέβαια, ο Λήμπκνεχτ και η Ρόζα, είναι πασίγνωστοι και σεβαστοί στο γερμανικό προλεταριάτο. Ακόμη και μέσα από τη φυλακή, οι επαναστατικές τους τοποθετήσεις επηρέαζαν την τάξη. Έλειπε όμως το πολιτικό εκείνο όργανο που θα προσανατόλιζε σταθερά τους γερμανούς εργάτες ανάμεσα στα σκαμπανεβάσματα μιας συγκυρίας που εξελισσόταν με απίστευτη ταχύτητα. Η έκδοση της Ρότε Φάνε ήταν ένα τεράστιο πρώτο βήμα.

Στην οικοδόμηση της οργανωτικής δομής τα πράγματα είναι πιο δύσκολα. Το μεγαλύτερο εμπόδιο δεν ήταν η σύνδεση των σπαρτακιστών μεταξύ τους, αλλά το σπάσιμο των οργανωτικών δεσμών με τους Ανεξάρτητους, που στην τελική μετείχαν στην κυβέρνηση. Σε αυτό το κόμμα οι εξελίξεις επίσης έτρεχαν. Οι επαναστάτες εργάτες στη βάση του δυσανασχετούσαν με τις επιλογές της ηγεσίας του και τη συμμετοχή στην κυβέρνηση, αλλά η δυσαρέσκεια δεν μπορούσε να μετασχηματιστεί σε ξεκάθαρη πολιτική επιλογή και εξακολουθούσαν να βρίσκονται εγκλωβισμένοι στο ίδιο κόμμα. Άλλωστε δεν υπήρχε μια εναλλακτική πρόταση για να ακολουθήσουν, αφού και ο Σπάρτακος δεν αποχωρούσε από το κόμμα των Ανεξάρτητων.

Η εξέταση των γεγονότων της γερμανικής επανάστασης οδηγεί πριν από κάθε άλλο σε ένα συμπέρασμα: η οργάνωση της επαναστατικής πρωτοπορίας της τάξης ξεχωριστά από την υπόλοιπη τάξη σε ένα επαναστατικό κόμμα, είναι ο πρώτος όρος για την σοσιαλιστική επανάσταση. Μόνο έτσι είναι δυνατόν τις κρίσιμες στιγμές της επανάστασης η ξεχωριστή οργάνωση της επαναστατικής πρωτοπορίας να αποτελέσει φάρο και αναφορά και στα λιγότερο προχωρημένα κομμάτια της τάξης. Αυτό που με πολύ επιμονή κατάφεραν οι μπολσεβίκοι στη Ρωσία, αυτό που δεν μπόρεσαν να συνειδητοποιήσουν (ή μάλλον συνειδητοποίησαν πολύ αργά) οι σπαρτακιστές στη Γερμανία, αυτό βρίσκεται στη ρίζα της διαφορετικής μοίρας της επανάστασης στη Ρωσία και τη Γερμανία.

Η πίεση όμως της επανάστασης είναι τεράστια και οδηγεί τους σπαρτακιστές, καθυστερημένα στο ίδιο συμπέρασμα. Μετά από διεργασίες που κρατάν περίπου 1 μήνα, στο τέλος του Δεκέμβρη ιδρύουν το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας. Είναι όμως πια αργά.

Η αντεπανάσταση οργανώνεται

Ο επαναστατικός αναβρασμός διαρκεί ολόκληρο το Νοέμβρη και το Δεκέμβρη. Παρά τις εξαγγελίες της κυβέρνησης Έμπερτ για άμεση εφαρμογή 8ώρου, πολιτικές ελευθερίες και μέτρα κοινωνικής πολιτικής, οι απεργίες και οι διαδηλώσεις φουντώνουν σε όλη τη Γερμανία. Σε πολλές πόλεις οι ένοπλες φρουρές των συμβουλίων έχουν θέσει την πόλη στον έλεγχό τους.

Αλλά και η αντεπανάσταση δεν έχει παραδώσει τα όπλα. Μια κακοοργανωμένη απόπειρα πραξικοπήματος στο Βερολίνο στις 7 Δεκέμβρη αποτυγχάνει, μέσα από αιματηρές συγκρούσεις με τους εργάτες. Όλο το Δεκέμβρη ομάδες δεξιών σε συνεργασία συχνά με την αστυνομία, προκαλούν σε όλη τη χώρα. Συχνά οι προκλήσεις έχουν αιματηρή κατάληξη, αλλά αποτελούν (ή δείχνουν έτσι) μεμονωμένα επεισόδια. Ωστόσο, διατηρούν μια κατάσταση διαρκούς συναγερμού, η οποία επιτρέπει στην κυβέρνηση Έμπερτ να παρουσιάζεται σαν εγγυητής της τάξης και των κατακτήσεων της επανάστασης. Αλλά, φυσικά, οι ενέργειες της αντεπανάστασης ούτε ασυντόνιστες, ούτε μεμονωμένες είναι. Είναι τμήματα ενός οργανωμένου σχεδίου καταστολής και το επιτελείο του είναι η ίδια η κυβέρνηση του ΣΚ.

Το σχέδιο είναι απλό. Με το δόλωμα της δημοκρατίας θα τραβήξει το χαλί κάτω από τα πόδια των συμβουλίων, χωρίς να έρθει σε σύγκρουση μαζί τους και ροκανίζοντας διαρκώς τις κατακτήσεις τους. Με αυτό τον τρόπο στοχεύει να εξασφαλίσει την παθητικότητα της εργατικής τάξης την ώρα που θα επιχειρήσει να τσακίσει την πρωτοπορία της επανάστασης. Για το σκοπό αυτό ετοιμάζει μυστικά και σε συνεργασία με τη δεξιά αντίδραση, τα στρατιωτικά σώματα που θα στρέψει ενάντια στο Σπάρτακο.

Το συνέδριο των συμβουλίων

Στις 16 Δεκέμβρη συνέρχεται το πανεθνικό συνέδριο των συμβουλίων εργατών και στρατιωτών. Σε αυτό οι σοσιαλδημοκράτες έχουν την πλειοψηφία και οι Ανεξάρτητοι με τους Σπαρτακιστές βρίσκονται στη μειοψηφία. Οι σπαρτακιστές από το βήμα του συνεδρίου καταγγέλλουν τις ραδιουργίες της κυβέρνησης Έμπερτ. Οι Ανεξάρτητοι αντανακλώντας τις πιέσεις της επαναστατικής τους βάσης διακηρύσσουν αγώνα μέχρι το σοσιαλισμό. Αλλά η σοσιαλδημοκρατική πλειοψηφία σκέφτεται αλλιώς. Το συνέδριο υιοθετεί ένα ψήφισμα με το οποίο στην πραγματικότητα αυτοκαταργείται. Μεταβιβάζει όλες της εξουσίες στην “προσωρινή κυβέρνηση” μέχρι να διενεργηθούν εκλογές οι οποίες έχουν οριστεί για τις 19 Γενάρη του 1919. Μια σειρά από επαναστατικές θέσεις πάνω σε διάφορα ζητήματα που ψηφίζει το συνέδριο έχουν συμβολική σημασία. Όλες θα μείνουν κενό γράμμα, αφού το κεντρικό ζήτημα, το ζήτημα της εξουσίας, έχει ήδη λυθεί.

Τα γεγονότα της γερμανικής επανάστασης αποτελούν την πιο αποστομωτική απάντηση της ιστορίας για μια τάση μέσα στην αριστερά, τον “συμβουλιακό κομμουνισμό”. Μια τάση που θεωρεί πως τα εργατικά συμβούλια “μακρία από τα κόμματα” μπορούν να φέρουν σε πέρας το έργο της σοσιαλιστικής επανάστασης. Γι’ αυτούς το κόμμα, όχι μόνο περνά σε δεύτερη μοίρα, αλλά είναι και παντελώς αχρείαστο. Μπορεί να υποκατασταθεί από τα συμβούλια τα οποία και θεωρούν σαν το μοναδικό μοχλό της επανάστασης. Αρνούμενοι την αναγκαιότητα του καθοδηγητικού ρόλου του κόμματος της επαναστατικής πρωτοπορίας φετιχοποιούν κάποια υποτιθέμενη “επαναστατική αυτάρκεια” των συμβουλίων.

Όμως τα συμβούλια δεν είναι παρά μια μορφή που παίρνει το ενιαίο μέτωπο των εργατών. Πιο συγκεκριμένα: “Το σοβιέτ” έλεγε ο Τρότσκι, “είναι η ανώτερη μορφή ενιαίου μετώπου μέσα στις συνθήκες όπου το προλετάριο μπαίνει στην εποχή της πάλης για εξουσία… μονάχο του, δεν κρύβει καμιά θαυματουργή δύναμη. Είναι απλώς η ταξική έκφραση του προλεταριάτου με όλες τις δυνατές και όλες τις αδύνατες πλευρές του.” (Τρότσκι, Και Τώρα; σελ. 80)

Οι μαρξιστές αντικρίζουμε τα συμβούλια (όπως και τα συνδικάτα άλλωστε) σαν αυτό που είναι και τίποτα παραπάνω ή λιγότερο. Είναι όργανα χρήσιμα γιατί συνενώνουν τη δράση όλων των καταπιεσμένων, ανεξάρτητα από το επίπεδο της πολιτικής τους συνείδησης, στην προσπάθεια να πάρουν τη ζωή στα χέρια τους. Επαναστατική ορμή στα συμβούλια μπορεί να δοθεί μόνο από την παρέμβαση των επαναστατών. Μόνο τότε τα συμβούλια θα ανταποκριθούν στον πελώριο ρόλο τους ως όργανα της σοσιαλιστικής επανάστασης όταν καθοδηγούνται από ένα κόμμα της επαναστατικής ταξικής μειοψηφίας.

Βαδίζοντας προς τον εμφύλιο

Αμέσως μετά το συνέδριο των συμβουλίων στις 21 Δεκέμβρη, η κυβέρνηση αρχίζει να ετοιμάζει το στρατιωτικό χτύπημα στην πρωτοπορία. Λίγες μέρες νωρίτερα είχε κάνει μια έκκληση για τη σύσταση εθνικής φρουράς και την παράδοση των όπλων όλων των εργατικών φρουρών που είχαν εμφανιστεί με την επανάσταση. Μια έκκληση που δεν εισακούστηκε, όσον αφορά την παράδοση των όπλων, αλλά έβαλε τις βάσεις για να οργανωθούν στα πλαίσια της εθνικής φρουράς τα “Φράικορπς” (ελεύθερα σώματα) που θα εξοπλίζονταν ενάντια στην επανάσταση. Τα στελεχώνει με απόστρατους ακροδεξιούς αξιωματικούς που στρατολογούν από το κατακάθι της κοινωνίας. Την ευθύνη και το συντονισμό τους ανέλαβε ο σοσιαλδημοκράτης υπουργός Νόσκε για να κλείσει έτσι τον αντεπαναστατικό κύκλο του ρεφορμισμού με τη βίαιη καταστολή της επανάστασης.

Η αφορμή είχε να κάνει με τον αφοπλισμό και ξεκίνησε με την κινητοποίηση των ναυτών στο Βερολίνο. Μια στρατιωτική μονάδα από τις πιο επαναστατικές, που επηρεαζόταν ανοιχτά από το Σπάρτακο, και έχει καταλάβει από την αρχή της επανάστασης το Κάστρο της πόλης. Με αφορμή μια διαδήλωση που έκαναν για την καταβολή των μισθών τους 2 μέρες μετά τη λήξη του συνεδρίου, η κυβέρνηση στέλνει στρατιωτικές μονάδες για να τους καταστείλει και να ανακαταλάβει το Κάστρο. Μετά από μια σκληρή σύγκρουση και βομβαρδισμό του Κάστρου, η κυβέρνηση υποχωρεί. Η επανάσταση είναι ακόμη δυνατή. Όμως, αυτή η σύγκρουση είναι μια πρώτη πρόβα. Έχει καθοριστεί το πεδίο, το Βερολίνο, το οποίο η κυβέρνηση κυκλώνει με τα Φράικορπς.

Η ίδρυση του ΚΚΓ στις φλόγες τις επανάστασης

Το Βερολίνο έχει γίνει το επίκεντρο των διεργασιών της γερμανικής αριστεράς που επαναστατικοποιείται με απίστευτη ταχύτητα. Είναι το καζάνι της επανάστασης. Οι ομάδα των Εργατικών Αντιπροσώπων πιέζει τους Ανεξάρτητους να αποχωρήσουν από την κυβέρνηση. Στο Βερολίνο βρίσκεται το πιο αριστερό τμήμα του κόμματος των Ανεξάρτητων που πιέζει κι αυτό με τη σειρά του. Στο επίκεντρο αυτών των διεργασιών βρίσκεται ο Σπάρτακος. Πράγματι, υπό την πίεση της καταστολής των ναυτών στις 29 Δεκέμβρη το κόμμα των Ανεξάρτητων αποχωρεί από την κυβέρνηση. Χαρακτηριστικό είναι ότι την αποχώρηση ανακοινώνει ένας από τους αριστερούς ηγέτες των ανεξάρτητων ο Λέντεμπουρ, μιλώντας στην κηδεία των ναυτών.

Την ίδια εκείνη μέρα, στο Βερολίνο επίσης, πραγματοποιείται η ρήξη των Σπαρτακιστών με το κόμμα των Ανεξάρτητων και ιδρύεται το ΚΚ Γερμανίας. Στην ίδρυση του ΚΚ ενώνεται η οργάνωση Εργατική Πολιτική, ενώ πολύ κοντά του βρίσκονται και οι Εργ. Αντιπρόσωποι. Εκεί, με εισήγηση της Ρόζας ψηφίζεται και το πρόγραμμα του κόμματος, ένα ιστορικό κείμενο που αποτύπωνε ξεκάθαρα τους στόχους των κομμουνιστών μέσα στην επανάσταση.

Όμως, μέσα στο καμίνι της επανάστασης, το ιδρυτικό συνέδριο του ΚΚΓ, δεν εκτίμησε σωστά την κατάσταση. Οι εργασίες αναλώθηκαν σε μεγάλο βαθμό στη συζήτηση για τη συμμετοχή ή όχι του κόμματος στις επερχόμενες εκλογές σε δυο βδομάδες. Παρά την αντίθετη εισήγηση της Ρόζας και του Λήμπκνεχτ το συνέδριο αποφασίζει να καλέσει σε μποϋκοτάζ των εκλογών, υποτιμώντας τις σοβαρές αυταπάτες της γερμανικής εργατικής τάξης. Αλλά το βασικότερο πρόβλημα ήταν αλλού. Το συνέδριο δεν απασχολήθηκε ούτε στο ελάχιστο με την αντεπανάσταση που είχε κάνει φανερό πως οργανώνεται με ταχύτητα. Δεν ασχολήθηκε καθόλου με το σκέλος της στρατιωτικής αντιπαράθεσης, δεν κατέληξε σε κανένα καθήκον απέναντι στον εμφύλιο πόλεμο που ετοίμαζε η κυβέρνηση Έμπερτ. Κι όμως δεν υπήρχε ούτε στιγμή για αναβολή. Την επόμενη κι όλας μέρα μετά το τέλος του συνεδρίου (και θορυβημένη από την ταχύτατη συγκρότηση της επαναστατικής πτέρυγας) η κυβέρνηση πέρασε στην επίθεση που προετοίμαζε τόσο καιρό.

Ο λόγος για αυτή την αδράνεια πρέπει να ανιχνευτεί στις ίδιες τις αντιλήψεις των γερμανών κομμουνιστών για την οργάνωση του κόμματος της πρωτοπορίας. Υπερτιμώντας την αυθόρμητη κινητοποίηση των μαζών, υπερεκτιμώντας τα όρια δράσης του αυθόρμητου, ουσιαστικά άφηναν από το πεδίο σκέψης τους μια σειρά καθήκοντα που πρέπει να επωμιστεί η ίδια η πρωτοπορία, συνειδητά και μεθοδευμένα. Αν η επανάσταση είναι στη βάση της “αυθόρμητη” και “στοιχειακή” ή επιτυχή της έκβαση δεν μπορεί να είναι τέτοια. Προϋποθέτει το κομμάτι της οργάνωσης της επανάστασης, της “τέχνης της εξέγερσης”, που μόνο η πιο συνειδητοποιημένη πρωτοπορία της τάξης μπορεί να φέρει σε πέρας, θέτοντας ξεκάθαρους στόχους στους επαναστατημένους εργάτες. Αυτό δεν έχει τίποτα το αυθόρμητο, αλλά είναι μια εντελώς συνειδητή απόφαση που μόνο ένα επαναστατικό κόμμα μπορεί να υλοποιήσει. Η πραγματικότητα έφερε αντιμέτωπους τους Σπαρτακιστές με αυτή την αλήθεια, την επόμενη μέρα του συνεδρίου χωρίς οι ίδιοι να έχουν προετοιμαστεί για αυτό.

Η εξέγερση του Βερολίνου

Η κυβέρνηση Έμπερτ απάντησε ταχύτατα. Στην 1η Γενάρη αφόπλισε στη Βρέμη το επονομαζόμενο “κόκκινο σύνταγμα”, το πιο αριστερό στρατιωτικό σώμα της επανάστασης. Η Βρέμη ήταν το κάστρο της φιλομπολσεβίκικης οργάνωσης Εργ. Πολιτική που τώρα είχε συγχωνευτεί στο ΚΚΓ. Την επόμενη μέρα ζήτησε την παραίτηση του Άινχορν, του διευθυντή της “κόκκινης φρουράς” του Βερολίνου. Η επιλογή δεν ήταν τυχαία: Ο Άινχορν, ήταν από τα πιο αριστερά στελέχη του κόμματος των Ανεξάρτητων και μια επαναστατική προσωπικότητα που έχαιρε την εκτίμηση συνολικά της αριστεράς. Πέρα από το πρόσωπο όμως κρυβόταν η δυνατότητα της κυβέρνησης να αντικαθιστά με μια διαταγή τους ανθρώπους που είχαν εκλέξει και αναδείξει τα συμβούλια. Με αυτό ακριβώς το σκεπτικό, ότι το συμβούλιο του Βερολίνου τον διόρισε σε αυτή τη θέση και μόνο αυτό μπορεί να τον καθαιρέσει και όχι η κυβέρνηση, ο Άινχορν αρνήθηκε να παραιτηθεί. Το βράδυ στις 4 Γενάρη οι Ανεξάρτητοι του Βερολίνου, οι Εργ. Αντιπρόσωποι και το ΚΚΓ με μια κοινή ανακοίνωση καλούν σε διαδήλωση ενάντια στην καθαίρεση του Άινχορν. Η διαδήλωση στις 5 Γενάρη είναι τεράστια. Συλλαμβάνει τον σοσιαλδημοκράτη αντικαταστάτη του Άινχορν και καταλαμβάνει τα κτήρια των σοσιαλδημοκρατικών εφημερίδων. Η εξέγερση έχει αρχίσει. Οι τρεις οργανώσεις συμφωνούν στο σχηματισμό μιας επαναστατικής επιτροπής που αποτελείται από τον Λέντεμπουρ (Ανεξάρτητοι) τον Σόλτσε (Εργ. Αντιπρόσωποι) και τον Λήμπκνεχτ (ΚΚΓ). Η επιτροπή κηρύσσει γενική απεργία και ζητά την παραίτηση της κυβέρνησης του Έμπερτ.

Οι σοσιαλδημοκράτες, αν και προετοίμαζαν συστηματικά αυτή την αντιπαράθεση, ξαφνιάστηκαν μπροστά στο μέγεθος της αντίστασης. Τις κρίσιμες μέρες 5 και 6 Γενάρη η κυβέρνηση στεκόταν ανήμπορη και σαστισμένη. Ο Νόσκε επέμεινε στην εμφυλιοπολεμική εκκαθάριση με μια φράση που έμεινε παροιμιώδης: “Δεν φοβάμαι να αναλάβω τις ευθύνες. Κάποιος πρέπει να παίξει το ρόλο του μαντρόσκυλου”. Τα φράικορπς άλλωστε ήταν έτοιμα γύρω από το Βερολίνο.

Tο πρόβλημα της ηγεσίας

Τα γεγονότα τρέχουν με τέτοια ταχύτητα που ο Σπάρτακος δυσκολεύεται να τα παρακολουθήσει. Η Ρόζα βλέπει καθαρότερα από κάθε άλλον τα πράγματα. Θεωρεί την εξέγερση πρόωρη. Η τάξη ακόμη έχει σοβαρές αυταπάτες και δεν έχει σπάσει από το ΣΚ. Η συμβουλή προς τους επαναστατημένους εργάτες του Βερολίνου ήταν να αυτοσυγκρατηθούν. (Παρενθετικά να πούμε ότι την ίδια ακριβώς συμβουλή έδωσαν στους Σπαρατακιστές και οι μπολσεβίκοι. Την περίοδο εκείνη βρισκόταν στη Γερμανία ο Ράντεκ εντεταλμένος των μπολσεβίκων, καλός γνώστης της ταξικής πάλης στην κεντρική Ευρώπη, που έβλεπε στην εξέγερση του Βερολίνου μια επανάληψη του ρώσικου Ιούλη. Τον Ιούλη του 17 οι μπολσεβίκοι προσπάθησαν και κατάφεραν να συγκρατήσουν τις εργατικές μάζες από μια εξέγερση που θεώρησαν πρόωρη).

Η Ρόζα παρομοίως είχε την ίδια αντίληψη, αλλά επιπλέον και τη γνώση της αδυναμίας του Σπάρτακου. Ο Σπάρτακος με την οργανωτική δομή που είχε μέχρι πριν λίγες μόνο μέρες, ως φράξια στους σοσιαλδημοκράτες, δεν είχε την άμεση επαφή με τις μάζες, τη δοκιμασμένη διακριτότητα της πολιτικής που είχαν οι μπολσεβίκοι. Ένα κάλεσμα για “αυτοσυγκράτηση” θα έπεφτε στο κενό. Πολύ περισσότερο, που οι ίδιοι οι Σπαρτακιστές και ο αδιαφιλονίκητος ηγέτης τους ο Λήμπκνεχτ είχαν εμπλακεί στην περιπέτεια. Έχοντας επίγνωση αυτής της κατάστασης η Ρόζα αντιμετώπισε την εξέγερση σαν ένα εξαιρετικά παράτολμο εγχείρημα, με περισσότερες πιθανότητες αποτυχίας παρά επιτυχίας, το οποίο ωστόσο, αφού δεν μπορούσε να το αποτρέψει αποφάσισε να το παίξει. Για τη Ρόζα ήταν αδιανόητο να αφεθούν μόνοι τους οι επαναστατημένοι βερολινέζοι εργάτες και ο Σπάρτακος να κάθεται στη γωνία παριστάνοντας την Κασάνδρα. Σε αυτό το ρίσκο προσπάθησε να διατυπώσει τις θετικές προοπτικές. Μια εξέγερση στο Βερολίνο, στο βαθμό που νικούσε, μπορούσε να λειτουργήσει σαν πυροκροτητής σε μια Γερμανία που αν και πιο καθυστερημένη, ωστόσο έβραζε. Άλλωστε, στις αρχές του 19 συνολικά η κεντρική Ευρώπη βρισκόταν σε αναβρασμό. Η Αυστρία, η Ουγγαρία, η Σλοβακία, παντού ξέσπαγε η πυρκαγιά της επανάστασης. Η Σοβιετική Ρωσία στεκόταν φάρος άσβεστος. Μια νίκη της επανάστασης στο Βερολίνο θα μπορούσε να είναι το προανάκρουσμα της γερμανικής σοσιαλιστικής επανάστασης. Όμως, η Ρόζα έβαζε έναν όρο στους επαναστατημένους βερολινέζους εργάτες: αν αποφασίσουν να πάρουν αυτό το (άκαιρο) ρίσκο θα πρέπει να είναι αποφασιστικοί μέχρι το τέλος. Η επαναστατική τόλμη είναι ο μόνος δρόμος για τη νίκη. Όλα αυτά τα συμπεράσματα, αυτές τις προοπτικές της εξέγερσης η Ρόζα τα έγραφε στη Ρότε Φάνε αυτές τις κρίσιμες μέρες του Γενάρη, τα εξηγούσε στους συντρόφους της στο Σπάρτακο.

Πραγματικά μόνο η τόλμη μπορούσε να στέψει με επιτυχία αυτό το παράτολμο εγχείρημα. Ο ίδιος ο Νόσκε στα απομνημονεύματά του έγραψε αργότερα: “Αν το πλήθος είχε αρχηγούς αποφασισμένους, που ήξεραν τι ήθελαν, αντί να έχει καλούς ρήτορες, θα είχε γίνει κυρίαρχο του Βερολίνου εκείνη τη μέρα, γύρω στο μεσημέρι”.

Η κατάσταση όμως ήταν διαφορετική. Η οργάνωση των Εργ. Αντιπροσώπων, αυτοί που αρνούνταν την αναγκαιότητα του κόμματος πιστεύοντας ότι η επανάσταση θα είναι αποτέλεσμα μιας επιτυχημένης συνομωσίας της ίδιας της ομάδας τους, αυτοί στάθηκαν την ώρα της εξέγερσης ανίκανοι να καθοδηγήσουν τους επαναστατημένους εργάτες σε κάτι περισσότερο από ότι οι ίδιοι οι εργάτες έκαναν, την κατάληψη των κτιρίων κάποιων εφημερίδων. Στο στρατιωτικό επίπεδο της αντιπαράθεσης φάνηκαν εξίσου ανέτοιμοι όσο και οποιοσδήποτε άλλος. Οι Ανεξάρτητοι από την άλλη (μην ξεχνάμε ότι μόλις πριν μια βδομάδα αποχώρησαν από την κυβέρνηση) μετά την πρώτη έκρηξη προσπάθησαν και ήρθαν σε διαπραγματεύσεις με τους σοσιαλδημοκράτες για την εκτόνωση της κατάστασης. Μάταια η Ρόζα από τη Ρότε Φάνε καυτηρίαζε τους δισταγμούς της ηγεσίας της εξέγερσης.



Άλλωστε ο ίδιος ο Λήμπκνεχτ, ο αδιαφιλονίκητος ηγέτης τoυ Σπάρτακου δεν μετείχε ισότιμα στην επαναστατική επιτροπή που καθοδηγούσε την εξέγερση; Ο Σπάρτακος βρέθηκε εγκλωβισμένος, να τραβά μέχρι τέλους μια εξέγερση που δεν ήθελε, που θεωρούσε πρόωρη και που τελικά δεν μπορούσε να καθοδηγήσει. Και καταποντίστηκε μαζί με αυτή.

Οι αιματηρές μάχες ανάμεσα στους εξεγερμένους και στα φράικορπς είναι λυσσαλέες, αλλά μέρα με τη μέρα η ζυγαριά γέρνει προς την πλευρά της αντεπανάστασης.

Ανοργάνωτη όπως είναι, η επανάσταση υποχωρεί σιγά – σιγά μπροστά στην αντεπαναστατική θηριωδία. Στις 14 Γενάρη έχει ολοκληρωτικά εξαφανιστεί και η τελευταία εστία αντίστασης. Την επομένη ο Καρλ Λήμπκνεχτ και η Ρόζα δολοφονούνται. Έτσι κλείνει μέσα σε λουτρό αίματος αυτό που στην ιστορία έμεινε σαν τραγική ειρωνεία «εξέγερση του Σπάρτακου».

Η τάξη επικρατεί στο Βερολίνο

Στην καταστολή της εξέγερσης η αντεπανάσταση οργίασε. Ο αντίκτυπος της δολοφονίας της Ρόζας και του Λήμπκνεχτ ήταν τεράστιος. Ακριβώς την παραμονή της δολοφονίας τους, ακριβώς την ημέρα που έπεφτε και το τελευταίο οδόφραγμα, οι δυο μεγάλοι επαναστάτες άφηναν από τη Ρότε Φάνε την παρακαταθήκη στις επερχόμενες γενιές επαναστατών.

“Πως παρουσιάζεται η ήττα της “εβδομάδας του Σπάρτακου” στο φως του ιστορικού ερωτήματος που θέσαμε πιο πάνω: Ήταν μια ήττα καθορισμένη από την αντίφαση ανάμεσα στην ορμητική ενεργητικότητα των μαζών και στην ανεπαρκή ανωριμότητα της κατάστασης, ή μήπως προήλθε από την άτολμη και δύναμη δράση;
Καί τα δύο! Η αντίφαση ανάμεσα στη ρωμαλέα, αποφασιστική, επιθετική εξόρμηση των μαζών του Βερολίνου και στην αναποφασιστικότητα, δειλία, δισκακτικότητα των βερολινέζων αρχηγών είναι το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του τελευταίου αυτού επεισοδίου. Η διεύθυνση απέτυχε. Μα η διεύθυνση μπορεί και πρέπει να ανανεωθεί από τις μάζες, μέσα από τις μάζες. Οι μάζες είναι ο αποφασιστικός συντελεστής, αυτές είναι ο βράχος που πάνω του θα θεμελιωθεί της επανάστασης η τελική νίκη. Οι μάζες στάθηκαν στο ύψος τους, την ήττα αυτή την έκαναν πραγματικά έναν κρίκο στην αλυσίδα των ιστορικών εκείνων ηττών που είναι η δόξα και η δύναμη του διεθνούς σοσιαλισμού. Και γι αυτό μέσα απ’ αυτή την ήττα θα βλαστήσει η μελλοντική νίκη.
“Τάξη επικρατεί στο Βερολίνο”. Ηλίθιοι δήμιοι! Η “τάξη” σας είναι χτισμένη στην άμμο. Η επανάσταση αύριο θα υψώσει τη βροντερή της φωνή ως τους ουρανούς. Τρομαγμένοι θα ακούσετε το νικητήριο της σάλπισμα: Ήμουν, είμαι και θα είμαι”.
Ρόζα Λούξεμπουργκ,
Η τάξη επικρατεί στο Βερολίνο,
14 Γενάρη 1919




Πηγή : avantgarde2009

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου